Σαν σήμερα πέθανε ο Ρομπ Ρόι – Ποιος ήταν ο «Ρομπέν των Δασών» της Σκωτίας
Ο παράνομος που είχε βάλει «στο μάτι» τους πλούσιους γαιοκτήμονες και λάτρευαν οι φτωχοί. Και όχι, δεν μιλάμε για τον «γνωστό» Ρομπέν των Δασών...

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα επιτεύγματά τους καταφέρνουν να μείνουν στην ιστορία ως ήρωες ακόμα κι αν δεν ήταν και τα… καλύτερα παιδιά. Ένας από αυτούς είναι και ο άνθρωπος που θα μνημονεύσουμε στο παρόν άρθρο, ο οποίος πέθανε σαν σήμερα στις 28 Δεκεμβρίου το μακρινό 1734.
Ο λόγος, φυσικά, για τον Ρομπ Ρόι (κατά κόσμον Ρόμπερτ ΜακΓκρέγκορ), έναν Σκωτσέζο παράνομο και λαϊκό ήρωα της εποχής, ο οποίος έμεινε γνωστός ως ο «Ρομπέν των Δασών» της Σκωτίας.
Ο Ρομπ Ρόι γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1671 στο Γκλένγκαϊλ των Χάιλαντς. Από μικρός επιδιδόταν σε ζωοκλοπές και εκβιασμούς, που αποτελούσαν δύο πατροπαράδοτες – και σεβαστές εκείνη την εποχή – ασχολίες των κατοίκων της περιοχής.
Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση της εποχής, ο Ρομπ Ρόι ήταν ένας εξαιρετικά δυνατός άνθρωπος. Είχε φαρδιούς ώμους και μακριά χέρια, που έκαναν κάθε του χτύπημα με το ξίφος θανάσιμο. Λένε πως τα χέρια του ήταν τόσο μακριά ώστε μπορούσε να δένει τις καλτσοδέτες του, που βρίσκονταν πέντε πόντους κάτω από τα γόνατα, χωρίς να σκύβει.
Έπειτα από μία αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει γαιοκτήμονας, ξανάρχισε τη δράση του ως ληστής. To 1693 νυμφεύτηκε τη Μαίρη Έλεν, με την οποία απέκτησε τέσσερα αγόρια: τον Τζέιμς, τον Ράναλντ, τον Κολ και τον Ρόμπερτ (γνωστό ως Νεαρό Ρομπ).
Πώς «χτίστηκε» ο θρύλος του «Ρομπέν των Δασών της Σκωτίας»
Ο Ρομπ Ρόι έγινε ένας πολύ γνωστός, σεβαστός και τίμιος ζωέμπορος κοντά στη Λοχ Άρκλετ, σε μία εποχή που η ζωοκλοπή και η πώληση προστασίας κατά της κλοπής ήταν ένας κοινός τρόπος για να κερδίσει κανείς τα προς το ζην. Ο Ρομπ Ρόι δανείστηκε ένα μεγάλο ποσό για να αυξήσει το κοπάδι του, αλλά λόγω της εξαφάνισης του επικεφαλής βοσκού, στον οποίο είχε εμπιστευθεί τα χρήματα και το κοπάδι του, ο Ρομπ Ρόι έχασε τα χρήματα και τα ζώα και απέτυχε να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Έτσι, κατέληξε να τεθεί εκτός νόμου και η σύζυγός του και τα παιδιά του εκδιώχθηκαν από το σπίτι τους, το οποίο στη συνέχεια κάηκε.
Μετά από αλλεπάλληλους σκληρούς χειμώνες, ο Ρομπ Ρόι άρχισε τις επιδρομές στις πλούσιες ιδιοκτησίες των Λόουλαντς για να θρέψει την οικογένειά του. Αφού ο κύριος πιστωτής του, ο Τζέιμς Γκράχαμ, 1ος δούκας του Μόντροουζ, κατέσχεσε τα χωράφια του, ο Ρομπ Ρόι εξαπέλυσε μία ιδιωτική αιματηρή βεντέτα εναντίον του δούκα, ο οποίος τον επικήρυξε.
Η συμπάθεια που έδειχνε ο Ρομπ Ρόι στους Ιακωβίτες υποδαυλίστηκε τότε από την επιθυμία του για εκδίκηση. Λεηλάτησε τη γη του δούκα έχοντας για κύριο στόχο του τους κτηνοτρόφους. Αν δεν τους έκλεβε απευθείας, τους ζητούσε χρήματα για να τους προστατεύει ή για να μην τους κλέβει. Η άγρια περιοχή, με τα δάση της, τους βράχους της και τις χαράδρες της, καθώς και η συμπάθεια που του έδειχναν οι φτωχοί έκαναν το έργο του σχεδόν ακίνδυνο.

Ο Ρομπ Ρόι γλίτωσε κατ' επανάληψη τη φυλακή, αποκτώντας φήμη παρόμοια με αυτήν του Ρομπέν των Δασών στην Αγγλία. Μάλιστα, όπως και ο Ρομπέν των Δασών, έτσι και ο Ρομπ Ρόι περιβαλλόταν από μία μικρή ομάδα από έμπιστους.
Συμμετείχε στην εξέγερση των Ιακωβιτών (1715), που στόχευε στην επάνοδο στον θρόνο των απογόνων του Ιάκωβου Β’, του τελευταίου καθολικού μονάρχη της Μεγάλης Βρετανίας, που είχε απομακρυνθεί από την «Ένδοξη Επανάσταση» του Όλιβερ Κρόμγουελ, το 1688. Όμως, καμία πλευρά δεν εμπιστευόταν τον Ρομπ, ο οποίος τις κατάκλεβε αδιακρίτως.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης, του συμπεριφέρθηκαν με επιείκεια, χάρη στη μεσολάβηση του Τζον Κάμπελ, δεύτερου δούκα του Αργκάιλ. Αργότερα, όμως, ο Ρομπ συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Νιούγκεϊτ του Λονδίνου.
Του απονεμήθηκε χάρη το 1727, ενώ επρόκειτο να εξοριστεί στο νησί Μπαρμπέιντος της Καραϊβικής. Στο τέλος της ζωής του ο Ρομπ ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό κι έζησε ως αξιοσέβαστος πολίτης. Η αλληλογραφία του αποκαλύπτει έναν αρκετά μορφωμένο άνθρωπο και ανατρέπει την εικόνα του άξεστου ληστή.
«Τώρα τέλειωσαν όλα πια. Ας παίξουν οι γκάιντες...»
Ο Ρομπ Ρόι πέθανε στο σπίτι του στο Μπαλγουίντερ στις 28 Δεκεμβρίου 1734, σε ηλικία 63 ετών. Μάλιστα, λέγεται πως όταν βρισκόταν στα τελευταία του, του είπαν πως είχε έρθει για να τον επισκεφθεί ένας παλιός εχθρός του. Τότε ο ετοιμοθάνατος φώναξε:
- Σηκώστε με από το κρεβάτι μου, βάλτε μου τη στολή μου και φέρτε τα όπλα μου, γιατί κανένας από τους εχθρούς μου δεν πρέπει να έχει να λέει πως είδε τον Ρομπ Ρόι άοπλο και ανυπεράσπιστο.
Αφού τελείωσε η επίσκεψη είπε:
- Τώρα τέλειωσαν όλα πια. Ας παίξουν οι γκάιντες το «Δεν Θα Ξαναγυρίσω Ποτέ».
Πριν προφτάσουν να κάνουν την επιθυμία του, ο Ρομπ Ρόι είχε πεθάνει.

Ο Ρομπ Ρόι στην τέχνη
Η μυθοποίησή του είχε αρχίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του από διάφορες διηγήσεις, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και παρουσίαζαν τη δράση του όμοια με αυτή του Ρομπέν των Δασών, ως προστάτη των φτωχών και των αδύναμων. Τον 19ο αιώνα η φήμη του εξαπλώθηκε χάρη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σκωτσέζου συγγραφέα Γουόλτερ Σκοτ (1817) και του ποιήματος του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Γουίλιαμ Γουόρτσγουορθ «Rob Roy’s Grave» («Ο τάφος του Ρομπ Ρόι»).
Το 1831 ο Γάλλος συνθέτης Εκτόρ Μπερλιόζ έγραψε την «Εισαγωγή Ρόμπ Ρόι» («Intrata di Rob Roy Macgregor»), ένα έργο προγραμματικής μουσικής, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Σκοτ. Το 1894 ένας μπάρμαν της Νέας Υόρκης δημιούργησε το κοκτέιλ «Ρομπ Ρόι», με αφορμή την πρεμιέρα της ομώνυμης οπερέτας των Κόβεν και Σμιθ.
Τον 20ό αιώνα, ο θρύλος του απασχόλησε και τη μεγάλη οθόνη, μέσα από τις ταινίες «Ρομπ Ρόι» (βουβή του 1922), «Ρομπ Ρόι: Ο άγριος των Χάιλαντς» (1953) σε παραγωγή του Γουόλτ Ντίσνεϊ και «Ρομπ Ρόι: Εις το όνομα της τιμής» (1995), σε σκηνοθεσία Μάικλ Κέιτον- Τζόουνς, με πρωταγωνιστή τον Λίαμ Νίσον στον ομώνυμο ρόλο.