Το τσίπουρο σε... άνοδο αλλά το «ηγεμονικό» ποτό της ελληνικής παραγωγής είναι άλλο
Σταθερή πορεία παρουσιάζει η παραγωγή αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων. Τι δείχνουν τα στοιχεία του ΣΕΑΟΠ.
Άλματα ανάπτυξης, ποιοτικά αλλά και παραγωγικά, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια, έχει κάνει ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων.
Στον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιούνται περίπου 300 επιχειρήσεις (αποσταγματοποιεία & ποτοποιεία) που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειοψηφία τους, οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας, διεσπαρμένες κυρίως στην περιφέρεια.
Όπως επισημαίνει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), σε γενικές γραμμές, η ελληνική ποτοποιία έχει δείξει σημαντική πρόοδο στην πάροδο των χρόνων, διατηρώντας τη δυναμική της πορεία μέσα στις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν από το 2010. Η πανδημία αποτέλεσε μία δοκιμασία για τον κλάδο, καθώς επηρέασε ιδιαίτερα την επιτόπια κατανάλωση. Το 2021, ο κλάδος άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει στα προCovid επίπεδα, με το 2022 να αποτελεί μια χρονιά – ορόσημο για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών, καθώς καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις (σε επίπεδο όγκου) τόσο στην παραγωγή +12,5% και στην κατανάλωση +24,2% αλλά και στις εξαγωγές +5,2%.
Μικρή κάμψη το 2023
Το 2023, οι ανησυχίες του κλάδου επιβεβαιώθηκαν καθώς καταγράφονται μικρές κάμψεις στην ανοδική πορεία του, με την παραγωγή να μειώνεται κατά -2,3 % (-482 χιλ. λίτρα αλκοόλης) και τις εξαγωγές κατά -4,3% (-610 χιλ. λίτρα αλκοόλης). Εξαίρεση εμφανίζει η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, που εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330 χιλ. λίτρα αλκοόλης).
Η παραγωγή εμφανίζει σταθερά ανοδική πορεία, καταφέρνοντας να έχει μικρές απώλειες (ακόμα και το 2020), σε μια περίοδο που η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε δραστικά, λόγω της στροφής που επέδειξαν οι επιχειρήσεις του κλάδου προς τις εξαγωγές. Το 2022, η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών παρουσίασε σημαντική αύξηση +12,5% σε σύγκριση με το 2021 και διαμορφώθηκε στα 21,2 εκ. λίτρα αλκοόλης (+2,3 εκ. λίτρα αλκοόλης). Μετά τις συνεχείς αυξήσεις, το 2023 η παραγωγή, εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένη κατά -2,3% (-482 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή -1,72 εκ. φιάλες), διαμορφώθηκε σε 20,7 εκ. λίτρα, από 21,2 εκ. λίτρα που ήταν το 2022. Στο διάστημα της 10ετίας (2014-2023) η συνολική παραγωγή των αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σημαντική αύξηση της τάξεως +17,9% (+3,1 εκ. λίτρα αλκοόλης).
Εσωτερική αγορά /κατανάλωση
Όσον αφορά τη διάθεση στο εσωτερικό, των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, την περίοδο 2014-2019, παρουσίαζε διακυμάνσεις ανά έτος, με το μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 6,1 εκατ. λίτρα /έτος. Μετά το 2020 που εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση (λόγω Covid), καταγράφονται ετήσιες σημαντικές αυξήσεις και μεγαλύτερη αύξηση στο επόμενο έτος 2021 (+24,5%) και το 2022 (+24,2%). Το 2023 εξελίχθηκε σε αρκετά καλή χρονιά καθώς συνεχίζεται η ανοδική τάση και εμφανίζει αύξηση +4,9% (+330 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή 1,18 εκατ. φιάλες). Σε επίπεδο 10ετίας (2014-2023) η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίζει σημαντική αύξηση +16,4%. (+1 εκατ. λίτρα αλκοόλης ή 3,6 εκατ. φιάλες).
Εξαγωγές και εξωστρέφεια του κλάδου
Ο κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται από υψηλή εξωστρέφεια, με ανοδική πορεία στις εξαγωγές, όπως αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους της τελευταίας 10ετίας, όπου καταγράφεται αύξηση κατά +18,1% ως προς τον όγκο (2 εκατ. λίτρα αλκοόλης ή 7,4 εκατ. φιάλες). Το 2023 παρατηρήθηκε κάμψη της ποσότητας κατά -4,8%, των εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών της ελληνικής παραγωγής. Οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε 13,5 εκατ. λίτρα, από 14,1 εκατ. λίτρα που ήταν το 2022.
Όμως αξίζει να αναφερθεί ότι όσον αφορά την αξία των εξαγωγών, από τα στοιχεία της EUROSTAT που επεξεργάσθηκε ο ΣΕΑΟΠ, το 2023 έκλεισε με αύξηση της αξίας των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών κατά +9,4% σε αξία ξεπερνώντας το φράγμα των 100 εκατ. ευρώ, (από 97 εκατ. σε 106 εκατ. ευρώ).
Ο δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές προς εγχώρια παραγωγή) ξεπέρασε το 65% για άλλη μια χρονιά, έχοντας ως κινητήρια δύναμη την αδιαμφησβήτητη ποιότητα των ελληνικών αλκοολούχων ποτών που φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση και σε διεθνές επίπεδο. Σημειωτέο ότι, το 75% των εξαγωγών του κλάδου είναι αλκοολούχα με ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΔΕΙΞΗ καταχωρισμένη σε επίπεδο ΕΕ.
Τσίπουρο και τσικουδιά σε σταθερά ανοδική πορεία
Σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, το ούζο παραμένει διαχρονικά το ηγεμονικό ποτό της ελληνικής παραγωγής, κατέχοντας το μερίδιο του 61,6%. Επίσης, το τσίπουρο και η τσικουδιά εξελίσσονται με σταθερά ανοδική πορεία κατέχοντας το μερίδιο του 10,1%.
Τα λικέρ αν και κατέχουν ένα μικρό μερίδιο της παραγωγής (5,1%) αυξάνονται σταθερά. Το μερίδιο του 23,1 % κατέχει μια σημαντική ποικιλία άλλων αλκοολούχων ποτών όπως βότκα, τζιν ρούμι, απόσταγμα σταφυλής, ρακόμελο και ποτά «τύπου brandy».
Μαυράκης: Η ελληνική παραγωγή έδειξε ανθεκτικότητα
O πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ κ. Μαυράκης, μεταξύ άλλων δήλωσε ότι «είμαστε περήφανοι που η ελληνική παραγωγή έδειξε ανθεκτικότητα διατηρώντας τη δυναμική της πορεία εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, αύξησης του λειτουργικού κόστους παραγωγής, των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και τής πληθώρας κανονιστικών διατάξεων».
Υπογράμμισε ακόμη τα - ιδιαιτέρα ενθαρρυντικά, όπως τα χαρακτήρισε - μηνύματα που εμφανίζονται στα στοιχεία, για την κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά. «Οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται προς το εμφιαλωμένο τσίπουρο που παράγεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές (παραγωγής και ελέγχων που παρακολουθούν το προϊόν σε όλες τις φάσεις μέχρι να παραχθεί το απόσταγμα και από εκεί μέχρι την εμφιάλωσή του) και κάτω από αυστηρούς ελέγχους του ΓΧΚ, αναγνωρίζοντας αφενός μεν την ποιότητά του αλλά περισσότερο νοιώθοντας πιο ασφαλείς ως προς την διασφάλισης της υγείας τους. Ο κόσμος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο χύμα ανώνυμο προϊόν, κάτι που μπορούν όμως να του διασφαλίσουν οι συστηματικοί / επίσημοι αποσταγματοποιοί».
Ο κ. Μαυράκης πρόσθεσε ότι οι προοπτικές για το 2024 είναι «λιγότερο αισιόδοξες και πρέπει άμεσα να γίνουν οι απαραίτητες ρυθμίσεις του νομοθετικού πλαισίου της ελληνικής ποτοποιίας/ αποσταγματοποιίας σύμφωνα με το ενωσιακό πλαίσιο και να ληφθούν μέτρα στήριξης της εξωστρέφειας του κλάδου της ελληνικής παραγωγής αποσταγμάτων, που θα λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές του ανάγκες, για να μπορέσει ανταπεξέλθει στις βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις».