Μπελ Γκάνες: Εξαπάτησε, δηλητηρίασε, έκαψε και εξαφανίστηκε για πάντα
Η περίπτωση της κατά συρροήν δολοφόνου με τα 40 θύματα παραμένει ένα από τα πιο αινιγματικά μυστήρια στα χρονικά του εγκλήματος.
Στις 28 Απριλίου 1908 μια αγροικία στο Λα Πορτ της Ιντιάνα τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο επιστάτης Τζο Μάξσον προσπάθησε να σώσει τα τρία παιδιά που έμεναν στη φάρμα και την ιδιοκτήτρια. Χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι να φτάσουν οι πυροσβέστες, το σπίτι είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βρουν ενδείξεις εμπρησμού, τα καμένα σώματα των τριών παιδιών και της γυναίκας, της οποίας το πτώμα ήταν ακέφαλο. Για την αστυνομία και τους γείτονες, η ιδιοκτήτρια, Μπελ Γκάνες, μία μετανάστρια από τη Νορβηγία, ήταν μια άτυχη και μοναχική χήρα που έψαχνε για χρόνια την αγάπη και πέθανε δίπλα στα παιδιά της, σε μια τραγική φωτιά. Ο πρώτος ύποπτος ήταν ο προηγούμενος επιστάτης, Ρέι Λάμφιερ, ο οποίος συνελήφθη για εμπρησμό και φόνο.
Το πρώτο αίμα
Καθώς φαίνεται, όμως, ο θάνατος περιτριγύριζε την Γκάνες πολλά χρόνια πριν τη φωτιά στο Λα Πορτ. Ο πρώτος της σύζυγος, επίσης Νορβηγός, λεγόταν Μαντς Σόρενσον. Δύο από τα παιδιά τους, που μπορεί και να ήταν υιοθετημένα, απεβίωσαν ξαφνικά από κολίτιδα, της οποίας τα συμπτώματα έμοιαζαν με δηλητηρίαση. Το 1895 κάηκε ένα ζαχαροπλαστείο που διατηρούσε το ζεύγος στο Σικάγο. Το 1900 κάηκε επίσης ένα από τα σπίτια τους. Και την ίδια χρονιά πέθανε ο Σόρενσον από εγκεφαλική αιμορραγία. Όλως περιέργως ο Σόρενσον πέθανε την τελευταία μέρα της πρώτης ασφάλειας ζωής που είχε και την πρώτη μέρα της δεύτερης. Η Γκάνες εισέπραξε περίπου 150.000 δολάρια σε σημερινά χρήματα.
Ο «άτυχος» σύζυγος
Το σίγουρο είναι ότι η Γκάνες δεν έχασε την όρεξή της για... ζωή. Το 1901, με τα χρήματα από την ασφάλεια ζωής του Σόρενσον αγόρασε τη φάρμα στο Λα Πορτ και παντρεύτηκε τον άντρα του οποίου πήρε το όνομα, τον Πίτερ Γκάνες. Μία εβδομάδα μετά τον γάμο, πέθανε η 7χρονη κόρη του Πίτερ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πέθανε και ο Πίτερ. Μια κιμαδομηχανή έπεσε μυστηριωδώς από ένα ράφι και τον βρήκε στο κεφάλι. Η αυτοψία δεν έδειξε τίποτα περίεργο.
Η αναζήτηση θυμάτων
Τα επόμενα χρόνια η δις χήρα ζούσε με όσα παιδιά της είχαν απομείνει και διάφορους επιστάτες που προσλάμβανε για τις δουλειές της φάρμας. Γύρω στο 1905 έβαλε μια αγγελία σε εφημερίδες στα νορβηγικά αναζητώντας «σοβαρό κύριο με οικονομική επιφάνεια για να ενώσουν τις ζωές τους». Μετά ακολουθούσε αλληλογραφία. Σε έναν Καρλ Πέτερσον έγραψε ότι «σε διάλεξα ως τον πιο σοβαρό. Αν νομίζεις ότι μπορείς να βάλεις 1.000 δολάρια μετρητά, μπορούμε να συζητήσουμε». Μεταξύ 1905 και 1907 πέρασαν πολλοί υποψήφιοι από τη φάρμα, τους οποίους η Γκάνες παρουσίαζε σαν συγγενείς και φρόντιζε να κρατάει τα παιδιά της μακριά τους.
Ο επιστάτης που την ερωτεύτηκε
Και τότε έκανε την εμφάνισή του ο Ρέι Λάμφιερ. Ήταν ένας καλός ξυλουργός και άνθρωπος εμπιστοσύνης. Έδειξε να ερωτεύεται την Γκάνες. Αυτή του έδωσε ένα δωμάτιο στον δεύτερο όροφο και οι δύο τους σύναψαν μια περιστασιακή σεξουαλική σχέση. Εκείνη δεν τον ήθελε για σύζυγό –όλοι οι υποψήφιοι ήταν ευκατάστατοι Νορβηγοί– αλλά μόνο για επιστάτη, κάτι που ίσως τον πλήγωνε.
Η Γκάνες συνέχισε να εξετάζει πιθανούς συζύγους. Ένας από τους επιστάτες που πέρασαν από τη φάρμα δήλωσε στην New York Tribune ότι ένας διαφορετικός άντρας ερχόταν κάθε εβδομάδα για να μείνει στο σπίτι. Τη μία ήταν ένας ξάδερφος από το Κάνσας, την άλλη από το Γουισκόνσιν. Στο μεταξύ, οι γείτονες την έβλεπαν να περνάει πολύ χρόνο στο χοιροστάσιο της φάρμας και να αγοράζει ξύλινους κορμούς του οποίους σήκωνε «σαν κουτιά από ζαχαρωτά».
Ο φόνος που οδήγησε στα μακάβρια ευρήματα
Η τελευταία ρομαντική σχέση που είχε η Γκάνες ήταν με έναν άντρα ονόματι Άντριου Χελγκέλιεν. Σχέση από απόσταση μεν, έρωτας δε: μέσα σε 16 μήνες του έστειλε 80 γράμματα. Τον παρακαλούσε να έρθει στην Ιντιάνα. Ο ερχομός του Χελγκέλιεν στο Λα Πορτ, όμως, δεν άρεσε στον Ρέι Λάμφιερ. Η Γκάνες τότε τον έδιωξε από το δωμάτιο και τον έστειλε να κοιμάται στον στάβλο.
Χελγκέλιεν και Γκάνες σήκωσαν από την τράπεζα σχεδόν 3.000 δολάρια (του Χελγκέλιεν) για να αρχίσουν μια νέα ζωή. Μερικές εβδομάδες μετά ο Χελγκέλιεν εξαφανίστηκε. Παράλληλα η Γκάνες έδιωξε τελείως τον Λάμφιερ από τη φάρμα μετά από έναν καβγά, με πιθανή αιτία κάποια χρήματα. Δεν έμεινε εκεί. Προσπάθησε επιπλέον να τον βγάλει τρελό, τον κατηγόρησε ότι καταπατούσε την περιουσία της, ότι την παρακολουθούσε. Λέγε λέγε, όλη η κοινότητα πείστηκε ότι ο Λάμφιερ παρενοχλούσε τη χήρα και ήταν πίσω από την εξαφάνιση του Χελγκέλιεν. Ερωτική αντιζηλία, είπαν όλοι.
Ο πρώτος που υποψιάστηκε την Γκάνες ήταν ο αδερφός του Χελγκέλιεν, ο Ασλ. Καθώς ο Άντριου εξαφανίστηκε από προσώπου γης, ο Ασλ άρχισε να τον αναζητεί μέχρι που βρήκε τα γράμματα της Γκάνες. Πέρα από τα ερωτικά, ένα γράμμα έγραφε «πάρε όλα τα χρήματά σου από την τράπεζα και έλα όσο πιο γρήγορα γίνεται». Σε ένα άλλο έγραφε «μην πεις σε κανένα τίποτα, ακόμα και στον πιο κοντινό σου συγγενή». Ο Ασλ κατάλαβε ότι ο αδερφός του είχε πάει να δει την πλούσια χήρα και της έγραψε ρωτώντας για αυτόν. Η χήρα του απάντησε ότι ο αδερφός του είχε φύγει για το Σικάγο και ότι πήρε ένα γράμμα από αυτό που έφευγε για να ψάξει κάποιον συγγενή του στη Νορβηγία. Όταν φυσικά της ζήτησε το γράμμα, η χήρα του είπε ότι είχε χαθεί.
Στο μεταξύ το σίριαλ με τον Λάμφιερ συνεχιζόταν και η Γκάνες επισκέφθηκε τον δικηγόρο της ζητώντας του να κάνει μια διαθήκη. Υποστήριζε πως ο Λάμφιερ της προκαλούσε προβλήματα και ανησυχούσε ότι θα έκανε κάτι επικίνδυνο. «Φοβάμαι ότι ο Λάμφιερ θα με σκοτώσει και θα κάψει το σπίτι μου» είπε. Ο δικηγόρος υπέγραψε τη διαθήκη και μετά η Γκάνες πήγε για ψώνια. Αγόρασε ένα τρενάκι, μερικά κέικ και μία ποσότητα κηροζίνης. Το απόγευμα έκανε ένα μεγάλο γεύμα για τα παιδιά, έπαιξε μαζί τους με το τρενάκι και τα τάισε κέικ. Την επόμενη μέρα το σπίτι έπιασε φωτιά, τα παιδιά κάηκαν και ο Λάμφιερ συνελήφθη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λάμφιερ είχε αποκεφαλίσει την Γκάνες και έβαλε φωτιά για να εξαφανίσει τα ίχνη του εγκλήματος.
Ο Ασλ όμως διατηρούσε τις υποψίες του. Όταν πήρε ένα γράμμα με ένα απόκομμα εφημερίδας για τον εμπρησμό, ταξίδεψε στην Ιντιάνα και επισκέφτηκε το γραφείο του σερίφη ο οποίος τον πήγε στο σημείο της τραγωδίας. Με τη βοήθεια του Μάξσον, που γλίτωσε από τη φωτιά, ο Χελγκέλιεν άρχισε να ψάχνει για το κεφάλι του πτώματος στα καμένα για δύο μέρες. Τίποτα. Τότε ρώτησε τον επιστάτη αν στην φάρμα είχαν ανοιχτεί λάκκοι ή τρύπες. Αυτός του είπε ότι υπήρχε το περιφραγμένο χοιροστάσιο, κοντά στο σπίτι και κάποιες κοιλότητες με σκουπίδια που θάφτηκαν με χώμα.
Το χοιροστάσιο σφαγείο
Οι δύο άντρες πήγαν στο χοιροστάσιο και άρχισαν να σκάβουν. Πολύ σύντομα βρήκαν ένα σακίδιο που περιείχε δύο χέρια, δύο πόδια και ένα κεφάλι. Ο Ασλ αναγνώρισε αμέσως το κεφάλι, ήταν του αδερφού του. Και η τρύπα στο χοιροστάσιο δεν ήταν η μόνη. Σε μικρή απόσταση υπήρχαν δεκάδες κοιλότητες μέσα στις οποίες βρέθηκαν χέρια, πόδια, κόκαλα και υπολείμματα σάρκας. Σε τρεις μέρες ανασκαφών βρέθηκαν 11 πτώματα. Από ένα σημείο και μετά η καταμέτρηση ήταν αδύνατη. Τα κόκαλα είχαν πολτοποιηθεί και τα πρόσωπα είχαν καλυφθεί με ασβέστη.
Υπήρχε όμως μια τάξη στο χάος. Τα πόδια ήταν κομμένα στο γόνατο. Τα χέρια στον ώμο. Τα κεφάλια είχαν τεράστιες πληγές και σημάδια αμβλέων τραυμάτων. Πολλά λείψανα ήταν τεμαχισμένα σαν χοιρινό. Κάποια πτώματα που ήταν άθικτα είχαν ίχνη στρυχνίνης, συνηθισμένου τότε ποντικοφάρμακου. Τότε μόνο οι αρχές και ο Τύπος κατάλαβαν πλέον ότι η θλιμμένη χήρα προσκαλούσε ευκατάστατους εργένηδες, τους έπειθε να της δώσουν τις οικονομίες τους, τους σκότωνε και μετά τους έθαβε κοντά στο χοιροστάσιο. Επίσης τότε διαπίστωσαν ότι η ταυτότητα του ακέφαλου πτώματος ήταν θέμα δημόσιας ασφάλειας.
Ο Λάμφιερ κατηγορήθηκε για τον εμπρησμό, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες εξαφανίσεις είχαν γίνει πριν πιάσει δουλειά στη φάρμα και η Γκάνες είχε ένα ιστορικό εμπρησμών. Ευτυχώς για τον ίδιο, που παραδέχτηκε ότι ήταν μέθυσος αλλά όχι φονιάς, βρέθηκε στρυχνίνη στα πτώματα των παιδιών και αθωώθηκε για τους φόνους.
Οι εξομολογήσεις του επιστάτη
Τελικά ο Λάμφιερ καταδικάστηκε για εμπρησμό και πέθανε στη φυλακή από φυματίωση. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, εξομολογήθηκε σε έναν ιερέα πριν πεθάνει ότι είδε τη δολοφονία του Χελγκέλιεν και ζήτησε εκβιαστικά χρήματα από την Γκάνες, η οποία τον απέλυσε. Άλλοι λένε πως δεν είχε μιλήσει σε ιερέα, αλλά σε κάποιον συγκρατούμενό του, παραδεχόμενος ότι με την Γκάνες έκαναν από κοινού τους φόνους και τους διαμελισμούς των πτωμάτων.
Άλλοι πάλι λένε ότι γύρω στο 1931, μια γυναίκα ονόματι Έστερ Κάρλσον, συνελήφθη στο Λος Άντζελες για τη δηλητηρίαση και την κλοπή των χρημάτων ενός Νορβηγοαμερικανού. Η γυναίκα αυτή πέθανε από φυματίωση περιμένοντας να δικαστεί και πολλοί λένε ότι έμοιαζε πολύ στην Μπελ Γκάνες.
Το περίεργο είναι ότι το άλυτο μυστήριο ήρθε στην επιφάνεια σχεδόν 100 χρόνια μετά. Το 2008 έγινε εκταφή του ακέφαλου πτώματος και έγινε σύγκριση του DNA με το DNA της Γκάνες που είχε βρεθεί σε κάποια πειστήρια. Ωστόσο η ανάλυση δεν κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα, γιατί το DNA είχε διαβρωθεί.
Η υπόθεση της Μπελ Γκάνες παραμένει άλυτη μέχρι και σήμερα.