Φερνάντο Αραούχο: Ο εγκληματικός εγκέφαλος και η ληστεία του αιώνα
Σχημάτισε την τέλεια ομάδα, σχεδίασε την τέλεια ληστεία και πιάστηκε με τον πιο αστείο τρόπο.
Το μεσημέρι της 13ης Ιανουαρίου 2006, η αστυνομία του Μπουένος Άιρες έλαβε κλήση για μία ληστεία στην τράπεζα Μπάνκο Ρίο στο προάστιο Ακασσούσο. Σπεύδοντας στο σημείο διαπίστωσαν ότι οι ληστές ήταν ακόμα μέσα στο κτίριο, αλλά είχαν πάρει ομήρους και ζητούσαν διαπραγματευτή για να συζητήσουν τα της παράδοσης.
Σε λίγη ώρα, 100 αστυνομικοί είχαν περικυκλώσει το κτίριο, ελεύθεροι σκοπευτές είχαν ακροβολιστεί στα γύρω κτίρια, η ληστεία έπαιζε ζωντανά στην τηλεόραση, κάθε πιθανή γωνία που έβλεπε στην τράπεζα είχε είτε αστυνομικό είτε φωτογράφο, η αγωνία όλων ήταν στο κατακόρυφο.
Η αστυνομία ήταν διστακτική και δεν επιχείρησε να εισβάλει στην τράπεζα. Έξι χρόνια πριν, στο Ραμάγιο της Αργεντινής, τρεις ένοπλοι εισέβαλαν σε μία τράπεζα και πήραν ομήρους. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια επιχείρηση-φιάσκο με δύο ομήρους νεκρούς και οι επικεφαλής δεν ήθελαν να επαναληφθεί.
Οι ληστές, σε ένδειξη καλής θέλησης, άφησαν ελεύθερο τον φύλακα της τράπεζας, επιτρέποντάς του να πάρει και το όπλο του αφού είχαν αφαιρέσει τις σφαίρες. Στη συνέχεια διαβεβαίωσαν ότι όλοι οι όμηροι ήταν καλά. Σε κάποιο σημείο, οι ληστές γιόρτασαν τα γενέθλια ενός υπαλλήλου της τράπεζας και του τραγούδησαν το «χρόνια πολλά».
Μετά το πέρας μερικών ωρών, ένας από τους ληστές ανακοίνωσε στην αστυνομία ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Η αστυνομία μπήκε στην τράπεζα, γύρω στις 7 το βράδυ, αλλά οι ληστές είχαν εξαφανιστεί μαζί με περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και τιμαλφή από τις θυρίδες. Οι 23 όμηροι ήταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα και ήταν όλοι καλά. Στον τοίχο ήταν κολλημένο ένα μήνυμα που έγραφε: «Σε μια γειτονιά πλουσίων, χωρίς όπλα ή μνησικακίες, είναι απλώς χρήματα, όχι αγάπη».
***
Ο εγκέφαλος της ληστείας, Φερνάντο Αραούχο, ήταν ένας καλλιτέχνης, μονόχνοτος άνθρωπος, κοιμόταν όποτε του ερχόταν, είχε τα παράθυρα του σπιτιού μονίμως κλειστά και καλλιεργούσε μαριχουάνα υψηλής ποιότητας. Είχε σπουδάσει φιλοσοφία, άκουγε Μπετόβεν και Μότσαρτ, ενώ δίδασκε πολεμικές τέχνες για τα προς το ζην. Το σχέδιό του το ξεκίνησε το 2003 όταν και νοίκιασε ένα μικρό σπίτι κοντά στην τράπεζα και άρχισε να εξερευνά τους γύρω υπονόμους. Το Μπουένος Άιρες είχε ένα εκτεταμένο δίκτυο ομβρίων υδάτων για προστασία από τις πλημμύρες και ήταν ιδανικό για μια τέτοια δουλειά. Το πρώτο που έπρεπε να βρει ήταν ποιος αγωγός θα τον πήγαινε κοντά στην τράπεζα.
Όταν συνέλαβε τη βασική ιδέα, βρήκε τον Σεμπαστιάν Γκαρσία Μπόλστερ, έναν φίλο του από το σχολείο και τον «έψησε» να πάρει μέρος. Η δουλειά θα γινόταν «επιστημονικά» και αναίμακτα. Το μόνο που δεν ήθελαν ο Αραούχο και ο Μπόλστερ ήταν ένα νέο Ραμάγιο.
Το πρώτο πρόβλημα που έπρεπε να λύσει ο Αραούχο με τον Μπόλστερ ήταν πώς θα απενεργοποιήσουν το σύστημα συναγερμού. Η μοναδική λύση στο πρόβλημα ήταν να μπουκάρουν μέρα όταν ο συναγερμός θα ήταν απενεργοποιημένους.
Ο Μπόλστερ ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά. Ενώ ο Αραούχο ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που περιστασιακά παραβίαζε τον νόμο, ο Μπόλστερ ήταν ένας τίμιος οικογενειάρχης. Ήταν μηχανικός μοτοσικλετών αλλά και ένας πολυμήχανος εφευρέτης, ο «Κύρος Γρανάζης» που θα σχεδίαζε και θα κατασκεύαζε ένα φτηνό ελικόπτερο στον ελεύθερό του χρόνο. Δεν ήταν εγκληματική φύση, αλλά μια ρεβάνς από τις τράπεζες που «έφαγαν» όλα τα λεφτά του πατέρα του στη χρεοκοπία την ήθελε. Ο Αραούχο, γνωρίζοντας τα ταλέντα του, αλλά και τα κίνητρά του, τον προσέλαβε ως γενικό μηχανικό στην επιχείρηση.
Με τον Μπόλστερ, ο Αραούχο άρχισε να σχεδιάζει πώς θα μπορούσε να σκάψει ένα τούνελ δεκαπέντε μέτρων από την τράπεζα στον υπόνομο. Δοκιμάζοντας το υπέδαφος βρήκε ότι ήταν αδύνατο να σκάψουν με αξίνες και φτυάρια και ότι θα χρειαζόντουσαν τρυπάνι και μία γεννήτρια. Η δημιουργία του τούνελ ήταν περίπλοκη. Πρώτα έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη γωνία για να σκάψουν το τούνελ (και να βγουν στην τράπεζα). Το έλυσε ο Μπόλστερ με βασικές γνώσεις γεωμετρίας, ακριβείς μετρήσεις με το ποδήλατό του και ευφυείς αυτοσχεδιασμούς.
Καθώς η επιχείρηση γινόταν όλο και πιο πολύπλοκη, άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα. Ο Αραούχο εξοικονόμησε 5.000 δολάρια πουλώντας το αυτοκίνητό του, αλλά δεν έφταναν. Χρειάζονταν έναν επενδυτή, που βρέθηκε στο πρόσωπο του Λουίς Μάριο Βιτέτε Σεγιάνες. Είχε λεφτά, είχε εμπειρία στις ληστείες και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτής. Για τη δουλειά έβαλε 100.000 δολάρια. Άλλο πρόβλημα ήταν πώς θα άνοιγαν τις θυρίδες. Ο Αραούχο πήγε σε ένα γειτονικό υποκατάστημα, είδε τη μάρκα των θυρίδων και αγόρασε δύο από τον κατασκευαστή. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του Μπόλστερ. Έχοντας μια θυρίδα-μοντέλο στα χέρια του, θα έπρεπε να φτιάξει ένα εργαλείο ισχυρό, αθόρυβο και αποτελεσματικό για να ανοιχτούν οι θυρίδες χωρίς να τους αντιληφθούν. Τελικά έδωσε λύση με ένα κατάλληλο μικρό κομπρεσέρ.
Όσο προχωρούσε το σχέδιο, μεγάλωνε και η ομάδα με «προσλήψεις» από τον υπόκοσμο. Ο καθ’ έξιν απατεώνας Ρούμπεν «Μπέτο» ντε λα Τόρε, στρατολογήθηκε ως μπράβος καθώς και ένα μυστηριώδης ληστής με το ψευδώνυμο Ντοκ. Ο Μπέτο, και ίσως ο Ντοκ, ήταν μέλος της Σούπερ Μπάντα, μιας ένοπλης συμμορίας που τρομοκράτησε της τράπεζες της Αργεντινής για δύο δεκαετίες. Για τις ανάγκες της επιχείρησης στρατολογήθηκαν ο Χούλιαν Ζαγιοετσεβερία και κάποιος με το ψευδώνυμο «The Kid» για έξτρα μπράβος.
***
Στις 13 Ιανουαρίου 2006, στις 12:38 ήταν όλα έτοιμα. Η ομάδα των ληστών μπήκε ένοπλη στην τράπεζα από την κύρια είσοδο και με την απειλή όπλων ακινητοποίησε τους πελάτες και το προσωπικό. Ο Σεγιάνες πήγε στον τελευταίο όροφο που ήταν το γραφείο του διευθυντή της τράπεζας και τον κατέβασε στο υπόγειο όπου βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο και οι θυρίδες.
Στο ισόγειο, ο Αραούχο και ο Ντε λα Τόρε φρουρούσαν τους ομήρους και ασφάλισαν τις εισόδους. Όταν έφτασε η αστυνομία, ο Σεγιάνες ξεκίνησε να διαπραγματεύεται κερδίζοντας χρόνο ώστε η υπόλοιπη ομάδα να ανοίξει τις θυρίδες. Στις 2:30 απελευθέρωσε δύο ομήρους.
Όπως λέει ο Μπόλστερ, ούτε καν κοίταξε τι είχαν οι θυρίδες. Έσπαγε τις κλειδαριές όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά από δύο ώρες είχαν ανοίξει 143 θυρίδες και ήταν ώρα να διαφύγουν. Ο Σεγιάνες έκανε πλάκα. Είπε στην αστυνομία να τους φέρουν πίτσα και αναψυκτικά για να φάνε και μετά θα παραδοθούν.
Φυσικά, η ομάδα του Αραούχο δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Πήρε τα κλοπιμαία, πέρασε από το τούνελ στο δίκτυο των υπονόμων, επιβιβάστηκε σε δύο μικρά φουσκωτά, και έφτασε κωπηλατώντας σε μια προκαθορισμένη έξοδο. Ακριβώς πάνω από την έξοδο ήταν το αυτοκίνητο διαφυγής, ένα βανάκι με τρύπα στο πάτωμα. Για να γίνει όλο αυτό, ο αθεόφοβος ο Μπόλστερ είχε φτιάξει ένα μικρό φράγμα για να ανέβει η στάθμη του νερού στον υπόνομο.
Οι ληστές όμως είχαν και άλλες εκπλήξεις για τις αρχές. Είχαν βάλει κόλλα στα δάχτυλά τους για να μην υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα και πέταξαν τούφες μαλλιών (από ένα κουρείο) για να μην μπορεί να γίνει ανάλυση DNA. A, και τα όπλα ήταν ψεύτικα για να μην κατηγορηθούν για ένοπλη ληστεία. Το όπλο του «Μπέτο» για παράδειγμα ήταν του 9χρονου γιου του.
Ήταν η τέλεια ληστεία. Το σχέδιο ήταν ιδιοφυές, η λεία ήταν τεράστια, δεν άνοιξε ρουθούνι, όλοι διέφυγαν, η τηλεόραση τους έκανε λαϊκούς ήρωες. Για εβδομάδες όλοι στην Αργεντινή είχαν ένα θέμα συζήτησης. Τι έγιναν οι ληστές; Πού βρίσκονται τα κλοπιμαία; Ποιος είναι πίσω από αυτό το μαεστρικό σχέδιο;
***
Η ευφορία δεν κράτησε για πολύ, όμως. Μερικές εβδομάδες μετά τη ληστεία ο Ντε Λα Τόρε διαπίστωσε ότι έλειπε μία από τις τσάντες με τα μετρητά. Η γυναίκα του, Αλίσια Ντι Τούγιο, την οποία απατούσε συχνά πυκνά, παραδέχθηκε ότι πήρε 300.000 δολάρια και κάποια τιμαλφή χωρίς να τον ρωτήσει. Κουβέντα στην κουβέντα, άναψαν τα αίματα και εκείνος απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων και έφυγε από το σπίτι. Τότε για να τον εκδικηθεί, ειδοποίησε την αστυνομία και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η ληστεία έγινε ταινία, ντοκιμαντέρ στο Netflix και μέρος της λαϊκής παράδοσης της Αργεντινής. Τμήμα της λείας δεν ανακτήθηκε ποτέ. Οι πρωταγωνιστές καταδικάστηκαν σε 9 έως 15 χρόνια φυλάκιση και εξέτισαν ένα μέρος της ποινής τους για να αποφυλακιστούν μερικά χρόνια αργότερα.
Στις 8 Αυγούστου 2024, η αστυνομία του Μπουένος Άιρες απέτρεψε μια ληστεία-αντιγραφή της μεγάλης ληστείας στην Μπάνκο Ρίο.