Η επιστήμη μίλησε: Η διαλειμματική νηστεία δεν κάνει κακό
Μειώνει η διαλειμματική νηστεία τη λίμπιντο; Τη μυϊκή μάζα; Νέα μελέτη καταγράφει και καταρρίπτει δημοφιλείς μύθους.
Η διαλειμματική νηστεία είναι η αποχή από το φαγητό για συγκεκριμένες ημέρες ή ώρες και χρησιμοποιείται για τη διαχείριση της παχυσαρκίας και την απώλεια βάρους. Όσοι κάνουν διαλειμματική νηστεία τρώνε σε συγκεκριμένες ώρες (π.χ. 16 ώρες αφαγίας - 8 ώρες διατροφής κάθε μέρα) ή σε συγκεκριμένες ημέρες (π.χ. μία μέρα νηστεία, μία μέρα διατροφή εναλλάξ). Σκοπός της διαλειμματικής νηστείας είναι η σταδιακή μείωση του παραθύρου της διατροφής, ώστε να περιοριστεί και η συνολική πρόσληψη θερμίδων.
Τεχνικά η διαλειμματική νηστεία δεν είναι δίαιτα, από τη στιγμή που επιτρέπει όλα τα είδη τροφίμων και δεν περιορίζει την ποσότητα. Κάποιος που κάνει διαλειμματική νηστεία μπορεί να φάει μόνο σε συγκεκριμένες μέρες και ώρες, αλλά όταν τρώει μπορεί να φάει οτιδήποτε και σε οποιαδήποτε ποσότητα. Δεν υπάρχουν ούτε σύνθετες συνταγές, ούτε εξωτικά τρόφιμα, ούτε συνδυασμοί τροφίμων, ούτε αναλογίες συστατικών. Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας της είναι ότι είναι απλή και εύκολα εφαρμόσιμη.
Πολλές μελέτες έχουν πιστοποιήσει τα οφέλη της διαλειμματικής νηστείας: Μειώνει το σωματικό βάρος, το λίπος, την LDL χοληστερόλη, βελτιώνει τη κυτταρική λειτουργία και μειώνει την φλεγμονή, συμβάλλει στην υγεία της καρδιάς, βελτιώνοντας την αρτηριακή πίεση, μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και τα επίπεδα σακχάρου του αίματος. Παράλληλα, σύμφωνα μια νέα μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι-Σικάγο που δημοσιεύτηκε στο Nature Reviews Endocrinology, η διαλειμματική νηστεία είναι ασφαλής. Η έρευνα κατέγραψε και κατέρριψε 4 δημοφιλείς μύθους σχετικά με αυτή τη μορφή δίαιτας και απέδειξε τη μη επικινδυνότητά της. Ας δούμε αναλυτικά:
Μύθος 1: Η διαλειμματική δίαιτα προκαλεί μεγαλύτερη απώλεια μυϊκής μάζας από τις άλλες δίαιτες
Όλες οι δίαιτες προκαλούν απώλεια μυϊκής μάζας σε συνδυασμό με την απώλεια λίπους. Αυτό που παρατήρησαν οι ερευνητές είναι ότι πολλοί πιστεύουν ότι η διαλειμματική νηστεία προκαλεί μεγαλύτερη μείωση από τις υπόλοιπες δίαιτες. Αυτό όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά η δεδομένη απώλεια μυϊκής μάζας μπορεί να αντιμετωπιστεί με άσκηση με βάρη και περισσότερη πρόσληψη πρωτεΐνης.
Μύθος 2: Η διαλειμματική νηστεία προκαλεί διατροφικές διαταραχές
Σύμφωνα με τη μελέτη ο ισχυρισμός ότι η διαλειμματική νηστεία προκαλεί διαταραχές της διάθεσης, αδηφαγικές συμπεριφορές και αγχώδεις διαταραχές, απλά δεν ευσταθεί. Στην μελέτη έγινε αντιληπτό ότι εκτός από καλύτερες διατροφικές επιλογές, οι άνθρωποι βελτιώνουν και τη διατροφική τους συμπεριφορά, ενώ αναφέρουν λιγότερο άγχος. Η ύπαρξη του μύθου οφείλεται στο ότι πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν διατροφικές διαταραχές πριν κάνουν διαλειμματική νηστεία. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι παιδίατροι πρέπει να είναι σχετικά προσεκτικοί με τους παχύσαρκους εφήβους που κάνουν διαλειμματική νηστεία, γιατί αυτοί έχουν εκ προοιμίου περισσότερες πιθανότητες για διατροφικές διαταραχές.
Μύθος 3: Η διαλειμματική νηστεία οδηγεί σε κακές διατροφικές επιλογές
Η ιδέα ότι, στις ημέρες και ώρες που επιτρέπεται το φαγητό, αυτοί που κάνουν δίαιτα καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε αλάτι, ζάχαρη και λίπος είναι απλώς μύθος. Κανένα δεδομένο δεν υποστηρίζει έναν τέτοιο ισχυρισμό. Στη πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, οι άνθρωποι τρώνε μικρότερες ποσότητες από αυτές τις τροφές. Η μελέτη έδειξε ότι το ποσοστό υδατανθράκων, πρωτεΐνης και λίπους δεν είναι διαφορετικό πριν και μετά τη δίαιτα.
Μύθος 4: Η διαλειμματική δίαιτα επηρεάζει τις ορμόνες του φύλου
Σύμφωνα με την μελέτη οι γυναίκες ανησυχούν ότι η δίαιτα μειώνει τα επίπεδα οιστρογόνων, προκαλώντας διαταραχές στην περίοδο και τη γονιμότητά τους. Παράλληλα οι άνδρες ανησυχούν για τη λίμπιντο και τη μυϊκή μάζα. Και τα δύο είναι μύθοι, αφού το μόνο που βρέθηκε είναι ότι μπορεί να μειώσει ελάχιστα την τεστοστερόνη σε αθλητές. Όσον αφορά τη μυική μάζα και τη δύναμη δεν έχει καμία επίδραση.
Σίγουρα, η διαλειμματική νηστεία έχει τον χαρακτήρα του επιθετικού και του απότομου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο ασφαλής ή αποτελεσματική. Στην πράξη δεν είναι ούτε καλύτερη αλλά σίγουρα ούτε χειρότερη από τις άλλες μορφές. Και το βασικό της πλεονέκτημα είναι ότι είναι τόσο απλή, που μπορεί να εφαρμοστεί πολύ εύκολα και να οδηγήσει γρήγορα σε αποτελέσματα.