Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και το παράξενο νόημά τους: Το παίνεμα στον νοικοκύρη και η ερωτική ιστορία
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς αναφέρονται βέβαια στον ερχομό του Άγιου Βασίλη. Υπάρχει όμως και μια άλλη παράλληλη ιστορία.
Τα κάλαντα είναι ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, που ψάλλουν, κυρίως, τα παιδιά στις παραμονές των μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνια (5 Ιανουαρίου).
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, τα οποία έχουν καθιερωθεί ως πανελλήνια, είναι γνωστά και ως «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά», ενώ οι στίχοι τους είναι κάπως δυσνόητοι όταν τους ακούσει, διαβάσει ή τραγουδήσει κάποιος, χωρίς να καταλάβει ακριβώς τι λένε.
Κοιτώντας πιο προσεκτικά, όμως, μπορεί κανείς να τους «αποκωδικοποιήσει» και να καταλάβει το νόημά τους. Οι στίχοι εκτυλίσσονται σε δύο παράλληλες «ιστορίες». Η πρώτη μιλά βέβαια για την ερχομό του νέου έτους και τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.
Αναφέρεται στην εθιμική πεποίθηση ότι ο Άγιος Βασίλειος ξεκινά το ταξίδι του από την Καισαρεία, όπου ζούσε, και επισκέπτεται όλους τους ανθρώπους για να τους ευλογήσει για τη νέα χρονιά, πράγμα που σημαίνει καλή σοδειά και καλή τύχη.
Ανάμεσα όμως από κάθε στίχο αυτής της ιστορίας, υπάρχει και ένας αντίστοιχος που αναφέρεται σε κάτι διαφορετικό, γεγονός που ορισμένες φορές κάνει τον συνδυασμό τους δυσνόητο.
Πρόκειται για το παίνεμα που απευθύνει ο καλαντιστής στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά του σπιτιού, προκειμένου να κερδίσει την ευμένειά του και να τον «φιλέψει» με καλούδια. Τα κάλαντα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχουν πάντα αυτό το διπλό νόημα: μιλούν για μία γιορτή και παράλληλα απευθύνονται στον παραλήπτη του μηνύματος.
Πιο συγκεκριμένα για τα ελληνικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, υπάρχει και μία ερμηνεία ότι έχουν ερωτικό περιεχόμενο. Κατά τον μεσαίωνα οι άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων, δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Οι μόνες μέρες που δικαιούνταν να το κάνουν ήταν στις γιορτές, εκεί τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Έτσι, στους στίχους του τραγουδιού το παλικάρι, μέσω του τραγουδιού, αποκαλεί την κοπέλα στην οποία απευθύνεται ψηλή δενδρολιβανιά, επειδή φορούσε τα ψηλά κωνικά καπέλα της εποχής. Την παρομοιάζει με τον θόλο της εκκλησίας, τόσο ψηλή. Διερωτάται, γιατί δεν τον καταδέχεται.
Το νόημα των δεύτερων αυτών στίχων μπορεί να διαβαστεί είτε σαν να απευθύνεται στην νοικοκυρά του σπιτιού είτε σε ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Το νόημα των στίχων
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά (Πρώτη του μήνα και πρώτη του χρόνου)
– Ψηλή μου δεντρολιβανιά – (Ψηλή σαν δεντρολιβανιά)
Κι αρχή καλός μας χρόνος
– Εκκλησιά με τ’ Άγιο Θόλος – (ψηλή σαν τον θόλο της εκκλησίας)
Άγιος Βασίλης έρχεται
– Και δε μας καταδέχεται – (Το κορίτσι δεν τον καταδέχεται)
Από την Καισαρεία
– Συ είσ’ αρχόντισσα κυρία – (Εσύ είσαι η αρχόντισσά μου)
Βαστάει πένα και χαρτί
– Ζαχαροκάντυο ζυμωτή – (Φτιαγμένη από ζάχαρη)
Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι (Το καλαμάρι που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα όταν έγραφαν με πένα ή μελάνι)
– Δες και με το παλικάρι – (Κοίτα και εμένα το παλικάρι)