«Κάλπικη Λίρα»: Μία κορυφαία ελληνική ταινία και μια «χαμένη» εικόνα της πρωτοχρονιάτικης Αθήνας
Η ιστορία μιας από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών και η σκηνή με το διάσημο πρωτοχρονιάτικο παζάρι της παλιάς Αθήνας.
Προβάλλεται συχνά στις τηλεοράσεις μας τις ημέρες κυρίως της Πρωτοχρονιάς. Και όχι άδικα αφού κάποιες από τις ιστορίες που διηγείται η ταινία, εκτυλίσσονται την Πρωτοχρονιά και δείχνουν την πρωτοχρονιάτικη Αθήνα μιας άλλης εποχής.
Ο λόγος για την «Ιστορία μιας κάλπικης λίρας» - όπως είναι ο πλήρης τίτλος της- μία ελληνική ταινία του 1955 με δραματική, αισθηματική και κωμική διάθεση. Όπως πολλές άλλες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, η «Κάλπικη Λίρα» έχει «κατακτήσει» κοινό σε πολλές διαφορετικές γενιές, με κάποιες από τις σκηνές της να έχουν αποτυπωθεί πλέον χαρακτηριστικά στην ποπ κουλτούρα.
Μία τέτοια σκηνή είναι αυτή με το πορτρέτο που έφτιαξε η Δημήτρης Χορν για την Έλλη Λαμπέτη, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτό δεν πουλιέται…μπορεί το μοντέλο να πουλήθηκε κάποτε, αλλά αυτό είναι ολότελα δικό μου».
«Κάλπικο είναι γενικά το χρήμα»
Η ταινία κυκλοφόρησε το 1955 σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, ενός σκηνοθέτη που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον ελληνικό κινηματογράφο («Ο μεθύστακας», «Το σωφεράκι», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Μια ζωή την έχουμε»).
Πρόκειται για την πρώτη ελληνική ταινία σπονδυλωτής άρθρωσης, καθώς εκτυλίσσεται σε τέσσερις ιδιαίτερες μικρές ιστορίες με κοινό, συνδετικό, στοιχείο μια κάλπικη λίρα που μεταφέρεται από τη μία ιστορία στην άλλη.
Στην ταινία υπάρχει αφηγητής, ο Δημήτρης Μυράτ, ο οποίος συνδέει τις 4 αυτές ιστορίες και κλείνει την ταινία με τη φράση: «Κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία... κάλπικο είναι, γενικά, το χρήμα...» , που αποτελεί και το κεντρικό νόημα όλου του έργου. Ο τρόπος με τον οποίο το χρήμα διαφεντεύει τις ζωές των ανθρώπων, οδηγεί τους διαφορετικούς χαρακτήρες της ταινίας σε μία κάλπικη ζωή.
Οι επιρροές του Γιώργου Τζαβέλλα από τον ιταλικό νεορεαλισμό είναι εμφανείς.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ηθοποιοί που διέγραψαν λαμπρή πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Ίλια Λιβυκού, ο Ορέστης Μακρής, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Σπεράντζα Βρανά, ο Δημήτρης Χορν, η Έλλη Λαμπέτη.
Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Επιτυχία από την αρχή
Η ταινία έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από ελληνικό κοινό και κριτικούς, από την πρώτη περίοδο προβολής της.
Παρά τα πενιχρά μέσα με τα οποία γυρίστηκε, η ταινία έκανε πολύ επιτυχημένο πέρασμα από τις κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς τη σεζόν που προβλήθηκε έκοψε 211.780 εισιτήρια, κάτι που αποτελεί ρεκόρ για την εποχή.
Διεθνής αναγνώριση
Παράλληλα, υπήρξε και η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1955, στη Σοβιετική Ένωση προβλήθηκε σε 1.000 κινηματογραφικές αίθουσες ταυτόχρονα.
Ο Ζορζ Σαντούλ (1904 - 1967), ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του κινηματογράφου, κατέταξε την «Κάλπικη Λίρα» μέσα στις 1.000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά.
Όπου κι αν «ταξίδεψε» η ταινία, την υποδέχτηκαν «ζεστά». Βραβεύτηκε στα φεστιβάλ Βενετίας, Μπάρι και Μόσχας ενώ είχε και επίσημη συμμετοχή στο φεστιβάλ των Καννών και σε αυτό του Κάρλοβι Βάρι.
Το 1985, 28 κριτικοί τη συμπεριέλαβαν μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.
Επανακυκλοφορία και ψηφιοποίηση
Το 2012 η ταινία επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες των κινηματογράφων. Την πρωτοβουλία αυτή πήρε ο κινηματογραφικός οργανισμός Καραγιάννης - Καρατζόπουλος, που ανέλαβε την ψηφιοποίηση της ταινίας. Σε αυτή τη μορφή προστέθηκε και χρώμα, σε σκηνές όπου εμφανίζεται η λίρα και είναι αυτή η νέα εκδοχή της ταινίας που συνήθως προβάλλεται σήμερα στην τηλεόραση.
«Παίξτε τη ζωή σας»
Η τελευταία ιστορία της «Κάλπικης Λίρας» αφορά τον φλογερό έρωτα ανάμεσα σε έναν νεαρό, άσημο –στην αρχή- ζωγράφο, τον Παύλο, και ένα πλουσιοκόριτσο που εγκαταλείπει τα πάντα για να ζήσει μαζί του, την Αλίκη. Τους υποδύονται ο Δημήτης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη. Όταν γυρίστηκε η ταινία, οι δυο ηθοποιοί ζούσαν ήδη τον θυελλώδη έρωτά τους και λέγεται ότι η σκηνοθετική οδηγία που τους έδωσε ο Τζαβέλλας ήταν: «Παίξτε τη ζωή σας». Άλλωστε το πάθος ξεχειλίζει στις σκηνές που ο Παύλος φιλοτεχνεί το πορτρέτο της Αλίκης, στο μικρό δωματιάκι που έμεναν στην Πλάκα.
Βέβαια, κάποιοι είπαν ότι η ιστορία αυτή είναι προφητική γιατί η Αλίκη και ο Παύλος στην ταινία χωρίζουν, κάτι που έμελλε να γίνει λίγα χρόνια αργότερα μεταξύ Χορν και Λαμπέτη.
Μια εικόνα της πρωτοχρονιάτικης Αθήνας που δεν υπάρχει πια
Μία πτυχή της ταινίας που αξίζει να προσέξει κανείς είναι αυτή στο τέλος της τρίτης ιστορίας, εκεί που αποτυπώνονται εικόνες από την ξέφρενη κίνηση της Αθήνας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Η ιστορία αφορά τη μικρή Φανίτσα (την υποδύεται η Μαρία Καλαμιώτου που σήμερα ζει στη Γαλλία). Η Φανίτσα είναι κόρη ενός μεροκαματιάρη μπογιατζή, ο οποίος πεθαίνει ξαφνικά, με αποτέλεσμα το κοριτσάκι να αναγκάζεται να ζητιανεύει προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα της, ώστε, μεταξύ άλλων, να πληρώνουν και το νοίκι στον τσιγκούνη ιδιοκτήτη του σπιτιού τους, τον Βασίλη, τον οποίο υποδύεται ο Ορέστης Μακρής. Ο Βασίλης μεταστρέφεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και γίνεται νέος πατέρας για τη Φανίτσα, σε μια νουάρ σκηνή, που είναι από τις πιο συγκινητικές στον ελληνικό κινηματογράφο.
Πριν από αυτό, η ταινία παρακολουθεί τη Φανίτσα να περιδιαβαίνει στους δρόμους της πρωτοχρονιάτικης Αθήνας, ζηλεύοντας τα παιχνίδια που φέρνει στα άλλα παιδιά ο Άγιος Βασίλης. Με μουσική υπόκρουση το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά», η κάμερα δείχνει για λίγο αυτήν την «έκρηξη ζωής», παρουσιάζοντας εικόνες από το υπαίθριο πρωτοχρονιάτικο παζάρι της οδού Αιόλου, το οποίο βρισκόταν στην ακμή του τη δεκαετία του ’50.
Ξεκινώντας από το ύψος περίπου των Χαυτείων και φτάνοντας μέχρι το Μοναστηράκι, τέτοιες μέρες η Αιόλου γέμιζε με πάγκους δεξιά και αριστερά, που πουλούσαν Άγιους Βασίληδες, κάθε λογής παιχνίδια, ελληνικά και ξένα, μπιχλιμπίδια αλλά και χρηστικά αντικείμενα. Το παζάρι ήταν «παράδεισος» για παιδιά και μεγάλους, μία συνήθεια για να περάσει κανείς καλά και να ψωνίσει φτηνά την Πρωτοχρονιά.
Αρκετά χρόνια αργότερα το παζάρι έπαψε να υπάρχει, όμως, όπως τόσα πολλά άλλα πράγματα στην «Κάλπικη Λίρα», η εικόνα του έμεινε ζωντανή για πάντα.