Πώς η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία
Η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης στις διαβουλεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο - Τα θολά σημεία και τα ερωτήματα.

Η δημιουργία σημαντικού «ταμειακού χώρου» με την εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες για τη χρηματοδότηση πακέτου παροχών με φοροελαφρύνσεις και εισοδηματικές ενισχύσεις, αποτελεί τη βασική επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στις διαβουλεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την οριστικοποίηση του μηχανισμού δημοσιονομικής ευελιξίας για τα εξοπλιστικά κονδύλια.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών τόνιζαν χαρακτηριστικά ότι η ελληνική πλευρά θέλει η εφαρμογή της ρήτρας να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ απελευθερώνοντας πόρους και σε χώρες όπως η Ελλάδα που ξοδεύει για εξοπλισμούς κοντά στο 3% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα σημείωναν ότι το όριο για τον προσδιορισμό των πρόσθετων δαπανών που δεν θα προσμετρώνται στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και στην οροφή για την αύξηση των πρωτογενών δαπανών, με βάση τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, θα πρέπει να προκύπτει από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο των αμυντικών δαπανών.
Η ρήτρα διαφυγής θα έχει τετραετή διάρκεια και δεν θα είναι οριζόντια καθώς κάθε χώρα θα θέτει τα όρια με βάση τις δεσμεύσεις του κρατικού προϋπολογισμού. Με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα έχει περιθώριο να αυξάνει τις δαπάνες για την άμυνα σε ποσοστό 0,5%-1% ετησίως χωρίς αυτό να σημαίνει αυτόματα ανάλογο δημοσιονομικό χώρο.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα θα αυξηθούν κατά περίπου 900 εκ. ευρώ το 2025, κατά 500 εκ. ευρώ το 2026 και κατά 150 εκ. ευρώ το 2027, με το συνολικό κονδύλι να κινείται στην περιοχή των 2 δις. ευρώ.
Η σημασία του «ταμειακού μαξιλαριού»
Την ίδια ώρα πέραν του μετρητή για το ύψος των δαπανών που θα κρίνει τον βαθμό ευελιξίας, ένα από τα βασικά ζητούμενα για την κυβέρνηση είναι η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα «ταμειακό μαξιλάρι» για ενίσχυση κοινωνικών παροχών με επίκεντρο τις φοροελαφρύνσεις στα μεσαία εισοδήματα. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης έχει συνδέσει τη μείωση φόρων με τις αποφάσεις που θα ληφθούν στην Ευρώπη για τη ρήτρα διαφυγής, λέγοντας πως όσο πιο γενναία είναι η απόφαση σε σχέση με την άμυνα, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο θα έχουμε με τους φόρους.
Στο μεταξύ σε ανάλυση της Alpha Bank για το νέο τοπίο στις αμυντικές δαπάνες και στην αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ευρώπη, αναφέρεται ότι συγκριτικά με άλλες χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας είναι από τα υψηλότερα και, το 2024, διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22%, το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ.
Τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες (% του ΑΕΠ) παρουσιάζουν η Πολωνία και οι ΗΠΑ, ενώ οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) δαπανούν πέριξ του 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.
Με βάση την ανάλυση των επιμέρους κατηγοριών των αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ το 2024 στην Ελλάδα το 55,9% των αμυντικών της δαπανών αφορούσε λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% ήταν δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), το 7,7% αφορούσε δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες και το 0,3% ήταν δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.
Σχετικά με τον αντίκτυπο της αύξησης των δαπανών στην ανάπτυξη της οικονομίας, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η συσχέτιση είναι μάλλον ασαφής, δεδομένης, μάλιστα, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν βασίζεται στη βαριά βιομηχανία, αλλά κυρίως στις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Το πόσο σημαντικός θα είναι ο αντίκτυπος στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, στα επόμενα χρόνια, θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει η χώρα να κατευθύνει επιπλέον πόρους προς τον τομέα της άμυνας.