Οι κρυφές «παγίδες» των προϊόντων χωρίς γλουτένη - Πώς οδηγούν σε αύξηση βάρους, τι δείχνει μελέτη
Κατά μέσο όρο, τα gluten-free προϊόντα έχουν λιγότερη πρωτεΐνη, περισσότερη ζάχαρη και περισσότερες θερμίδες σε σύγκριση με τις εναλλακτικές τους.

Όταν ακούτε τη φράση «χωρίς γλουτένη», ίσως φαντάζεστε έναν υγιεινό τρόπο ζωής και ένα καλλίγραμμο σώμα.
Ωστόσο, μια νέα μελέτη φέρνει δυσάρεστα νέα: Πολλά προϊόντα χωρίς γλουτένη περιέχουν υψηλές ποσότητες ζάχαρης και θερμίδων, στερούνται βασικών θρεπτικών συστατικών όπως φυτικές ίνες και πρωτεΐνες, ενώ παράλληλα είναι πιο ακριβά.
Δημοσιευμένη στο επιστημονικό περιοδικό Plant Foods for Human Nutrition, η μελέτη εξέτασε 39 προϊόντα χωρίς γλουτένη και τα συνέκρινε με τις αντίστοιχες εκδοχές τους που περιέχουν γλουτένη, σύμφωνα με το New York Post.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, κατά μέσο όρο, τα gluten-free προϊόντα είχαν σημαντικά λιγότερη πρωτεΐνη, περισσότερη ζάχαρη και περισσότερες θερμίδες σε σύγκριση με τις εναλλακτικές τους.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι τα προϊόντα χωρίς γλουτένη είναι ιδανικά για τον έλεγχο του βάρους – στην πραγματικότητα, τα ευρήματα υποδηλώνουν το ακριβώς αντίθετο.
Το 81% των ατόμων που ακολούθησαν διατροφή χωρίς γλουτένη παρουσίασαν αύξηση βάρους
Η νέα αυτή μελέτη προστίθεται σε άλλες που δείχνουν ότι, εκτός αν υπάρχει πραγματική αλλεργία ή δυσανεξία στη γλουτένη, η αποφυγή της μπορεί να μην είναι η πιο υγιεινή επιλογή.
Έρευνα του 2021 έδειξε ότι το 81% των ατόμων που ακολούθησαν διατροφή χωρίς γλουτένη παρουσίασαν αύξηση βάρους μέσα σε δύο χρόνια.
Σε μια άλλη μελέτη του 2012, ο δείκτης μάζας σώματος (BMI) ασθενών με κοιλιοκάκη αυξήθηκε από 24 σε 24,6 μετά την υιοθέτηση διατροφής χωρίς γλουτένη, με τη μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται σε όσους την τηρούσαν αυστηρά.
Πέρα από την αυξημένη θερμιδική αξία, ένα ακόμη πρόβλημα εντοπίζεται στη διαδικασία παραγωγής αυτών των προϊόντων.
«Πολλά προϊόντα χωρίς γλουτένη στερούνται διαιτητικών ινών, πρωτεϊνών και βασικών θρεπτικών συστατικών», επισημαίνει ο Sachin Rustgi, καθηγητής μοριακής βελτίωσης στο Πανεπιστήμιο Clemson, σε άρθρο του στο The Conversation.
«Οι κατασκευαστές προσθέτουν συχνά συμπληρώματα για να αντισταθμίσουν αυτές τις ελλείψεις, ωστόσο η ενσωμάτωση φυτικών ινών κατά την επεξεργασία μπορεί να εμποδίσει την πέψη των πρωτεϊνών».
Ο Rustgi, ο οποίος ήταν συν-συγγραφέας της μελέτης, τόνισε επίσης ότι τα περισσότερα προϊόντα χωρίς γλουτένη δεν περιέχουν σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι και βρώμη – δημητριακά πλούσια σε αραβινοξυλάνη, μια αδιάλυτη φυτική ίνα που συμβάλλει στην καλή λειτουργία του εντέρου και αποτρέπει τη δυσκοιλιότητα.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα, το οποίο υποστηρίζουν και άλλοι ειδικοί, ότι μια διατροφή χωρίς γλουτένη θα πρέπει να ακολουθείται μόνο από άτομα που πάσχουν από κοιλιοκάκη ή έχουν δυσανεξία στη γλουτένη.
Παρ’ όλα αυτά, περίπου το 25% των Αμερικανών καταναλώνει προϊόντα χωρίς γλουτένη, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από το 1% του πληθυσμού που εκτιμάται ότι πάσχει από κοιλιοκάκη.