Eurοstat: Το 20% των Ελλήνων δεν μπορεί να ζεσταθεί επαρκώς - Στην στέγαση το 1/3 του εισοδήματος
Αποκαλυπτικά τα στοιχεία της Eurostat για το οικονομικό βάρος των ελληνικών νοικοκυριών για στέγαση και συντήρηση κατοικιών. Τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Δυσανάλογο οικονομικό βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα ελληνικά νοικοκυριά λόγω χαμηλών εισοδημάτων, σχεδόν ένας στους πέντε αδυνατεί να κρατήσει ζεστό το σπίτι του , ενώ η πλειονότητα μένει σε μικρά σπίτια σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
To 2023, το 19,2% των κατοικιών στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να διατηρηθεί επαρκώς ζεστό όταν στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 10,6%. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Ισπανία, την Πορτογαλία (και οι δύο 20,8%) και τη Βουλγαρία (20,7%) και τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο (2,1%), τη Φινλανδία (2,6%) και τη Σλοβενία (3,6%).
Όσον αφορά τη διαρροή της στέγης, τους υγρούς τοίχους, τα δάπεδα ή τα θεμέλια ή τη σήψη στα κουφώματα ή το δάπεδο, το 15,5% του πληθυσμού της ΕΕ είχε τέτοιο πρόβλημα το 2023. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Κύπρο (31,6%), την Πορτογαλία (29,0%) και την Ισπανία (23,0%).
Δυσβάστακτο το κόστος στέγασης
Πάνω από το ένα τρίτο του διαθέσιμου εισοδήματός τους αφιερώνουν οι Έλληνες σε έξοδα σπιτιού, περισσότερο δηλαδή από κάθε άλλα χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι ο πληθωρισμός στη χώρα έχει αυξηθεί συγκριτικά λιγότερο στο μπλοκ από το 2010 και ενώ τα ενοίκια εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από το απόγειο της αγοράς πριν την κρίση. Όπως προκύπτει από σχετική έκθεση της Eurostat, το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός μας αφορά το ενοίκιο, λογαριασμούς, δόσεις στεγαστικών δανείων και άλλες δαπάνες για το νοικοκυριό. Το ποσοστό αυτό απέχει πολύ από τον μέσο όρο του 19,7% που αφιερώνουν οι Ευρωπαίοι σε πάγια έξοδα για το σπίτι, αλλά και από το 27,6% που δίνουν οι Δανοί, η αμέσως επόμενη χώρα στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα στα έξοδα σπιτιού. Τελευταία στην κατάταξη βρίσκεται η Κύπρος, όπου ο κόσμος δίνει μόλις 11,6% από το διαθέσιμο εισόδημα για το σπίτι.
Μόλις 1 στους 10 έκανε ενεργειακές βελτιώσεις στην οικία του
Το 25,5% των κατοίκων της ΕΕ, ηλικίας 16 ετών και άνω, ζούσε σε κατοικίες στις οποίες η ενεργειακή απόδοση είχε βελτιωθεί τα τελευταία 5 χρόνια, κυρίως με την αναβάθμιση της θερμομόνωσης στους εξωτερικούς τοίχους, τις οροφές ή τα δάπεδα, την αντικατάσταση των παραθύρων με μονό τζάμι με διπλά ή τριπλά τζάμια και την εγκατάσταση αποδοτικότερων συστημάτων θέρμανσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Ολλανδία (59%), την Εσθονία (47%) και τη Λετονία (37%) και τα χαμηλότερα στη Μάλτα (8%), την Ελλάδα (12%), την Ισπανία και την Κύπρο (και οι δύο 15%).Η σημαντική υποχώρηση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια καταγράφεται -μεταξύ άλλων- στα στοιχεία για την κατάσταση κατοικιών και διαβίωσης στα σπίτια της Ευρώπης του 2024.
Τα σχετικά στοιχεία της Eurostat -αφορούν το 2023- φανερώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών στα σπίτια τους, την οικονομική τους κατάσταση, το εάν μένουν σε ιδιόκτητα σπίτια ή στο ενοίκιο και πολλά άλλα.
Ξεχωρίζουν οι αρνητικές πρωτιές της Ελλάδας ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση στην αύξηση του κόστους στέγασης από το 2010 έως το 2023 και η μεγάλη άνοδος στις καθυστερήσεις πληρωμής λογαριασμών των νοικοκυριών.
Η πανδημία επηρέασε την ιδιοκατοίκηση
Για την Ελλάδα, το ποσοστό των ατόμων που μένουν σε ιδιόκτητα σπίτια έχει υποχωρήσει σημαντικά στη μετά της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19 εποχή.
Ειδικότερα, το ποσοστό των ατόμων που έμεναν για το 2023 σε ιδιόκτητο σπίτι στη χώρα μας ήταν στο 69,6% έναντι 30,4% που ζούσαν σε ενοικιαζόμενες κατοικίες. Το 2020 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν στο 73,9% και στο 26,1% αντίστοιχα.
Πανευρωπαϊκά το 69% του πληθυσμού στην ΕΕ ήταν ιδιοκτήτες κατοικιών, ενώ το υπόλοιπο 31% ζούσε σε ενοικιαζόμενες κατοικίες. Τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (96% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριό που κατείχε το σπίτι του), τη Σλοβακία (94%), την Κροατία και την Ουγγαρία (και οι δύο 91%).
Σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από τη Γερμανία, η ιδιοκτησία ήταν πιο διαδεδομένη. Στη Γερμανία, η ενοικίαση ήταν κάπως πιο συνηθισμένη με το 52% του πληθυσμού να είναι ενοικιαστές. Ακολούθησαν η Αυστρία (46%) και η Δανία (40%).
Η κατανομή του πληθυσμού ανά τύπο κατοικίας (house -όπως αναφέρεται από την Eurostat-, διαμέρισμα ή άλλο) διαφέρει μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Διαφέρει επίσης ανάλογα με το αν ζείτε σε πόλη, κωμόπολη ή προάστιο ή σε αγροτική περιοχή.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ατόμων που ζούσε σε μονοκατοικία ανήλθε το 40,6% και το ποσοστό όσων ζούσαν σε διαμέρισμα στο 59,4%. Πανευρωπαϊκά, το 51,7% του πληθυσμού ζούσε σε σπίτι, ενώ το 47,7% ζούσε σε διαμέρισμα (και το 0,6% ζούσε σε άλλα καταλύματα, όπως π.χ. οικίσκους και φορτηγά).
Οι μονοκατοικίες είναι πιο διαδεδομένες στα δύο τρίτα των χωρών της ΕΕ. Η Ιρλανδία (90%) κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε σπίτι, ακολουθούμενη από την Ολλανδία (79%), το Βέλγιο και την Κροατία (και οι δύο 77%).
Τα υψηλότερα ποσοστά για τα διαμερίσματα παρατηρήθηκαν στην Ισπανία (66%), τη Λετονία (65%, στοιχεία 2021), τη Μάλτα (63%) και τη Γερμανία (61%).
Στις πόλεις, το 72% του πληθυσμού της ΕΕ ζούσε σε διαμέρισμα και το 27% σε σπίτι. Για τις πόλεις και τα προάστια, τα ποσοστά ήταν 56% των ανθρώπων που ζούσαν σε σπίτι και 43% σε διαμέρισμα, ενώ στις αγροτικές περιοχές το 82% του πληθυσμού ζούσε σε σπίτι και μόνο το 17% σε διαμέρισμα.
Αριθμός δωματίων ανά άτομο
Το μέγεθος των κατοικιών μπορεί να μετρηθεί ως ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο. Στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν 1,3 δωμάτια ανά άτομο. Πανευρωπαϊκά το 2023 υπήρχαν κατά μέσο όρο 1,6 δωμάτια ανά άτομο στην ΕΕ.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ο μεγαλύτερος αριθμός καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο και τη Μάλτα (2,2 δωμάτια ανά άτομο), ακολουθούμενος από το Βέλγιο και την Ολλανδία (2,1 δωμάτια).
Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκονταν η Πολωνία (1,1 δωμάτια) και η Κροατία, η Λετονία (στοιχεία για το 2021), η Ρουμανία και η Σλοβακία (όλες με 1,2 δωμάτια κατά μέσο όρο ανά άτομο).
Στην Ελλάδα καταγράφηκαν 2,4 άτομα ανά νοικοκυριό όταν στην ΕΕ αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 2,3 άτομα ανά νοικοκυριό.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ο αριθμός αυτός κυμαινόταν από 3,1 άτομα στη Σλοβακία, 2,9 στην Πολωνία, 2,7 στην Κροατία και την Ιρλανδία έως 2,0 άτομα στη Γερμανία, τη Δανία και τη Σουηδία και 1,9 άτομα στη Φινλανδία και τη Λιθουανία.
Υπερπληθυσμός
Η ποιότητα της στέγασης μπορεί να μετρηθεί με πολλούς τρόπους. Ο ένας είναι αν οι άνθρωποι ζουν σε ένα σπίτι. Στην Ελλάδα το 26,9% των πολιτών ζούσε σε overcrowded νοικοκυριά, όταν στην ΕΕ ήταν στο 16,8% Το 2023, τα υψηλότερα ποσοστά υπερπληθυσμού εντοπίστηκαν στη Λετονία (40,9%), τη Ρουμανία (40,0%) και τη Βουλγαρία (34,9%) και τα χαμηλότερα στην Κύπρο (2,2%), τη Μάλτα (2,4%) και την Ολλανδία (3,8%).
Το χαμηλότερο ποσοστό για under-occupied κατοικία
Το αντίθετο του υπερπλήρους σπιτιού είναι τα under-occupied νοικοκυριά, αυτά που θεωρούνται πολύ μεγάλα για τις ανάγκες του νοικοκυριού που ζει σε αυτό. Η κλασική αιτία είναι τα ηλικιωμένα άτομα ή ζευγάρια που παραμένουν στο σπίτι τους αφού τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει και φύγει.
Στην ΕΕ το 2023, το ένα τρίτο του πληθυσμού (33,3%) ζούσε σε under-occupied κατοικία, ποσοστό που παραμένει αρκετά σταθερό από το 2010.
Το 2023, τα υψηλότερα ποσοστά under-occupied κατοικιών καταγράφηκαν στην Κύπρο (71,3%), τη Μάλτα (69,2%) και την Ιρλανδία (66,0%) και τα χαμηλότερα στη Ρουμανία (7,2%), τη Λετονία (9,8%) και την Ελλάδα (12,3%).