Επιστήμονες έλυσαν το μυστήριο της «μούμιας που ουρλιάζει» – Τι είναι η επιθανάτια κραυγή
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι η γυναίκα ήταν 48 ετών όταν πέθανε - Τι είναι ο πτωτικός σπασμός.
Με το στόμα της ορθάνοιχτο, «κλειδωμένη» για μια αιωνιότητα σε κάτι που μοιάζει να είναι μια κραυγή, μια αρχαία Αιγύπτια αιχμαλώτισε τη φαντασία των αρχαιολόγων που ανακάλυψαν τα μουμιοποιημένα λείψανά της το 1935 σε έναν τάφο κοντά στο Λούξορ.
Γοητευμένη ακόμα από τη «μούμια που ουρλιάζει» που πέθανε πριν από περίπου 3.500 χρόνια, μια διαφορετική ομάδα επιστημόνων χρησιμοποίησε πρόσφατα την αξονική τομογραφία για να αποκαλύψει λεπτομέρειες σχετικά με τη μορφολογία, τις συνθήκες υγείας και τη διατήρηση της μούμιας και χρησιμοποίησε υπέρυθρη απεικόνιση και άλλες προηγμένες τεχνικές για την «εικονική ανατομή» των λειψάνων της μούμιας προσπαθώντας να κατανοήσει τι μπορεί να προκάλεσε την εντυπωσιακή έκφραση του προσώπου της.
Τα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή στο περιοδικό Frontiers in Medicine, αποκάλυψαν ότι η γυναίκα ήταν 48 ετών όταν πέθανε, με βάση την ανάλυση μιας άρθρωσης της λεκάνης που αλλάζει με την ηλικία και ορισμένες πτυχές της διαδικασίας που χρησιμοποιήθηκε για τη μουμιοποίησή της ξεχώρισαν.
Νέα ανάλυση επιστημόνων δείχνει ότι πέθανε «ουρλιάζοντας από την αγωνία» πριν από περίπου 3.000 χρόνια.
Ο Σαχάρ Σαλέμ από το Πανεπιστήμιο του Καΐρου και η Σαμί Αλ-Μερτγκάνι από το Υπουργείο Τουρισμού και Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου αποφάσισαν να εξετάσουν εκ νέου αυτή τη μούμια.
Πτωματικός σπασμός
Με αξονικές τομογραφίες οι επιστήμονες απέδειξαν ότι μπορεί να πέθανε μέσα στην αγωνία και να έπαθε μια σπάνια μορφή μυϊκής δυσκαμψία, που ονομάζεται πτωματικός σπασμός, ο οποίος εμφανίζεται τη στιγμή του θανάτου.
Η εξέταση έδειξε ότι η γυναίκα ήταν περίπου 48 ετών όταν πέθανε, ζούσε με ήπια αρθρίτιδα της σπονδυλικής στήλης και είχε χάσει κάποια δόντια, δήλωσε ο καθηγητής ακτινολογίας του Πανεπιστημίου του Καΐρου Sahar Saleem, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή (02.08.2024) στο περιοδικό Frontiers in Medicine.
Το σώμα της ήταν καλά διατηρημένο, καθώς είχε ταριχευθεί πριν από περίπου 3.500 χρόνια κατά τη διάρκεια της λαμπρής περιόδου του Νέου Βασιλείου της αρχαίας Αιγύπτου, χρησιμοποιώντας εισαγόμενα συστατικά, όπως έλαιο αρκεύθου και ρητίνη λιβανιού, πρόσθεσε ο Saleem.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ότι η διατήρηση του σώματος μετά το θάνατο ήταν ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση μιας άξιας ύπαρξης στη μετά θάνατον ζωή. Ήταν σύνηθες κατά τη διαδικασία της μουμιοποίησης να αφαιρούνται τα εσωτερικά όργανα, εκτός από την καρδιά, αλλά αυτό δεν είχε συμβεί με αυτή τη γυναίκα.
«Στην αρχαία Αίγυπτο, οι ταριχευτές φρόντιζαν το νεκρό σώμα ώστε να είναι όμορφο για τη μετά θάνατον ζωή. Γι’ αυτό και φρόντιζαν να κλείνουν το στόμα των νεκρών δένοντας τη σιαγόνα στο κεφάλι για να αποτρέψουν τη φυσιολογική μεταθανάτια πτώση της σιαγόνας», δήλωσε ο Saleem.
Ο επιστήμονας απέκλεισε το ενδεχόμενο η διαδικασία μουμιοποίησης να ήταν απρόσεκτη και οι ταριχευτές να είχαν απλώς παραλείψει να κλείσουν το στόμα της. «Στην πραγματικότητα, τη μουμιοποίησαν καλά και της έδωσαν ακριβά ταφικά ενδύματα – δύο ακριβά δαχτυλίδια από χρυσό και ασήμι και μια μακριά περούκα με μαλλιά από ίνες χουρμαδιάς», πρόσθεσε ο Saleem.
«Οι συνθήκες θανάτου αυτής της γυναίκας είναι άγνωστες, συνεπώς η αιτία της έκφρασης του προσώπου της δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα».
Ο πτωματικός σπασμός, εμφανίζεται μετά από σοβαρή σωματική ή συναισθηματική ταλαιπωρία, με τους συσπασμένους μύες να γίνονται άκαμπτοι αμέσως μετά το θάνατο, δήλωσε ο Saleem.
«Σε αντίθεση με τη μεταθανάτια ακαμψία, ο πτωματικός σπασμός επηρεάζει μόνο μια ομάδα μυών και όχι ολόκληρο το σώμα», πρόσθεσε ο Saleem.
Ερωτηθείς αν η γυναίκα μπορεί να είχε ταριχευθεί όσο ήταν ζωντανή, ο Saleem πρόσθεσε: «Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι δυνατόν».
Η «Γυναίκα που ουρλιάζει» βρέθηκε στην περιοχή της αρχαίας πόλης των Θηβών κατά την ανασκαφή του τάφου ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου ονόματι Σενμούτ, αρχιτέκτονα, επόπτη βασιλικών έργων και φημολογούμενου εραστή της βασίλισσας Χατσεπσούτ, η οποία βασίλευσε από το 1479-1458 π.Χ.
Η μούμια βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο φέρετρο σε έναν ταφικό θάλαμο κάτω από τον οικογενειακό τάφο του Σενμούτ. Η ταυτότητά της δεν έχει προσδιοριστεί, αλλά τα κοσμήματά της – τα χρυσά και ασημένια δαχτυλίδια με εικόνες σκαραβαίων σκαθαριών, σύμβολο της ανάστασης, κατασκευασμένα από τον πολύτιμο λίθο ίασπις – έδειχναν την κοινωνικοοικονομική της κατάσταση.
«Ήταν πιθανότατα ένα στενό μέλος της οικογένειας για να ταφεί και να μοιραστεί την αιώνια ανάπαυση της οικογένειας», δήλωσε ο Saleem.
Πολλές αρχαίες μούμιες, στην Αίγυπτο και την Αμερική, έχουν βρεθεί με εκφράσεις προσώπου που μοιάζουν με κραυγή – τρομακτικά παρόμοιες με την «Κραυγή του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ.
«Χρησιμοποιώ αυτόν τον πίνακα στις δημόσιες διαλέξεις μου για τις μούμιες που ουρλιάζουν», δήλωσε ο Saleem.