Από τη δεκαετία του '70, Αιγυπτιολόγοι, συγγραφείς και μελετητές έχουν ερευνήσει την καταγωγή και το χρώμα των αρχαίων Αιγυπτίων. Κάποιοι πιστεύουν ότι προέρχονται από φυλές της υποσαχάριας Αφρικής, επομένως το χρώμα του δέρματός τους ήταν μαύρο. Κάποιοι άλλοι αντιδρούν, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπήρξαν ποτέ σπουδαίοι πολιτισμοί που αποτελούνταν από ανθρώπους τέτοιου χρώματος, κάτι που φυσικά είναι απολύτως ανακριβές.
Το αρχικό πρόβλημα εντοπίστηκε στο γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί η αλληλουχία DNA στις μούμιες, μέχρι που μια ομάδα διεθνών ερευνητών χρησιμοποίησε μοναδικές μεθόδους για να ξεπεράσει τα εμπόδια.
Από που κατάγονται οι αρχαίοι Αιγύπτιοι
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατάγονται από την περιοχή του Λεβάντε που εντοπίζεται στη Μέση Ανατολή.
Συνδέονται στενότερα με τους λαούς εκείνης της περιοχής που βρέχεται από την Ανατολική Μεσόγειο και περιλαμβάνει χώρες όπως οι: Τουρκία, Ιράκ, Ισραήλ, Ιορδανία, Συρία και Λίβανος. Οι μούμιες που χρησιμοποιήθηκαν στην επιστημονική μελέτη προέρχονταν από το «Νέο Βασίλειο» και μια μεταγενέστερη περίοδο, όταν η Αίγυπτος βρισκόταν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία.
Οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι μοιράζονται το 8% του γονιδιώματός τους με κεντροαφρικανικές φυλές, κάτι που δεν συνέβαινε με τους προγόνους τους, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications.
Η «εισροή» γονιδίων της υποσαχάριας περιοχής συνέβη μόνο κατά την περίοδο των τελευταίων 1.500 ετών. Αυτό αποδίδεται στο εμπόριο σκλάβων μέσω της ερήμου Σαχάρα αλλά και στο συχνό εμπόριο μεταξύ των δύο κόσμων. Άλλωστε διαχρονικά, ο «ιερός» Νείλος ήταν το μονοπάτι που ευνοούσε τη διακίνηση εμπορευμάτων και ατόμων.
Ποιοι λαοί εισέβαλαν στην Αίγυπτο
Έλληνες, Ρωμαίοι και Άραβες ήταν μεταξύ των λαών που άφησαν το αποτύπωμά τους στη «χώρα των Φαραώ».
Η Αίγυπτος κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας κατακτήθηκε πολλές φορές, από τον Μέγα Αλέξανδρο, τους Ρωμαίους, τους Άραβες και άλλους λιγότερο εμβληματικούς πολιτισμούς. Οι ερευνητές ήθελαν να μάθουν εάν αυτά τα συνεχή κύματα των εισβολέων προκάλεσαν σημαντικές γενετικές αλλαγές στον πληθυσμό με την πάροδο του χρόνου.
Ο Wolfgang Haak, επικεφαλής της ομάδας ερευνητών στο γερμανικό Ινστιτούτο Γεωανθρωπολογίας Max Planck, σημειώνει: «Η γενετική της κοινότητας Abusir el-Meleq δεν υπέστη σημαντικές αλλαγές στο πέρασμα 1.300 ετών, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο πληθυσμός παρέμεινε γενετικά ανεπηρέαστος από την ξένη κατάκτηση και κυριαρχία».
Όπως υποστηρίζει η μελέτη, ιστορικά υπήρξε πρόβλημα εύρεσης άθικτου DNA από τις αρχαίες μούμιες των Αιγυπτίων: «Το ζεστό αιγυπτιακό κλίμα, τα υψηλά επίπεδα υγρασίας σε πολλούς τάφους και ορισμένες από τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στις τεχνικές μουμιοποίησης, συμβάλλουν στην υποβάθμιση του DNA και πιστεύεται ότι καθιστούν απίθανη τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του DNA στις αιγυπτιακές μούμιες», αναφέρει ο επικεφαλής ερευνητής.
Θεωρήθηκε επίσης, ότι ακόμη και αν ανακτηθεί γενετικό υλικό μπορεί να μην είναι αξιόπιστο. Κι όμως ο επικεφαλής της μελέτης Johannes Krause και οι συνεργάτες του, μπόρεσαν να εισάγουν ισχυρές τεχνικές προσδιορισμού και επαλήθευσης αλληλουχίας DNA ολοκληρώνοντας την πρώτη επιτυχημένη γονιδιωματική δοκιμή σε αρχαίες αιγυπτιακές μούμιες.
Τα ευρήματα που εξετάστηκαν προέρχονταν από το Abusir el-Meleq, έναν αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται κατά μήκος του Νείλου σε απόσταση 115 χιλιομέτρων νότια του Καΐρου. Η νεκρόπολη φιλοξενεί μούμιες οι οποίες εμφανίζουν πτυχές που αποκαλύπτουν μια αφιέρωση στη λατρεία του Όσιρι, του Θεού της μεταθανάτιας ζωής.
Τι υλικό μελέτησαν οι επιστήμονες
Για τη μελέτη αυτή οι επιστήμονες πήραν δείγματα δοντιών, οστών και μαλακών ιστών.
Αρχικά ελήφθησαν τα μιτοχονδριακά γονιδιώματα από 90 μούμιες. Από αυτά ο Krause και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να πάρουν ολόκληρο το υλικό μόνο από τις τρεις. Τα δόντια και τα οστά πρόσφεραν το περισσότερο DNA. Προστατεύονταν, μάλιστα, από τον μαλακό ιστό που είχε διατηρηθεί κατά τη διαδικασία της ταρίχευσης.
Οι ερευνητές μετέφεραν αυτά τα δείγματα σε εργαστήριο της Γερμανίας και ξεκίνησαν αποστειρώνοντας το δωμάτιο. Στη συνέχεια εξέθεσαν τα δείγματα σε υπεριώδη ακτινοβολία για μία ώρα, πετυχαίνοντας να εκτελέσουν την αλληλουχία DNA.
Οι επιστήμονες συγκέντρωσαν και σύγκριναν δεδομένα της αιγυπτιακής ιστορίας με εκείνα της Βορείου Αφρικής για να θέσουν τις ανακαλύψεις τους σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Ήθελαν να μάθουν ποιες αλλαγές είχαν συμβεί με την πάροδο του χρόνου και για να τις ανακαλύψουν, σύγκριναν το γονιδίωμα από τις μούμιες με αυτό 100 σύγχρονων Αιγυπτίων και 125 Αιθιόπων. «Για 1.300 χρόνια, βλέπουμε πλήρη γενετική συνέχεια», τόνισε ο Krause.
Η αρχαιότερη μούμια χρονολογούνταν από την εποχή του «Νέου Βασιλείου» το 1.388 π.Χ., όταν η Αίγυπτος βρισκόταν στον κολοφώνα της παγκόσμιας δύναμης και δόξας. Η νεότερη χρονολογούνταν από το 426 μ.Χ. όταν η χώρα βρισκόταν υπό την κατοχή των Ρωμαίων. Η ικανότητα απόκτησης γονιδιωματικών δεδομένων για τους αρχαίους Αιγύπτιους ήταν ένα κομβικής σημασίας επίτευγμα, το οποίο άνοιξε νέους δρόμους στις επιστημονικές έρευνες.
Ένας περιορισμός σύμφωνα με την έκθεση ήταν ότι «όλα τα γενετικά δεδομένα ελήφθησαν από μία μόνο τοποθεσία στη Μέση Αίγυπτο και μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικά για όλη την αρχαία Αίγυπτο». Στα νότια της χώρας, ίσως η γενετική σύνθεση των ανθρώπων να ήταν διαφορετική, καθώς ήταν πιο κοντά στο εσωτερικό της Αφρικής.
Τι θέλουν να πετύχουν οι επιστήμονες στο μέλλον
Οι ερευνητές επιθυμούν να προσδιορίσουν πότε ακριβώς τα γονίδια της υποσαχάριας Αφρικής εισχώρησαν στο αιγυπτιακό DNA και γιατί.
Θέλουν ακόμα να μάθουν με ακρίβεια από που προήλθαν οι ίδιοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ταυτοποιήσουν ακόμα πιο παλιό DNA και όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Krause να γυρίσουν «πίσω στον χρόνο, στην προϊστορία».
Χρησιμοποιώντας την αλληλουχία DNA υψηλής απόδοσης και τις σύγχρονες τεχνικές ελέγχου ταυτότητας, οι ερευνητές απέδειξαν ότι μπορούν να ανακτήσουν αξιόπιστο υλικό από μούμιες, παρά τις συνέπειες του κλίματος της περιοχής και τις «ευάλωτες» τεχνικές ταρίχευσης.
Περαιτέρω δοκιμές, πιθανότατα θα συνεισφέρουν περισσότερες και πιο σημαντικές γνώσεις στην κατανόησή μας για τους αρχαίους Αιγύπτιους, βοηθώντας να καλυφθούν τα κενά στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.