Είναι αλήθεια ότι οδεύουμε προς μία παγκόσμια ύφεση;
Γιατί δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και πώς τα βλέπουν οι ειδικοί.
Οι δασμοί που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, «άναψαν φωτιές» στις χρηματιστηριακές αγορές ολόκληρου του πλανήτη, όπως αναφέρει ανάλυση του BBC, ωστόσο αυτό σημαίνει ότι οδεύουμε προς μία παγκόσμια ύφεση;
Το πρώτο που πρέπει να τονίζουμε είναι πως ο,τιδήποτε συμβαίνει στις χρηματιστηριακές αγορές δεν είναι το ίδιο με το τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία – η πτώση, για παράδειγμα, των μετοχών δε σημαίνει απαραίτητα ότι η οικονομία δεν πάει καλά. Κάποιες φορές, όμως, σημαίνει αυτό ακριβώς.
Όπως τονίζει το BBC, η δραματική πτώση των τιμών των μετοχών, όπως η πρόσφατη, σημαίνει ότι υπάρχει μία θεσμική αβεβαιότητα για τα μελλοντικά κέρδη των εταιρειών που απαρτίζουν τους δείκτες των χρηματιστηρίων ανά τον κόσμο.
Αυτό που οι αγορές λογικά πιστεύουν είναι ότι οι αυξημένοι δασμοί θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους των εταιρειών και, κατά συνέπεια, μείωση των κερδών.
Πότε μπαίνει μία οικονομία σε ύφεση
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η ύφεση είναι αναπόφευκτη, αλλά οι πιθανότητες αυξήθηκαν δραματικά από τη στιγμή που ο Τραμπ ανακοίνωσε τους υψηλότερους δασμούς που έχουμε δει εδώ και έναν αιώνα.
Μία οικονομία θεωρείται ότι μπήκε σε ύφεση όταν το ΑΕΠ της χώρας υποχωρεί για δύο συνεχόμενα τρίμηνα.
Πράγμα που σημαίνει ότι τουλάχιστον οι ευρωπαϊκές χώρες απέχουν ακόμα τουλάχιστον έξι μήνες από το να μπούν σε ύφεση.
Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι ιστορικά δεν υπήρξαν πολλές περίοδοι παγκόσμιας ύφεσης.
Είχαμε μία κατά τη δεκαετία του 1930, άλλη μία στον απόηχο της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, αλλά και την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού όταν είδαμε συγχρονισμένες πτωτικές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Τι βλέπουν οι αναλυτές
Πολλοί ειδικοί αναλυτές θεωρούν απίθανο να δούμε κάτι τόσο ευρύ και στον απόηχο των δασμών που επέβαλε σχεδόν σε όλες τις χώρες του πλανήτη η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Όμως, οι ειδικοί αναλυτές θεωρούν ότι έχουν αυξηθεί δραματικά οι πιθανότητες για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Μεγάλη Βρετανία μετά από αυτή την κίνηση της Ουάσιγκτον,
Στα θετικά είναι η δήλωση της Βρετανίδας υπουργού Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, ότι το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης ενδέχεται να υποχωρήσει κατά 5 με 6 δισεκατομμύρια στερλίνες ετησίως, καθώς οι επενδυτές έχουν αρχίσει να στρέφονται προς κυβερνητικά ομόλογα χωρών που προσφέρουν σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αυτό, φυσικά, ισχύει και για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι πιθανό να δουν τα επιτόκια των ομολόγων τους να συνεχίζουν την πτωτική τους τάση και το επόμενο διάστημα.