Σπουδαία ανακάλυψη στην Τουρκία: Στο φως άγαλμα του Ερμή ύψους 1,65 μέτρων
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικό εύρημα στην Άσπενδο, αρχαία ελληνική πόλη στην περιοχή της Παμφυλίας στη Μικρά Ασία.

Πολύ σημαντικά ευρήματα έφεραν στο φως οι αρχαιολόγοι στην αρχαία ελληνική πόλη Άσπενδο, στην περιοχή της Παμφυλίας στη Μικρά Ασία, περίπου 40 χλμ. ανατολικά από τη σημερινή Αττάλεια της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, στο πλαίσιο του έργου Heritage To The Future, ανακαλύφθηκε το άγαλμα του Ερμή από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική Περίοδο.
Σύμφωνα με τον Τούρκο υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, Μεχμέτ Νουρί Ερσόι, στην ίδια περιοχή ανακαλύφθηκαν επίσης τα κεφάλια της Αφροδίτης και του Έρωτα και γλυπτά της Αρτέμιδος και της Νέμεσης.
H ανακοίνωση του υπουργείου αναφέρει ότι το μαρμάρινο άγαλμα του Ερμή βρέθηκε ανάμεσα στα ερείπια της μνημειώδους κρήνης (νυμφαίο) που βρίσκεται στη νότια πτέρυγα της πύλης εισόδου, ανατολικά της οδού Θεάτρου της Αρχαίας Πόλης Άσπενδου, όπου ξεκίνησαν οι ανασκαφές το 2024.
Το άγαλμα που ανακαλύφθηκε απεικονίζει τον Ερμή, γνωστό ως αγγελιοφόρο του Δία, τον κύριο θεό του Ολύμπου και τον ταχύτερο από τους θεούς. Γνωστός ως θεός των δρόμων, του εμπορίου, της φιλοξενίας, της διπλωματίας, των αγώνων και της αστρονομίας στην ελληνική μυθολογία, ο Ερμής περιγράφεται επίσης ως ο προστάτης των κλεφτών και των εμπόρων, των κοπαδιών και των βοσκών.
Το άγαλμα απεικονίζεται με ένα πορτοφόλι με κέρματα στο δεξί του χέρι και ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι, το οποίο κρατάει με τον μανδύα του, να κρέμεται από τον ώμο του. Δίπλα στο αριστερό του πόδι βρίσκεται μια μορφή κριού με το κεφάλι του στραμμένο προς τον Ερμή. Φαίνεται ότι το βάρος του αγάλματος, που στέκεται σε ενεπίγραφο βάθρο, είναι τοποθετημένο στο αριστερό πόδι, ενώ το δεξί πόδι είναι ελαφρώς λυγισμένο στο γόνατο και ριγμένο προς τα εμπρός.
Το άγαλμα, το οποίο βρέθηκε σε κομμάτια κατά τη διάρκεια των ανασκαφών και το σύνολο σχεδόν των οποίων συναρμολογήθηκε στην αποθήκη του ανασκαφικού οίκου και αξιολογήθηκε στην ολιστική του μορφή. Φτάνοντας σε συνολικό ύψος 1,65 μέτρων με το βάθρο του, χρονολογείται από άποψη τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική Περίοδο (τέλη 2ου – αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.).