Που πάει η κοπριά στην Ελλάδα - Στις τελευταίες θέσεις στην Ε.Ε στην αποθήκευση
Το 40% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ διέθεταν το 2020 εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς.
Οι τέσσερις στις δέκα αγροτικές εκμεταλλεύσεις που βρίσκονται στην ΕΕ το 2020 διέθεταν εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς με τις περισσότερες απ’ αυτές να βρίσκονται σε φάρμες με περισσότερα ζώα, ενώ μειώθηκαν κατά 5% μεταξύ του 2010 – 2020 οι εκμεταλλεύσεις με αποθήκες υγρής κοπριάς χωρίς κάλυψη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2020 περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις είτε αποθήκευαν στερεή ή/και υγρή κοπριά στις αποθήκες στις εγκαταστάσεις είτε στερεή κοπριά στο χωράφι, καλυμμένη ή όχι. Τα υψηλότερα ποσοστά εκμεταλλεύσεων με εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς ήταν στη Σλοβενία (99,9%), στη Λετονία (98,8%) και στην Εσθονία (92,3%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα μερίδια καταγράφηκαν στην Κύπρο (7%), στην Ελλάδα (11%) και στην Ιταλία (18%).
Μείωση της ακάλυπτης αποθήκευσης
Η μείωση της χρήσης ακάλυπτης αποθήκευσης υγρής κοπριάς μειώνει τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2020, το 57% των εκμεταλλεύσεων με υποδομή αποθήκευσης κοπριάς διέθεταν αποθήκες στερεάς κοπριάς, το 16% είχε στεγασμένες εγκαταστάσεις για υγρή κοπριά, το 10% είχε συστήματα βαθιάς απορριμμάτων, το 6% είχε λάκκους κάτω από τον περιορισμό των ζώων, το 5% είχε αποθήκευση υγρής κοπριάς χωρίς κάλυψη και το υπόλοιπο 6% είχε αποθήκευση κοπριάς σε άλλες εγκαταστάσεις.Το μερίδιο των εκμεταλλεύσεων με ακάλυπτες εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρής κοπριάς στην ΕΕ μειώθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2020.
Οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγρής κοπριάς χωρίς κάλυμμα, όπως ακάλυπτες λιμνοθάλασσες, δεξαμενές ή λίμνες κοπριάς, παρουσιάζουν περιβαλλοντικό κίνδυνο λόγω των εκπομπών αμμωνίας (NH 3) και της έκπλυσης ή της απορροής θρεπτικών ουσιών σε επιφανειακά και υπόγεια ύδατα.
Στην Ολλανδία και τη Μάλτα, δεν υπάρχουν πλέον φάρμες με ακάλυπτες εγκαταστάσεις αποθήκευσης κοπριάς. Σε πολλές άλλες χώρες, το μερίδιο των εκμεταλλεύσεων με τέτοιες εγκαταστάσεις μειώθηκε σημαντικά, ιδίως στο Λουξεμβούργο (-43 ποσοστιαίες μονάδες), την Ιρλανδία (-36 ποσοστιαίες μονάδες), τη Γερμανία (-35 ποσοστιαίες μονάδες) και το Βέλγιο (-32 ποσοστιαίες μονάδες).
Ωστόσο, σε 2 χώρες της ΕΕ, η χρήση ακάλυπτων εγκαταστάσεων αποθήκευσης υγρής κοπριάς έχει γίνει πιο συνηθισμένη, συγκεκριμένα στην Ισπανία (+5 π.μ.) και την Εσθονία (+3 ποσοστιαίες μονάδες), με ελαφρές αυξήσεις επίσης στην Τσεχία (+0,4 π.μ.), τη Βουλγαρία (+0,2 π.μ.) και την Ιταλία (+0,1 π.μ.).
Τι γίνεται με την κοπριά στην Ελλάδα
Η ζωική κοπριά απορρίπτεται ή στην καλύτερη περίπτωση διαχειρίζεται ως λίπασμα άναρχα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορα προβλήματα στις καλλιέργειες, ενώ ταυτόχρονα αποβάλλεται στην ατμόσφαιρα μεθάνιο που είναι υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου 21 φορές περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα. Επιπλέον η άναρχη διαχείριση της κοπριάς προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού και μια γενικότερη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, με αρνητικές συνέπειες σε άλλους τομείς της οικονομίας. Έτσι η κοπριά αποτελεί απόβλητο μιας κτηνοτροφικής μονάδας και γι' αυτό ο κτηνοτρόφος πρέπει να υποχρεώνεται από την τοπική αυτοδιοίκηση να τη διαχειρίζεται σωστά για να μην καταβάλει τα σχετικά πρόστιμα.
Μοναδικό δρόμο για τη διαχείριση της κοπριάς, από την οποία ο κτηνοτρόφος δεν θα κερδίζει μόνο τα πρόστιμα, αποτελεί η χρήση της ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοαερίου και στη συνέχεια ενέργειας, σε οργανωμένα εργοστάσια συνδυασμένης αναερόβιας χώνευσης. Επιπλέον, η χρήση αυτή είναι καθοριστική, καθώς διαθέτει τους απαραίτητους μικροοργανισμούς για την πραγματοποίηση της αναερόβιας χώνευσης και μπορεί να παρουσιάζει σταθερή παροχή καθ' όλη τη διάρκεια του
έτους. Η προσωρινή αποθήκευση της κοπριάς πραγματοποιείται σε μεταλλικές ή τσιμεντένιες δεξαμενές στο εργοστάσιο ή/και στην κτηνοτροφική μονάδα. Στη συνέχεια, η κοπριά οδηγείται σε μονάδα αποστείρωσης για επεξεργασία, προτού εισέλθει στη δεξαμενή ανάμιξης του εργοστασίου.
Ενεργειακές καλλιέργειες
Ενεργειακές καλλιέργειες, όπως π.χ. το ενσίρωμα του καλαμποκιού ή και άλλων φυτών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοαερίου σε συνδυασμό με άλλες οργανικές ύλες, όπως η κοπριά. Οι ποσότητες του βιοαερίου που παράγονται μόνο από τη συμμετοχή του καλαμποκιού, αλλά και άλλων φυτών, είναι πάρα πολύ μεγάλες. Βέβαια, το κόστος κτήσης του ενσιρώματος δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια κέρδους σε σχέση με τα κέρδη που προκύπτουν από άλλες πρώτες ύλες, όπως απόβλητα φυτικά λάδια και ζωικά λίπη κακής ποιότητας, οργανικά γεωργικά και βιομηχανικά απόβλητα κ.ά. Στην περίπτωση, όμως, που εξασφαλιστεί η συγκεκριμένη πρώτη ύλη μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων μεταξύ της εταιρείας και των αγροτών, τότε η τιμή του ενσιρώματος θα είναι χαμηλότερη, οπότε τα κέρδη από τη χρησιμοποίησή του θα είναι μεγαλύτερα για την εταιρεία και ο αγρότης θα έχει μεν μικρότερο εισόδημα, αλλά το εισόδημα αυτό θα είναι
σταθερότερο.
Συμπερασματικά, η ανάπτυξη της καλλιέργειας του καλαμποκιού ή και άλλων φυτών μπορεί να γίνει ιδιαίτερα αποδοτική για τον αγρότη, αν συνδυαστεί με την παραγωγή ενέργειας. Η αποθήκευση του ενσιρώματος στο εργοστάσιο δεν απαιτεί επιπλέον έξοδα εγκατάστασης και γίνεται μία ή δύο φορές το χρόνο, ανάλογα αν αυτό είναι καλαμποκιού ή άλλου φυτού. Το ενσίρωμα εξασφαλίζει σταθερή παροχή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.