Όταν στην Αγγλία και την Αμερική απαγορεύτηκαν τα Χριστούγεννα - Πώς και γιατί συνέβη
Η περίοδος μετά το Μεσαίωνα, που ο εορτασμός των Χριστουγέννων τέθηκε εκτός νόμου. Ποιοι το επέβαλαν και πώς αντέδρασε ο κόσμος.
Ανήμερα Χριστούγεννα του 1647, μεγάλη ταραχή ξέσπασε στο Canterbury, μια πόλη της Αγγλίας περίπου 95 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Λονδίνου.
Η «σπίθα» που άναψε τη φωτιά ήταν ότι ο δήμαρχος της πόλης, William Bridge, διέταξε τη σύλληψη ενός καταστηματάρχη και προσπάθησε να τον τιμωρήσει με ξύλο επειδή… έκλεισε το μαγαζί του για τα Χριστούγεννα.
Όπως διαβάζουμε στο αφιέρωμα του National Geographic, ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί, αρνήθηκαν να μείνουν απλοί παρατηρητές. Επιτέθηκαν στον δήμαρχο και μετά άρχισαν να ξεσηκώνουν τον κόσμο. Το αίτημα ήταν σαφές: τα Χριστούγεννα έπρεπε να γιορταστούν κανονικά και με κάθε λαμπρότητα. Έσπασαν τις βιτρίνες των καταστημάτων που είχαν μείνει ανοιχτά, τα λεηλάτησαν και γρήγορα διεκδίκησαν τον έλεγχο του Canterbury. Μία από τις λιγότερο βίαιες ενέργειές τους ήταν να… σκορπίσουν γκι σε όλη την πόλη!
Η χριστουγεννιάτικη εξέγερση του Canterbury, ήταν ένα από τα πολλά παρόμοια γεγονότα που συνέβησαν σε όλη την Αγγλία και λίγο αργότερα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις αγγλικές αποικίες.
Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά
Μέχρι τον 17ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων είχε πάρει πλέον στην Αγγλία μία συγκεκριμένη μορφή, συνδυάζοντας διαφορετικά θρησκευτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά στοιχεία, συχνά ετερόκλητα. Σίγουρα ήταν μια γιορτή που κρατούσε πολλές ημέρες, το 12ημέρο στη μέση του χειμώνα που οι νύχτες έχουν τη μεγαλύτερη διάρκεια, από την ημέρα των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου μέχρι τα Θεοφάνια. Και σίγουρα ο εορτασμός είχε και θρησκευτικό αλλά και κοσμικό χαρακτήρα.
Τα Χριστούγεννα τιμούν τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η γιορτή όμως είχε ενσωματώσει άλλες προχριστιανικές παραδόσεις και γιορτές, όπως τα Saturnalia από τη Ρώμη και το Yule, μια χειμερινή γιορτή προερχόμενη από τις γερμανικές και σκανδιναβικές χώρες με παγανιστικά χαρακτηριστικά.
Αποτέλεσμα αυτών των παραδόσεων ήταν συγκεκριμένα ήθη και έθιμα που συνδέονταν με τη Γη και τη φύση (όπως το γκι και το ου) αλλά και το ξεφάντωμα που χαρακτήριζε αυτές τις ημέρες. Ο κόσμος στη μεσαιωνική Αγγλία, στη διάρκεια των Χριστουγέννων έπινε, χόρευε, έπαιζε τυχερά παιχνίδια, έστηνε αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες συχνά σατίριζε την κοινωνική ιεραρχία και την εξουσία της εποχής.
Από ένα χρονικό σημείο και μετά, αυτό άρχισε να θεωρείται πρόβλημα από ορισμένους.
Σύμφωνα με το HistoryΤoday, το 1632 ο William Prynne, νομικός και δοκιμιογράφος της εποχής, αναφέρθηκε στα Χριστούγεννα ως το χειρότερο παράδειγμα γιορτών, καθώς ήταν αφιερωμένα στο θέατρο και χαρακτηριζόταν από «ερωτικούς, μικτούς, ηδονικούς, αντιχριστιανικούς, για να μην πω, ειδωλολατρικούς χορούς».
Ρωτούσε μάλιστα γιατί το αγγλικό έθνος δεν μπορεί να παρακολουθεί τις γιορτές και ειδικά τα Χριστούγεννα «χωρία να πιει, να βρυχάται, να παίζει ζάρια, να μασκαρεύεται και να παίζει θέατρο».
Κοινοβούλιο και απαγόρευση
Αυτή η κριτική που άρχισε να γίνεται πιο συστηματική σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις και στην πολιτική εξουσία στην Αγγλία στα μέσα του 17ου αιώνα. Η πίεση για περιορισμό του εορτασμού των Χριστουγέννων αυξήθηκε βέβαια και από τις αλλαγές στην εκκλησία της Αγγλίας, όταν, ειδικά με την άνοδο του πουριτανισμού, κυριάρχησαν ιδέες που τόνιζαν την ανάγκη ηθικού εξαγνισμού της κοινωνίας.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε παράλληλα με την επικράτηση την κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Αγγλία, έναντι του βασιλιά, ως έκβαση του εμφυλίου πολέμου στα μέσα του 17ου αιώνα. Οι κοινοβουλευτικοί ακολούθησαν τις ιδέες των Πουριτανών και προσπάθησαν να θέσουν μία «διαχωριστική» με αυτά που συνέβαιναν στο μοναρχικό παρελθόν.
Όλα αυτά δεν άργησαν να καταλήξουν σε θεσμικές και νομικές απαγορεύσεις για τα Χριστούγεννα.
Το 1644 ήρθε η πρώτη απόφαση από το κοινοβούλιο της Αγγλίας, για απαγόρευση του εορτασμού των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς. Η γενική απαγόρευση ήρθε το 1647, όταν το αγγλικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο που καθιστούσε παράνομο τον εορτασμό των Χριστουγέννων, θρησκευτικά και κοσμικά και έκρινε παράνομη την αντιμετώπιση της ημέρας ως αργίας.
Ταραχές ξέσπασαν στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις προκάλεσαν την επέμβαση του στρατού, ενώ είχαν και ανθρώπινες απώλειες. Όπως επισημαίνουν βέβαια οι ιστορικοί, οι εξεγέρσεις δεν ήταν ο κανόνας. Συνήθως ο κόσμος απλά δεν συμμορφωνόταν στο νόμο και γιόρταζε τα Χριστούγεννα, έστω και πιο σιωπηλά.
Ακολούθησαν και άλλες θεσμικές ενέργειες που επιβεβαίωναν τη γενική απαγόρευση, ενώ ανάλογες αυστηρές αποφάσεις ελήφθησαν και στις αγγλικές αποικίες στην Αμερική, όπως στη Μασαχουσέτη. Ανάλογες «μάχες» ανάμεσα σε όσους ήθελαν να γιορτάσουν και στις δυνάμεις τήρησης του νόμου και τα δικαστήρια, συνέβησαν και εκεί.
Σύντομα, η απαγόρευση, ανάμεσα σε άλλα, τροφοδότησε μία νοσταλγία για το παλιό μοναρχικό καθεστώς. Σταδιακά, στις αντιλήψεις του λαού, ο βασιλιάς εκπροσωπούσε τα παλιά, ζεστά χριστουγεννιάτικα έθιμα, σε αντίθεση με τον ηθικό και πολιτιστικό αυταρχισμό που εξέφραζαν οι Πουριτανοί.
Η επιστροφή της γιορτής
Μετά από μια σειρά γεγονότων, που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με την απαγόρευση των Χριστουγέννων, η μοναρχία αποκαταστάθηκε το 1660. Ο βασιλιάς Κάρολος ο Β’ ανέβηκε στο θρόνο της Αγγλίας και αποκατέστησε σταδιακά τα περισσότερα από όσα ίσχυαν την περίοδο της μοναρχίας. Άνοιξε ξανά θέατρα, αναβίωσε την αυλική κουλτούρα και επανέφερε τον εορτασμό των Χριστουγέννων, θρησκευτικά αλλά και κοσμικά.
Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία στις εκκλησίες τελούταν ξανά κανονικά. Επανήλθε βέβαια και ο στολισμός, τα συμπόσια, οι χοροί, τα τυχερά παιχνίδια, τόσο μεταξύ του λαϊκού κόσμου αλλά και στη βασιλική αυλή.
Ο Samuel Pepys, ένας χρονικογράφος του 17ου αιώνα, κατέγραψε τον επίσημο και δημόσιο εορτασμό των Χριστουγέννων το 1660. Όπως ανέφερε, ανήμερα Χριστούγεννα του 1660 πήγε δύο φορές στην εκκλησία, μία το πρωί και ξανά πάλι το βράδυ, ενώ στο ενδιάμεσο συμμετείχε σε χριστουγεννιάτικο γεύμα. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο εορτασμός είχε επιστρέψει κανονικά.
Η απαγόρευση της προηγούμενης περιόδου τελικά δεν κατάφερε σχεδόν τίποτα, εκτός ίσως από το να δώσει στη γιορτή των Χριστουγέννων μία ακόμα εντονότερη λαϊκότητα, με την ανάγκη του κόσμου να γιορτάσει να ταυτίζεται και με μια στάση του απέναντι στον αυταρχισμό της εξουσίας. Παράλληλα, όμως, τα γεγονότα εκείνης της εποχής υπογράμμισαν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων βρισκόταν, πέρα από πεδίο της θρησκείας και του πολιτισμού, και στο πεδίο της πολιτικής.