Μπούγας: Απαράγραπτες οι αξιώσεις της Ελλάδας για τις γερμανικές αποζημιώσεις από εγκλήματα πολέμου
Η συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης στη Βουλή για τις γερμανικές αποζημιώσεις
Στις γενικές αρχές, που διέπουν την πολιτική της Ελληνικής Κυβέρνησης για τις γερμανικές επαναρθώσεις και προσδιορίζουν τις εκάστοτε νομικές και πολιτικές ενέργειες της χώρας, αναφέρθηκε εκτενώς στη Βουλή ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης κ. Ιωάννης Μπούγας, απαντώντας σε Επίκαιρη Ερώτηση της Προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου, με θέμα: «Οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, η Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το Δίστομο και η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Γερμανίας κ. Στάινμαγερ στην Ελλάδα».
Ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης, κ. Ιωάννης Μπούγας υπογράμμισε σε όλους τους τόνους πως «Η Χώρα μας, το Ελληνικό Δημόσιο ως Imperium και οι Έλληνες πολίτες, που υπέστησαν τις θηριωδίες των ναζιστών, ουδέποτε παραιτήθηκαν των αξιώσεών τους σε βάρος της Γερμανίας. Όλες οι παραπάνω αξιώσεις, πολλές εκ των οποίων προέκυψαν από εγκλήματα πολέμου, είναι απαράγραπτες».
Παράλληλα ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης διευκρίνισε ότι «Κανένα σοβαρό νομικό επιχείρημα δεν έχει διατυπωθεί που να απαλλάσσει τη Γερμανία από αυτές. Αντιθέτως κατά το παρελθόν επισήμως τις έχει αναγνωρίσει».
Προς επίρρωση των προαναφερθέντων υπενθύμισε τις πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχε με τον Πρόεδρο της Γερμανίας κ. Σταινμάγερ όπου τόνισε πως το ζήτημα αυτό είναι «…ακόμα πολύ ζωντανό και κάποια στιγμή θα το επιλύσουμε». Συνεχίζοντας ο κ. Μπούγας τόνισε με έμφαση πως «Το ζήτημα για μας, όπως ανέφερα είναι ανοικτό κι εξετάζεται νομικά, πολιτικά και διπλωματικά. Όλα αυτά τα χρόνια, η ελληνική Κυβέρνηση, σε συνέχεια της Έκθεσης της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών (2016) και της σχετικής Απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων (Απρίλιος 2019), με επαναλαμβανόμενες ρηματικές διακοινώσεις προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, κατέστησε σαφές ότι η θέση της Χώρας μας είναι ξεκάθαρη και αταλάντευτη για το εκκρεμές ζήτημα των γερμανικών πολεμικών οφειλών, το οποίο τίθεται επανειλημμένα από την Ελλάδα προς την γερμανική πλευρά επισήμως και με κάθε ευκαιρία».
Ο κ. Μπούγας αφού έκανε μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης και των ενεργειών που έχουν γίνει μέχρι σήμερα αναφέρθηκε σε απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης που δημοσιεύθηκε το 2012.
Στην απόφαση αυτή, όπως είπε κ. Μπούγας «αναφέρεται ότι το περιεχόμενο και το ύψος της αποζημίωσης θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διακρατικής συμφωνίας και όχι δικαστικής διεκδίκησης, δεδομένου ότι «στην παρούσα φάση του Διεθνούς Δικαίου, δεν υπάρχει επαρκής δικαστική πρακτική που να υποστηρίζει την θεωρία της σχετικοποίησης της δικαστικής ασυλίας του κράτους» [δηλ. δεν έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις από εθνικά δικαστήρια που να δέχονται ότι η ετεροδικία δεν είναι απόλυτη]. Επομένως, δεν μπορεί η Γερμανία να δικαστεί από τα ιταλικά ή τα ελληνικά δικαστήρια. Έτσι σε αδρές γραμμές διαγράφεται το νομικό πλαίσιο του ζητήματος, που προσδιορίζει εν μέρει και τον πολιτικό χειρισμό του»
Καταλήγοντας στην ομιλία του, ο κ. Μπούγας ανέφερε πως «Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων σαφώς έχει προεκτάσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά και διεθνών σχέσεων και οι πτυχές του πρέπει να αντιμετωπίζονται συνολικά και συστηματικά. Η παροχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας άπτεται της γενικότερης εξωτερικής πολιτικής.
Άλλωστε και στην υπ’ αριθμ. 22/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφέρεται ότι «Κατά τον σκοπό της θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η επέμβαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος αλλοδαπού Δημοσίου, με την έκδοση εκ μέρους του σχετικής άδειας περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εκ μέρους του στάθμιση της σκοπιμότητας της επισπεύσεως της αναγκαστικής εκτέλεσης από της πλευράς της μη διαταράξεως ή της εξυπηρετήσεως των καλών σχέσεων της Χώρας με την οικεία αλλοδαπή πολιτεία».
Το ζήτημα για μας είναι ανοικτό κι εξετάζεται νομικά στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, πολιτικά και διπλωματικά στο πλαίσιο της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Γερμανία και της ικανοποίησης των απαράγραπτων αξιώσεων του Κράτους και του λαού μας».