Η βασιλόπιτα και το έθιμο με το νόμισμα για τη νέα χρονιά
Η βασιλόπιτα είναι το αγαπημένο και βαθιά συμβολικό πιάτο της Πρωτοχρονιάς που έχει τη δική της ιστορία.
Κέικ, τσουρέκι, απλό ψωμί ή κρεατόπιτα. Ανεξάρτητα από την παραλλαγή της, η βασιλόπιτα είναι το αγαπημένο και βαθιά συμβολικό πιάτο της Πρωτοχρονιάς που έχει τη δική της ιστορία. Κατά το ελληνικό έθιμο, μπαίνει στο τραπέζι και κόβεται στο σπίτι αμέσως μόλις μπει ο νέος χρόνος ή κατά άλλες παραλλαγές της παράδοσης ανήμερα την Πρωτοχρονιά κατά τη διάρκεια του μεγάλου οικογενειακού τραπεζιού.
Τα μεσάνυχτα, για την αλλαγή του χρόνου, σβήνουν τα φώτα και μετά από ένα λεπτό ανάβουν ξανά και όλοι όσοι βρίσκονται μαζί εύχονται δίνουν ευχές για υγεία, μακροημέρευση, τύχη και ευτυχία για τη νέα χρονιά.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε τριγωνικά κομμάτια, προσφέροντας από ένα σε κάθε παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών, με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων, κατά τάξη συγγένειας και ηλικία, με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού. Στην Ελλάδα κανένας δεν ξεχνάει όσους λείπουν για δουλειά, ταξίδι αναψυχής, όσοι βρίσκονται εκτός σπιτιού γιατί είναι ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται.
Το κόψιμο της γίνεται και τις άλλες μέρες του “Δωδεκαήμερου” των εορτών. Υπουργεία, γραφεία, σωματεία, επαγγελματικές ενώσεις, οργανώσεις και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο. Η συνήθεια αυτή είναι νεότερη και κατάγεται από στις παλαιότερες συντεχνίες, τα μέλη των οποίων έκοβαν την πρωτοχρονιάτικη πίτα και τη μοιράζονταν για το καλό το δικό τους και του κοινού τους επαγγέλματος.
Σε πολλά νησιά με το ξημέρωμα της 1ης του νέου έτους αναλαμβάνει ο σπιτονοικοκύρης να ρίξει αγιασμό στο σπίτι, κρατώντας είτε κομμάτι της Βασιλόπιτας είτε του αντίστοιχου των Χριστουγέννων Χριστόψωμου και ένα κερί, μπαινοβγαίνοντας στη πόρτα τρεις φορές λέγοντας “έξω τα κακά, μέσα τα καλά”.
Η ιστορία της βασιλόπιτας
Όπως και με πολλά από τα έθιμα του 12ημερου η παγανιστική πολυθεϊστική παράδοση μπλέχτηκε με τις χριστιανικές δοξασίες και έφτασε μέχρι τις ημέρες μας με τη βασιλόπιτα. Οι λαογράφοι και οι ιστορικοί ανακαλύπτουν ίχνη παρόμοιων δοξασιών με εορταστικά ψωμιά ή άρτους την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την γιορτή των Σατουρναλίων, προς τιμή του Κρόνου. Ωστόσο και στην προχριστιανική ελληνική παράδοση υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Λουκάτο η σημερινή βασιλόπιτα αποτελεί εξέλιξη του αρχαιοελληνικού εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες αγροτικές γιορτές οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στις θεούς, στα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Την περίοδο που ακολούθησε την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 μ.Χ., από τους σταυροφόρους, η σημερινή Ελλάδα διαιρέθηκε σε τιμάρια που αποδόθηκαν σε Φράγκους ευγενείς. Την περίοδο της φραγκοκρατίας εντοπίστηκε από λαογράφους, η πρώτη αναφορά σε μοίρασμα πίτας με νόμισμα για να δοκιμαστεί η τύχη των ανθρώπων.
Μπορεί η ορθόδοξη Εκκλησία να μην αποδέχεται τον τζόγο και τα τυχερά παιχνίδια, ωστόσο μια μικρή εξαίρεση την κάνει για τη βασιλόπιτα, που έλκει το όνομά της σήμερα από τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη σημερινή Τουρκία. Ο Μέγας Βασίλειος έζησε τον 4ο αιώνα, την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο θρύλος έχει δυο εκδοχές. Στην πρώτη, την περίοδο που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να καταλάβει την Καισαρεία με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν όσα χρυσαφικά μπορούσαν, προκειμένου να τα παραδώσει στον Έπαρχο για να γλιτώσει η πόλη τη λεηλασία. Κατά την παράδοση όμως, είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Τα τιμαλφή όμως, που συγκεντρώθηκαν ήταν παρά πολλά.
Ο Μέγας Βασίλειος για να τα επιστρέψει στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν πλακούντια (μικρές πίτες) και μέσα σ’ αυτούς τοποθετήθηκε από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Έγινε η διανομή και, σαν από θαύμα, έτυχε στον καθένα ό,τι είχε δώσει. Στη δεύτερη παραλλαγή νομάδες επιδρομείς έχουν λεηλατήσει τους θησαυρούς των κατοίκων της Καισάρειας και όταν πλησιάζει ο βυζαντινός στρατός οι επιδρομείς φεύγουν για να σωθούν. Και τότε ο Μέγας Βασίλειος διατάσσει την Παρασκευή των πλακουντίων με κάθε ψωμάκι να έχει μέσα ίσης αξίας τιμαφλή.
Στα νεότερα χρόνια η βασιλόπιτα παίρνει τη μορφή γλυκίσματος και όχι απλού αρτοσκευάσματος. Ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδας συναντάνται και μια παραλλαγή υπό μορφή κρεατόπιτας μαζί με νόμισμα.