Γενναίος ως στρατιώτης, διάσημος από τον Ρομπέν των Δασών: Αυτός ήταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος
Με μία ζωή που θυμίζει περισσότερο... Κάμελοτ παρά Ιστορία, ο Ριχάρδος προτιμούσε να είναι στο μέτωπο της μάχης παρά να κυβερνά στον θρόνο του.

Ένας από τους πιο θρυλικούς βασιλιάδες που είχε η Βρετανία είναι αναμφίβολα ο Ριχάρδος Α’, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «Λεοντόκαρδος» και πέθανε σαν σήμερα στις 6 Απριλίου του 1199. Χαρακτηριστικό της υστεροφημίας του είναι πως το άγαλμα του έφιππου Ριχάρδου βρίσκεται έξω από το Βρετανικό Κοινοβούλιο.
Γιατί έμεινε όμως στην ιστορία και γιατί ονομάστηκε Λεοντόκαρδος; Το σίγουρο είναι πως είναι πολύ πιθανό ο περισσότερος κόσμος να μην θυμόταν καν το πέρασμά του από τη βρετανική μοναρχία αν δεν τον «προμόταρε» τόσο πολύ ο βίος και πολιτεία του Ρομπέν του Δασών.
Ο αρχετυπικός αυτός Άγγλος λαϊκός ήρωας εμφανίζεται από τον τοπικό θρύλο να είναι υπέρμαχος του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, του «δίκαιου βασιλιά» που λείπει από τη Βρετανία για να υπερασπιστεί τον χριστιανισμό στην Γ’ Σταυροφορία. Στον αντίποδα ο Ρομπέν είναι σφοδρός πολέμιος του Ιωάννη του Ακτήμονα, του πιο μισητού βασιλιά ever, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο, ο οποίος σφετερίζεται τον θρόνο του αδελφού του Ριχάρδου, συνεπικουρούμενος από τη «νέμεση» του Ρομπέν, σερίφη του Νότιγχαμ.

Αφού, λοιπόν, παραθέσαμε εν ολίγοις το σενάριο καμιά δεκαριά ταινιών που πραγματεύονται αυτόν τον θρύλο, ας ασχοληθούμε περισσότερο με το τί ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα ο Ριχάρδος.
Ο βασιλιάς-στρατιώτης που προτιμούσε να πολεμά από να κυβερνά
Σύμφωνα λοιπόν με τα ιστορικά στοιχεία, ο Ριχάρδος ήταν όντως Λεοντόκαρδος καθώς θεωρείται ως ένας από τους πιο γενναίους στρατιώτες που έκατσαν ποτέ στον βρετανικό θρόνο. Μάλιστα, ως σταυροφόρος, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας, κέρδισε πολλές μάχες εναντίον του Σαλαντίν, ηγέτη των Μουσουλμάνων που είχαν καταλάβει την Ιερουσαλήμ εκείνη την εποχή, γεγονός, που αύξησε τη δημοτικότητά του.
Παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται ότι ο ίδιος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να γίνει μονάρχης. Μάλιστα, από το σύνολο της δεκάχρονης βασιλείας του, στην Αγγλία έμεινε μόνο μερικούς μήνες, ενώ είναι αμφίβολο εάν μπορούσε πραγματικά να μιλήσει την αγγλική γλώσσα. Γιος του βασιλιά Ερρίκου Β’ και της βασίλισσας Ελεονόρας της Ακουιτανίας, πέρασε μεγάλο μέρος της νιότης του στην αυλή της μητέρας του, στο Πουατιέ. Μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ερρίκου, η Ελεονόρα, η οποία συνωμοτούσε συνεχώς εναντίον του, ενθάρρυνε τον Ριχάρδο και τα αδέλφια του να προχωρήσουν σε εκστρατεία κατά του πατέρα τους στη Γαλλία. Ο Ερρίκος ηττήθηκε στη μεταξύ τους μάχη και παραδόθηκε στον Ριχάρδο, ενώ πέθανε δύο ημέρες αργότερα. Έτσι, στις 6 Ιουλίου 1189, ο Ριχάρδος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, δούκας της Νορμανδίας και κόμης του Ανζού.

Μετά τη στέψη του, έχοντας ήδη πάρει τον όρκο του σταυροφόρου συμμετείχε στην Τρίτη Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τον Σαλαντίν. Στον δρόμο για τους Αγίους Τόπους, θα περνούσε από τη Σικελία, τη Ρόδο, αλλά και την Κύπρο.Εκεί, μάλιστα, παντρεύτηκε τη Βερεγγάρια της Ναβάρας, στέφοντάς τη βασίλισσα της Αγγλίας και της Κύπρου.
Ύστερα από τη μακρά παραμονή του στους Αγίους Τόπους και τη σύναψη τριετούς ειρήνης με τον Σαλαντίν, ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής, το οποίο όμως δεν ήταν χωρίς εκπλήξεις. Ναυάγησε στην Αδριατική και τελικά συνελήφθη από τον Δούκα της Αυστρίας. Για την αποφυλάκισή του, ακριβώς επειδή ήταν βασιλιάς, ζητήθηκαν υπέρογκα λύτρα. Συγκεκριμένα, χρειαζόταν το ένα τέταρτο του ετήσιου εισοδήματος κάθε άνδρα πολίτη της χώρας. Τελικά, το ποσό συγκεντρώθηκε, ο ίδιος απελευθερώθηκε και επέστρεφε στην Αγγλία τον Μάρτιο του 1194. Δεν θα παρέμενε όμως εκεί για πολύ. Το υπόλοιπο της ζωής του θα το περνούσε και πάλι σε εκστρατείες, αυτή τη φορά, όμως, στη Γαλλία.

Ο θάνατος από έναν νεαρό που ήθελε να εκδικηθεί τον φόνο των δικών του
Τον Μάρτιο του 1199, ο Ριχάρδος βρισκόταν στη Λιμόζ προσπαθώντας να καταστείλει μια εξέγερση. Στις 26 Μαρτίου, ενώ περπατούσε αμέριμνος μέσα στο στρατόπεδο, δέχθηκε ένα βέλος στον ώμο. Παρά τις (αδέξιες) προσπάθειες των γιατρών, η πληγή του μολύνθηκε και αναπτύχθηκε γάγγραινα. Ο Ριχάρδος, ετοιμοθάνατος πια, ζήτησε να του φέρουν μπροστά του τον τοξοβόλο, ο οποίος αποδείχθηκε πως ήταν ένα νεαρό αγόρι.
Ο νεαρός ομολόγησε πως τον χτύπησε για εκδίκηση, καθώς ο βασιλιάς είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τα δύο αδέρφια του. Ο Ριχάρδος τον συγχώρεσε, και διέταξε να τον απελευθερώσουν και επιπλέον να του δώσουν 100 σελίνια. Σύμφωνα με έναν χρονικογράφο, όμως, η τελευταία αυτή πράξη «ιπποτισμού» του Ριχάρδου δεν είχε αντίκρισμα καθώς ο νεαρός τοξότης συνελήφθη λίγο αργότερα από μισθοφόρους, οι οποίοι παράκουσαν την εντολή του βασιλιά και τον έγδαραν ζωντανό.
Στις 6 Απριλίου του 1199, ο Ριχάρδος ξεψύχησε στην αγκαλιά της μητέρας του. Η καρδιά του θάφτηκε στο Ρουέν της Νορμανδίας, ενώ το υπόλοιπο σώμα του στο Αβαείο Φοντεβρό στο Ανζού.

Στον αγγλικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιωάννης, καθώς ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει νόμιμους κληρονόμους. Είχε αναγνωρίσει μόνο έναν νόθο γιο, τον Φίλιππο του Κονιάκ.
Πάντως, ο Ριχάρδος κατάφερε να μείνει ανεξίτηλος χρόνο στον χρόνο, όχι μόνο χάρη στις επιτυχείς εκστρατείες του, αλλά πολύ περισσότερο χάρη στον μύθο του Ρομπέν των Δασών, με τον κεντρικό ήρωα να προσπαθεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί να υπερασπιστεί την τιμή του απόντα βασιλιά.
