Ένωση Εισαγγελέων: Κάλυψη στον λειτουργό που ρωτούσε για εσώρουχα στη δίκη Φιλιππίδη
Οι εισαγγελείς μιλούν για προσπάθειες «απαξίωσης και στοχοποίησης» των εισαγγελικών λειτουργών και ζητούν «προστασία από το κράτος».
Σε καταδίκη των «προσπαθειών απαξίωσης και στοχοποίησης» των εισαγγελικών λειτουργών της χώρας προχωρά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας, μετά το πλήθος αντιδράσεων για τη στάση του Εισαγγελέα της έδρας στη δίκη Φιλιππίδη.
Για ακόμη μια φορά, η εισαγγελική ένωση «καλύπτει» απόλυτα τον εισαγγελέα που δέχεται δημοσιογραφική κριτική, την οποία ανάγει σε «απόπειρα απειλής, πίεσης και εκφοβισμού» προς τους εισαγγελείς, αναφέροντας μάλιστα ότι η κριτική έχει στόχο την... απαξίωση της Δικαιοσύνης.
Η δημοσιογραφική κριτική, ειδικά όταν αυτή γίνεται τεκμηριωμένα και με σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών, είναι αυτονόητο καθήκον της δημοσιογραφίας και οι δικαστικοί συντάκτες δεν αποτελουμε την εξαίρεση.
Πόσω μάλλον από τη στιγμή που οι βασικές έννοιες του ανθρωπισμού και η ίδια η αρχή του Κράτους Δικαίου, πλήττονται από συγκεκριμένες πρακτικές λειτουργών της Θεμιδας, που ευτυχώς αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα.
Στη γενική συνέλευση της ΕΕΕ μίλησε και ο υπουργός δικαιοσύνης Γ.Φλωριδης.
Το ψήφισμα
Μετά το πέρας της γενικής συνέλευσης η ΕΕΕ εξέδωσε ψήφισμα στο οποίο αναφέρει:
«Τα μέλη της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, κατά την 39η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2024, ΟΜΟΦΩΝΑ αποφασίζουν τα εξής:
1. ΤΟΝΙΖΟΥΝ ότι η ανεξαρτησία των λειτουργών της Δικαιοσύνης αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος και ΚΑΛΟΥΝ όλους τους κοινωνικούς εταίρους να κατανοήσουν τη σημασία της και να τη θωρακίσουν έμπρακτα.
2. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ κάθε προσπάθεια απαξίωσης και στοχοποίησης των εισαγγελικών λειτουργών, με αφορμή τους χειρισμούς τους σε συγκεκριμένες υποθέσεις, ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΥΝ ότι τέτοιου είδους πρακτικές δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, που σέβεται τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, διαπνέεται από τον βασικό κανόνα της διάκρισης των λειτουργιών και αυτοαποκαλείται «ευνομούμενο» και ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ότι δεν πρόκειται να επιφέρουν τις επιδιωκόμενες παρενέργειες, δηλαδή τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την εισαγγελική αρχή και τη Δικαιοσύνη εν γένει, καθόσον οι Έλληνες εισαγγελείς δεν επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές, πιέσεις και εκφοβισμούς, από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται, αλλά ασκούν το λειτούργημά τους και θα συνεχίσουν να το πράττουν, με βάση τον νόμο και τη συνείδησή τους, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης στο καθήκον, με αυταπάρνηση και κυρίως με παρρησία, λειτουργώντας ως εγγυητές των ελευθεριών του πολίτη.
3. ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΟΥΝ την έλλειψη αποτελεσματικών μέτρων ασφαλείας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όπως και των δικαστικών υποδομών και εγκαταστάσεων και ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΝ την πολιτεία να λάβει άμεσα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία τους, ώστε οι λειτουργοί της δικαιοσύνης να επιτελούν το λειτούργημα τους, υπό συνθήκες πλήρους ασφαλείας και ελευθερίας.
4. ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΟΥΝ το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος να αναλάβει όλες τις αναγκαίες δράσεις, για την ανάδειξη και ικανοποίηση των προτάσεων και αιτημάτων του κλάδου».
Φλωρίδης: «Το κράτος δεν μπορεί να ενισχύει την ατιμωρησία»
«Το κράτος πρέπει να εκπέμπει ένας καθεστώς ασφάλειας, δεν μπορεί να ενισχύει την ατιμωρησία και εκπέμπει το μήνυμα προς τους πολίτες ότι δεν μπορείς να παρανομείς γιατί πρέπει να ξέρεις ότι θα υπάρχει τιμωρία» επισήμανε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης κατά την έναρξη των εργασιών της 39ης τακτικής ετήσιας γενικής συνέλευσης της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ).
Αναφερόμενος στο νέο Δικαστικό Χάρτη ο κ. Φλωρίδης ανέφερε ότι άλλαξε μετά από 113 χρόνια, τονίζοντας ότι «τα αποτελέσματα θα είναι εντυπωσιακά και η Δικαιοσύνη θα μπει σε άλλο δρόμο», προσθέτοντας ότι ο νέος χάρτης «δεν έχει τη σφραγίδα της τελειότητας είναι μια προσπάθεια».
Ο πρόεδρος της ΕΕΕ, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης, αναφερόμενος στην βραδύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, τόνισε ότι «οι καθυστερήσεις ισοδυναμούν με μη απονομή της Δικαιοσύνης», προσθέτοντας με έμφαση ότι «η Δικαιοσύνη που δεν απονέμεται έγκαιρα δεν είναι Δικαιοσύνη». Ως λύση του προβλήματος πρότεινε να υπάρξει θεσμική συνεργασία των φορέων της Δικαιοσύνης, δηλαδή δικαστών, δικηγόρων, πανεπιστημιακών καθηγητών και δικαστικών υπαλλήλων.