ΔΝΤ για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% το 2024 - «Επιταχύνετε τις μεταρρυθμίσεις»
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, αλλά παραμένουν σημαντικές προκλήσεις, αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του στο πλαίσιο της ετήσιας διαβούλευσης του άρθρου IV, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στο διάστημα 1-14 Νοεμβρίου.
Το Συμβούλιο Διευθυντών του Ταμείου (Executive Directors) ενέκρινε την αξιολόγηση των στελεχών του χωρίς κάποια επίσημη συζήτηση.
Η έκθεση σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία άρχισε ξανά την εισοδηματική σύγκλιση (με την ΕΕ), μετά από μία περίοδο στασιμότητας και χαμηλών επενδύσεων, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται πέραν της τάσης που υπήρχε πριν την πανδημία, με μοχλούς την ανάκαμψη της τουριστικής ζήτησης και τη νέα ώθηση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών ταμείων (Next Generation EU). Το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% φέτος μετά από αύξηση κατά 2,3% το 2023, ενώ για την ανεργία εκτιμά ότι θα συνεχίσει να μειώνεται και να διαμορφωθεί φέτος στο 9,2% από 10,6% πέρυσι.
H ισχυρή ζήτηση και ο υψηλός πληθωρισμός, σημειώνει το ΔΝΤ, μείωσαν τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, με περιορισμένους τους κινδύνους για τη χρηματοδότησή του μεσοπρόθεσμα, χάρη στην ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους. Το χρέος προβλέπεται να μειωθεί στο 158% του ΑΕΠ φέτος από 167,4% το 2023.
Ωστόσο, προσθέτει το Ταμείο, παρά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και τη βελτίωση των τραπεζικών ισολογισμών, η οικονομία αντιμετωπίζει μακρο-πιστωτικές (macro-financial) προκλήσεις εν μέσω σημαντικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, επίμονου δομικού πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων) και αυξανόμενων τιμών στα ακίνητα. Για τον γενικό πληθωρισμό, το Ταμείο προβλέπει ότι θα μειωθεί σε μέσα επίπεδα φέτος στο 2,8% από 4,2% το 2023.
«Διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και το χαμηλό ακόμα επίπεδο επενδύσεων καθώς και από τους αυξανόμενους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, επιβαρύνουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», σημειώνει το ΔΝΤ.
Αναφορικά με τις πολιτικές, το Ταμείο σημειώνει ότι το σωστό μείγμα πολιτικής θα αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τη βελτιωμένη επίδοση της οικονομίας, τα αυξημένα δημόσια έσοδα, την εξασφαλισμένη εξωτερική χρηματοδότηση και τη θετική καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη, διατηρώντας την ανάπτυξη και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας με την παράλληλη εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Κάνει λόγο για μία φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώνοντας ότι η περαιτέρω σύσφιξη βραχυπρόθεσμα και η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος μεσοπρόθεσμα θα βοηθούσαν περαιτέρω στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους, περιορίζοντας παράλληλα τις πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις. Για την ενίσχυση της πράσινης και περιεκτικής ανάπτυξης, «η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να δώσει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, περιλαμβανομένων των πράσινων επενδύσεων, και στις κοινωνικές δαπάνες, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, παρέχοντας παράλληλα στοχευμένη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά.
Αναφέρει επίσης την ανάγκη να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η παρακολούθηση των κινδύνων που συνδέονται με τα επιτόκια, τη ρευστότητα, τη χρηματοδότηση και την πιστωτική έκθεση. Σημειώνει ότι η δημιουργία ενός αντικυκλικού «κεφαλαιακού μαξιλαριού» και μέτρα για τις χορηγήσεις δανείων θα ενίσχυαν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα έναντι κινδύνων που αναδύονται. Αναφέρει, επίσης, ότι «τα προσωρινά αυξημένα τραπεζικά κέρδη πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθούν κεφαλαιακά μαξιλάρια και να βελτιωθεί η ποιότητα των κεφαλαίων».
Το ΔΝΤ αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις για μία υψηλότερη και πιο πράσινη ανάπτυξη. Η ταχεία υλοποίηση, σημειώνει, του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης θα βοηθούσε στην αύξηση της παραγωγικότητας με την ενίσχυση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης και την επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Ο εξορθολογισμός των κανονισμών θα βοηθούσε τον επιχειρηματικό δυναμισμό και την κατανομή πόρων, ενώ οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η αντιμετώπιση των εμποδίων για μεγαλύτερο ανταγωνισμό θα ξεκλείδωνε περισσότερες επενδύσεις και θα βελτίωνε την παραγωγικότητα.