Ξαναπαίρνει μπροστά η κορινθιακή σταφίδα: Εξαγωγικό ατού με προκλήσεις στην καλλιέργεια
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εντοπίζεται στις περιοχές της Νεμέας, στην Αχαΐα, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και τη Ζάκυνθο.
Σε διαδικασία «επούλωσης», μετά από μια δύσκολη περίοδο, βρίσκεται η παραγωγή ενός ελληνικού προϊόντος το οποίο χρονολογείται από την αρχαιότητα και από την εποχή του Ομήρου.
Ο λόγος για την σταφίδα η οποία αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αγροδιατροφικά ελληνικά προϊόντα, με μεγάλο εξαγωγικό αποτύπωμα.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εντοπίζεται στις περιοχές της Νεμέας, στην Αχαΐα, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και τη Ζάκυνθο.
Πριν από μια δεκαετία στη χώρα μας η καλλιέργεια σταφίδας έφτανε σύμφωνα με εκτιμήσεις τα 140.000 στρέμματα η οποία μέχρι τις αρχές του 2020 είχε μειωθεί στις 100.000 στρέμματα, ενώ πλέον βρίσκεται στα 70.000 στρέμματα.
Η «μεγάλη ζημιά» σημειώθηκε τη περίοδο του κορονοϊού, με τις τιμές να κατρακυλούν και πολλούς αγρότες είτε να αποχωρούν από το επάγγελμα είτε να αλλάζουν καλλιέργεια.
«Πριν τον κορονοϊό η τιμή του προϊόντος ήταν περίπου 1,7 ευρώ το κιλό ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι τιμές έπεσα στα 70 λεπτά το κιλό» είπε ο Πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κορινθιακής Σταφίδας, Θανάσης Σωτηρόπουλος μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων προσθέτοντας ότι «δεν έγιναν σωστοί χειρισμοί από το υπουργείο Αγροτική Ανάπτυξης και Τροφίμων εκείνη την περίοδο».
Όλα αυτά σύμφωνα με τον ίδιο, είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό η καλλιέργεια καθώς «είναι δύσκολη, ίσως η πιο δύσκολη καλλιέργεια στη Ελλάδα, αλλά και πανάκριβη» λέει ο κ. Σωτηρόπουλος.
Ανάκαμψη και εξαγωγές
Ο ίδιος όμως εκφράζει την αισιοδοξία του ότι ο κλάδος, παρά τις σημαντικές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος «θα βρει ξανά το δρόμο του».
Αρχής γενομένης από τις τιμές οι οποίες αναμένεται να είναι σε υψηλότερα επίπεδα από τα περσινά, πλησιάζοντας ακόμη και το ύψος προ καραντίνας. Πράγμα θετικό για τους παραγωγούς οι οποίοι μετά από κάποια δύσκολα χρόνια θα δουν και πάλι τους κόπους τους να ανταμείβονται.
Η φετινή συγκομιδή θα είναι μεν μέτρια σε όγκο αλλά εξαιρετικής ποιότητας κάτι που θα δώσει επιπλέον αξία στο παραγόμενο προϊόν.
Χωρίς ακόμη να μπορούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα, η φετινή παραγωγή αναμένεται να είναι αυξημένη σε σχέση με αυτή του περασμένου έτους, η οποία έφτασε, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στους 12.000 τόνους.
Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποθεμάτων, λόγω της ακόμη μικρότερης περσινής συγκομιδής, θα θέσει στέρεες βάσεις για την ανάπτυξη της καλλιέργειας.
Η ελληνική σταφίδα έχει παρουσία σε πάνω από 45 χώρες έχοντας ως «εισιτήριο» την ποιότητα αλλά και τα θρεπτικά συστατικά της.
Χαρακτηριστικό σύμφωνα με τον πρόεδρο της Διεπαγγελματικής είναι το γεγονός ότι «η ελληνική σταφίδα εξάγεται σε χώρες που έχουν δική της παραγωγή, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.α.».
Τα προβλήματα
Πολλά όμως είναι και τα προβλήματα με τα οποία βρίσκονται οι παραγωγοί σταφίδας. Το κόστος παραγωγής και η έλλειψη εργατών γης κάνουν ολοένα και πιο δύσκολο το έργο τους.
Οι επαγγελματίες να ζητούν την εκπόνηση ενός σχεδίου, ώστε να καταστεί εφικτό να γίνει «μηχανοκαλλιέργεια» μιας και η έλλειψη εργατικών χεριών είναι πλέον γεγονός.
Αυτό σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο θα βοηθήσει τους παραγωγούς να μειώσουν το κόστος παραγωγής, και κατ' επέκταση θα επιτρέψει στους ίδιους αλλά να παραμείνουν στην καλλιέργεια και να μην την εγκαταλείψουν.
Τέλος, ένα σημαντικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε τα χρόνια της πανδημίας ήταν η εγκατάλειψη της καλλιέργειας. «Σε κάποιες περιοχές οι παραγωγοί προτίμησαν να φυτεύσουν ελιές» ενώ σε άλλες, κυρίως σε παραθαλάσσιες περιοχές, οι ιδιοκτήτες στράφηκαν προς τον τουρισμό, σημείωσε ο κ. Σωτηρόπουλος.