Η παραδοσιακή ελληνική γυναικεία φορεσιά αποτελεί ένα μοναδικό μωσαϊκό που όμοιό του σε παγκόσμιο επίπεδο πιθανόν να μην υπάρχει. Οι πολλές παραλλαγές που συναντώνται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, τα υλικά και οι τύποι καθρέφτιζαν τόσο τον τόπο απ'όπου προερχόταν η γυναίκα που τα φορούσε αλλά και το βιοτικό της επίπεδο.
Την εποχή της υπόδουλης, ακόμη, Ελλάδας, οι παραδοσιακές φορεσιές αποτελούσαν συνέχεια της βυζαντινής ενδυμασίας, με επιρροές κυρίως από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση του κράτους, από τη Δύση.
Βασικότερα στοιχεία τους: το πουκάμισο που δε λείπει από καμιά φορεσιά, το καφτάνι, καβάδι, σαγιά (είδη φορέματος-πανωφοριού, φτιαγμένα συνήθως από πολύτιμη στόφα), το σιγκούνι (αμάνικο ή μανικωτό μάλλινο), το φόρεμα ή τσούκνα (είδη με ή χωρίς μέση), τη ζώνη, την ποδιά, κοντογούνι, γιλέκι (είδη κοντών μανικωτών ή αμάνικων ζακέτων), διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα, κάλτσες και παπούτσια.
Τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά - συχνά σύμβολα αποτροπής, καρπερότητας - φοριούνται συνήθως από γυναίκες που η κοινότητα θεωρεί ξεχωριστές.
Κάθε περιοχή είχε τον δικό της τύπο φορεσιάς ωστόσο το κοινό σημείο είναι η πολυχρωμία και ο στολισμός με πολλά κεντήματα.
Αττική
Πρόκειται για την τελειότερη μορφή της ελληνικής παραδοσιακής γυναικείας φορεσιάς. Άντεξε έως τις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου όταν πλέον άρχισε να εξαφανίζεται. Μια εξαιρετικά υψηλής σημασίας φορεσιά καθώς χρησιμοποιήθηκε από τις γυναίκες που κατοικούσαν από τα Μέγαρα ως και το Μενίδι.
Αποτελούταν από το μισοφόρι, πουκάμισο, τζάκο (ζιπούνι) με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνια, κεντητό σιγκούνι, ποδιά, ζωνάρι και τις ζάγρες (υποδήματα). Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν σε δύο κοτσίδες που έπεφταν στην πλάτη και από πάνω έδεναν το τσεμπέρι και στη συνέχεια ένα λουλουδάτο μαντήλι.
Οι νύφες της ανώτερης κοινωνικής τάξης φορούσαν χρυσή στολή με κύριο χαρακτηριστικό το κεντημένο με μετάξι χρυσό πουκάμισο. Η φορεσιά αυτή εμφανίστηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ως ένδειξη πλούτου και μεγαλοπρέπειας. Τα κοσμήματα στον κεφαλόδεσμο ήταν η προίκα της. Έπλεκαν τα μαλλιά τους κοτσίδα μαζί με γαϊτάνια και επάνω, ανάλογα με την περιοχή, τοποθετούσαν τα σκουφιά με τα φλουριά.
Μακεδονία - Θράκη
Στη Θράκη, η παραδοσιακή φορεσιά κατέχει επίσης ξεχωριστή θέση καθώς οι πολλές παραλλαγές της την κάνουν να διαφέρει. Αποτελείται από το χαρακτηριστικό αμάνικο φουστάνι με τις κουρφουλήθρες, μακριά πουκαμίσα με κόκκινα μανίκια, ποδιά κεντημένη. Φοριέται, επίσης, με κεφαλόδεσμο.
Στη Μακεδονία, οι γυναίκες συνήθιζαν να φορούν διάφορα είδη ρουχισμού ανάλογα με τη περιοχή. Συνήθως επέλεγαν λευκό, υφαντό πουκάμισο, ζιπούνι, κοντή ζακέτα με μανίκια από βελούδο.
Ήπειρος και Θεσσαλία
Στην Ήπειρο, η γυναικεία φορεσιά αποτελούνταν από φόρεμα, σεγκούνι, ποδιά πόρπη και μαντήλα. Στους γάμους συνήθιζαν να τη στολίζουν με επίρραπτη κόκκινη τσόχα, κεντήματα πολύχρωμα κορδόνια, κορδονέτα και γαϊτάνια.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι Θεσσαλιώτικες φορεσιές του κάμπου που είναι στην πλειοψηφία τους καραγκούνικες.
Ή φορεσιά της καραγκούνας φοριέται με τουλάχιστον 3 τοπικές παραλλαγές:
Εκείνη της Καρδιτσομαγούλας με το βαμβακερό άσπρο αμάνικο πανωφόρι με πτυχώσεις στο πίσω μέρος.
Η φορεσιά του Παλαμά με το γαλάζιο πουκάμισο και το λευκό φόρεμα και οι φορεσιές από τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων με το μπλε φουστάνι.
Παρά το γεγονός ότι διαφέρουν στις λεπτομέρειες ανήκουν οπτικά στην ίδια οικογένεια.
Πελοπόννησος
Η φορεσιές της Αργολιδοκορινθίας εξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού. Τα «κεντήματα της Στυμφαλίας» στα πουκάμισα ήταν περιζήτητα λόγω των περίτεχνων διακοσμητικών γεωμετρικών σχημάτων, της τεχνοτροπίας και των χρωματισμών. Η ιδιαίτερη τεχνική μέθοδος για την κατασκευή τους ονομαζόταν «το μέτρημα», δηλαδή μετρούσαν τις κλωστές του υφάσματος.
Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική. Η καθημερινή ήταν σκέτη και είχε λίγα σχέδια, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντήματα σε όλα τα τμήματα.
Η μανιάτικη φορεσιά είναι από τις πιο χαρακτηριστικές και ξεχωρίζει από εκείνες της Πελοποννήσου. Αποτελούταν από το βελέσι, σε σκούρο μπλε χρώμα με ραμμένη μια κόκκινη λωρίδα που ονομαζόταν μπουγάζι. Οι γυναίκες φορούσαν επίσης μακρύ πουκάμισο κεντημένο στα άκρα. Από πάνω φορούσαν ένα κοντογούνι, ζώνη, τσαρούχια και τσεμπέρι στο κεφάλι.
Κάθε γυναίκα είχε διαφορετικό χρώμα τσεμπεριού αναλόγως με την ηλικία της. Οι μικρότερες φορούσαν άσπρο, κίτρινο ή ανοιχτό καφέ. Όσο μεγάλωναν το χρώμα σκούραινε και κατέληγε μαύρο στα γεράματα.
Στερεά Ελλάδα
Στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας οι ενδυμασίες ανήκουν στην κατηγορία της Αττικής και της Αργολιδοκορινθίας. Οι γυναίκες φορούσαν μια μακριά λευκή υφαντή βαμβακερή πουκαμίσα με κεντημένο ποδόγυρο, ένα υφαντό μπούστο με διπλά κεντημένα μανίκια και σιγκούνι. Την περιβολή τους ολοκλήρωναν η ποδιά και η μπόλια, το μαντήλι που έδεναν στα μαλλιά.
Η φορεσιά, στην γιορτινή της εκδοχή, διακοσμείτο με κοσμήματα, γνωστά και ως γιορντάνια, που κάλυπταν το στήθος και ζώνη με πόρπη. Στόλιζαν τα χέρια ή το μέτωπο αλλά και την πλάτη με μια ψεύτικη κοτσίδα.
Σαρακατσάνες
Γενικότερα, η σαρακατσάνικη φορεσιά είναι πιο βαριά απ'όλες τις στολές.
Οι Σαρακατσάνες φορούσαν το κατασάρκι, τα χειρότια, τη φούστα με το κορμί, πουκάμισο, ξωτραχηλιά, σιγκούνι, τσαμαντάνι, καθημερινή κάπα, το κοζόκι με τα κρεμαστά μανίκια στην πλάτη, δερμάτινη ζώνη, τη βελεντζούλα, τα τσουράπια και τα πατούνια.
Στον κεφάλι έβαζαν μαντήλι ή σκούφια και ο μποχός. Παλιότερα η νύφη φορούσε φέσι, τσιπομάντηλο, τον κούκλο και την ομπόλια που συγκρατούνταν με καρφοβέλονο. Για κοσμήματα υπήρχαν οι κομποθηλιές, το τσαπράζι, το διπλό και το μονό κιουστέκι, το θηλυκάρι, το ασημοζούναρο και το μπελετζίκι.
Νησιώτικες φορεσιές
Στις Κυκλάδες και τις Σποράδες, οι φορεσιές είχαν χαρακτηριστικό λεπτό άσπρο πουκάμισο, πολύπτυχο φουστάνι και ζιπούνι από Ευρωπαϊκή ή ανατολίτικη στόφα για τις γυναίκες και στο κεφάλι το γιορτινό ή καθημερινό κεντητό μαντήλι, τις πιέτες ή το τσεμπέρι.
Στα Δωδεκάνησα, είχαν φορεσιά από εσωτερικό βαμβακερό πουκάμισο, φόρεμα με τρέσες και μαντήλι μέσης.
Στην Κρήτη, η φορεσιά της Σφακιανής, περιείχε πουκάμισο, φούστα, μισοφόρι της μέσης, βράκα που καταλήγει στα γόνατα, το χρυσοζίπονο, βυζαντινό τυρμπάνι ή μαντήλι, κολαϊνες που αποτελούνται από 101 ή 202 φλουριά, το ζωνάρι. Απαραίτητο συμπλήρωμα το αργυρομπουνιαλάκι (ασημένιο μαχαίρι) που φορούσε πάντα στην μέση για να υπερασπίζεται την τιμή της.
Πόντος
Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το βυζαντινό κουστούμι. Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η «ζιπούνα». Την συναντούμε διαφοροποιημένη λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και της κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας. Επίσης η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση της υφασματολογίας και της χρωματολογίας.
Αναλόγως βέβαια με τη περιοχή και τις επιρροές της από τους συνορεύοντες λαούς η φορεσιά ήταν διαφορετική.
Η Αμαλία
Με την ονομασία Αμαλία αναφέρεται ο τύπος της γυναικείας φορεσιάς που καθιερώθηκε από την βασίλισσα της Ελλάδας, Αμαλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1830 ως επίσημη ενδυμασία της αυλής της. Τα επόμενα χρόνια διαδόθηκε σε αστικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού χάρη στη Ρόζα Μπότσαρη, dame de compagnie της βασίλισσας.
Πρόκειται για ένα ένδυμα ρομαντικού τύπου με στοιχεία φολκλόρ, σε τεχνοτροπία Biedermeier. Είναι βασισμένο στην αστική φορεσιά της Πελοποννήσου, η οποία συνηθιζόταν και στην Αθήνα.
Αποτελείται από το φουστάνι, με ανοιχτό μπούστο ώστε να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου, βελούδινο κοντογούνι, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι, οι ανύπαντρες γυναίκες φορούσαν καλπάκι, μικρό στρογγυλό κάλυμμα ενώ οι παντρεμένες έφεραν φέσι με παπάζι (φούντα) από χρυσές κλωστές και μαύρο βέλο. Τη φορεσιά συμπλήρωναν κοσμήματα επηρεασμένα από τη δυτική τεχνοτροπία.