Σαββόπουλος: Τα δύσκολα χρόνια στην Αθήνα, η Άσπα, η φυλακή και η περιπέτεια με το «Ντιρλαντά»
Ο δημοφιλής τραγουδοποιός καλλιτέχνης μίλησε, μεταξύ άλλων, για την νέα του αυτοβιογραφία καθώς και τη σχέση με τα δυο παιδιά το
Για όλους και για όλα μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια από τις σπάνιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις του. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός αναφέρθηκε σε σημαντικές στιγμές της ζωής του και ξεδίπλωσε σκέψεις, εμπειρίες και μνήμες από τη ζωή και την καριέρα του.
Περιγράφοντας τα χρόνια της νιότης του και το πώς άφησε τη Θεσσαλονίκη με μια βαλίτσα στο χέρι, είπε: «Η νοσταλγία είναι αυτογνωσία. Η μνήμη έρχεται και σου λέει ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις». Αποκάλυψε ότι όταν πρωτοέφτασε στην Αθήνα, τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. «Είχε τρεις μέρες να φάω... Πήγαμε με τον Μάνο (σ.σ. Λοΐζο) σε μια κηδεία και πλακώσαμε τα κόλυβα και τα παξιμάδια... Έμενα σε ένα σπίτι χωρίς μπάνιο!», ανέφερε.
Μιλώντας για την εμπειρία του στη φυλακή, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μεταξύ άλλων ανέφερε: «Στο κρατητήριο ήταν ωραία. Στην αρχή τρομάζεις, αλλά υπήρχε ένα αίθριο όπου ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι με τα κελιά γύρω-γύρω. Κάτω, όμως, υπήρχε ένα υπόγειο, όπου κατεβαίναμε για να κοιμηθούμε στο χώμα. Δεν μας έδιναν τίποτα, η Άσπα μου έφερε μια κουβέρτα». Όπως είπε, οι κρατούμενοι έβρισκαν τρόπους να αντέχουν. «Όταν ήμασταν όλοι μαζί, παίζαμε παιχνίδια, μιλούσαμε, πέρναγε η ώρα», αποκάλυψε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος αναφέρθηκε στη σύζυγό του, η οποία τον επισκεπτόταν στη φυλακή: «Η Άσπα ερχόταν στη φυλακή να με δει. Ακόμα και οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν δικαιολογημένα γιατί σου λέει "πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς". Έφυγαν στο Λονδίνο αυτοί, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά. Ήταν στην ουρά οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων και έφερναν φαγητό στους κρατούμενους. Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο. Η δικιά μου έλαμπε, είχε χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ βαμμένα, φορούσε μίνι φούστα. Πήγαινε και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το "Select", δεν φοβόταν. Σε κάνει ατρόμητο η αγάπη...».
Παραδέχθηκε όμως ότι «εκεί που δεν πέρναγε η ώρα ήταν μέσα στην απομόνωση, όταν με έβαλαν μετά τη φάλαγγα». Παρέθεσε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες με τη στιγμή που τον κατέβαζαν, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, καθώς δεν μπορούσε να περπατήσει: «Έλεγα ότι γυρίζω στην πηγάδα και θα βρω τους φίλους μου, σαν να γύριζα στην πατρίδα». Αλλά αντί για φίλους, τον περίμενε το απόλυτο σκοτάδι: «Όταν κατέβαζαν κάποιον από ανάκριση και φάλαγγα, για να μην τον δουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι, έλεγαν "όλοι κάτω". Έτσι, κατεβαίναμε όλοι στο υπόγειο για να δούμε ποιος δαρμένος περνάει. Και ήρθε η ώρα να ακουστεί και για μένα αυτό το "όλοι κάτω"».
Είπε ακόμη ότι το διάστημα της καραντίνας αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρει πως υπήρξε κακοποιητικός με τα παιδιά του. «Υπήρξαν σημεία που με προβλημάτισαν, να λες τα οικογενειακά σου, ή ότι έδινες μπάτσες στα παιδιά σου, γιατί αυτό έκανα. Εμείς μεγαλώσαμε έτσι. Μας βαράγανε οι δάσκαλοι, οι γονείς. Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό», ανέφερε ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλώντας στο «Στούντιο 4» της ΕΡΤ. Συμπλήρωσε ότι ζητά συγγνώμη από τα παιδιά του, που είναι πλέον ο ένας 52 και ο άλλος 54.
Αποκάλυψε επίσης την περιπέτεια με τη δικαστική διαμάχη για το τραγούδι «Ντιρλαντά». Όπως εξήγησε, «εγώ το έμαθα από τη μεγάλη λαογράφο Δόμνα Σαμίου. Δεν είπα ποτέ ότι είναι δικό μου., Μια διασκευή έκανα. Και ήρθε ένας συμπαθέστατος καπετάνιος από την Κάλυμνο και μου λέει "είναι δικό μου, μου το κλέψανε"...».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μίλησε και για τα (αρνητικά) σχόλια που λάμβανε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. «Είμαι και λίγο τυχοδιώκτης, φαίνεται. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με σνόμπαρε, έλεγε "αυτός ο τυχοδιωκτικός τύπος". Ήταν όλο κακίες αλλά ήταν χαριτωμένος στο πώς τα έλεγε. Όταν έφυγα από την Θεσσαλονίκη, μου είπε με εκείνη τη φωνή του: Πρόσεξε, η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει».
Αποκάλυψε ότι η «μεγάλη λατρεία» του ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις ενώ χαρακτήρισε «αγαπημένο» καλλιτέχνη τον Λουκιανό Κελαηδόνη. Τόνισε δε, πως έχει σταματήσει πια να γράφει τραγούδια.