Πώς πήγα πρώτη φορά στον ψυχίατρο
Με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα για την Κατάθλιψη, ένας συντάκτης του Flash.gr θυμάται τη δική του περιπέτεια μέχρι να πράξει τα δέοντα.
Θυμάμαι ακόμα τι πέρασα μέχρι να πάω σε ψυχίατρο. Στον ψυχίατρο. Τα νεύρα μου είχαν διαλυθεί, η ζωή μου ήταν άνω κάτω, η κούραση απερίγραπτη, ο ανδρικός μου εγωισμός είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Συνδυασμός που σκοτώνει. Κυριολεκτικά. Πόσο νομίζεις ότι θέλει για να απορροφηθείς στις σκέψεις σου και να π.χ. τρακάρεις;
Αυτά τα λέω τώρα. Τότε κι εγώ νόμιζα ότι δεν έτρεχε τίποτα με εμένα. Οι άλλοι. Αποκλείεται εγώ. Και δεν πας στον ψυχίατρο, είναι πολύ βαρύ. Τι θα πει η κοινωνία; Στους γύρω λες ότι πας στον νευρολόγο. Στον εαυτό σου λες ότι πας στον γιατρό. Τώρα, το ότι τυγχάνει να βλέπει κάποιες βαριές περιπτώσεις, νομίζεις, είναι τυχαίο.
Το πριν
Πριν πάω στον ψυχίατρο, είχα χρόνια να κοιμηθώ μεσημέρι. Θυμάμαι τη μοναδική εξαίρεση σαν να ήταν χθες, 13 χρόνια πριν. Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου, Κυριακή, μετά από ξενύχτι και η αδερφή του έφευγε για Ινδία, οπότε έπρεπε να την πάω στο αεροδρόμιο. Αυτή με είδε να κοιμάμαι, νόμιζε ότι ήμουν κάποιος άλλος, με άφησε να κοιμηθώ. Δεν την πήγα ποτέ στο αεροδρόμιο.
Πέρα από αυτό. Θυμάμαι μέρες ολόκληρες που πήγαινα σαν ζόμπι στη δουλειά χωρίς να έχουν κλείσει αυτά τα κυκλώματα του εγκεφάλου και να νιώσω ξεκούραστος την επόμενη μέρα το πρωί. Άκουγα audiobooks για να με πάρει ο ύπνος και οι διάλογοι έπαιζαν στο μυαλό μου την επόμενη μέρα. Ήμουν ένας ζωντανός νεκρός. Σπάνια να κοιμηθώ εξάωρο. Άπιαστο… όνειρο να κοιμηθώ οκτάωρο. Οπότε ναι, μπορείς να πεις ότι ήμουν εξαντλημένος.
Τίποτα δεν πήγαινε καλά και στον δρόμο. Ενώ γενικά είμαι ένας προσεκτικός οδηγός, μερικές εβδομάδες πριν πάρω απόφαση ότι δεν πάει άλλο, είχα συγκρουστεί τρία μηχανάκια. Στη μία περίτπωση παραλίγο να γίνει κακό. Δεν έφταιγα εγώ, δεν είπαν τίποτα οι άνθρωποι, αλλά κι εγώ δεν τους είχα δει που πέρασαν από δεξιά. Και τα τρία περιστατικά θα έπρεπε να μου έχουν μιλήσει, αλλά τίποτα. Θεωρούσα ότι απλά ήταν κούραση.
Αυτό που θυμάμαι και μετανιώνω είναι ότι μάλωνα με όλους. Εξαπέλυα μύδρους. Έγραφα emails-ποταμούς. Πρωινάδικο. Αυτός έκανε εκείνο. Και εκείνη τη μέρα, είπε αυτό. Που το πήρε ο άλλος και το έκανε τόσο. Και δώσ’ του. Κανένας δεν είναι σωστός απέναντί μου, εγώ μόνο είμαι σωστός με όλους. Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, είμαι σίγουρος ότι με λίγο ύπνο θα ήμουν πιο κουλ.
Έφταιγε η δουλειά; Μπορεί. Αλλά ούτε στις διακοπές μπορούσα να κοιμηθώ. Κεφαλονιά 2011. Οι συνθήκες ιδανικές. Σούπερ προορισμός, ταξιδάρα, αυτοκίνητο στο καράβι τις εποχές που δεν ήθελες μια περιουσία, δωρεάν διαμονή, παραλιάρες, φίλοι. Χαλάρωση όμως τίποτα. Το ένα τσιγάρο διαδεχόταν το άλλο, ο ένας καφές τον άλλο, η πολυπόθητη ξεκούραση πουθενά. Δεν ξέρω πώς έβγαλα τη βδομάδα. Θεωρητικά θα έπρεπε να γυρίσω άλλος άνθρωπος και είχα γυρίσει χειρότερος. Μια από τις δικαιολογίες που τώρα θυμάμαι ήταν τα κουνούπια και το κρεβάτι εκεί όπου έμενα.
Το πρώτο μπαμ
Βλέποντας ότι ακουμπάω μηχανάκια, ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά ούτε στις διακοπές, ότι δεν κατέβαζα διακόπτη, είχα αρχίσει να παίρνω τα μέτρα μου. Λιγότερες ώρες δουλειά, λιγότερος χρόνος με αυτό που ονόμαζα τοξικό περίγυρο, λιγότερα ξενύχτια μεσοβδόμαδα (για δουλειά), μέχρι και τα προσωπικά μου είχα στρώσει. Ήμουν σε φάση ανάκαμψης, νόμιζα ότι μπορούσα να γυρίσω το ματς.
Νόμιζα! Στην πρώτη στραβή στη δουλειά, τα ίδια. Αυπνίες. Υπερδραστηριότητα. Υπερδιέγερση.
Οι νύχτες σε ένα τέτοιο επεισόδιο είναι δύσκολες. Δεν κοιμάσαι στις δύο; Κανένα πρόβλημα, αράζεις μέχρι τις τέσσερις. Δεν κοιμάσαι στις τέσσερις; Σε ζώνουν τα φίδια. Σε ζώνουν τα φίδια; Δεν κοιμάσαι ούτε στις έξι και πας κατευθείαν στη δουλειά σου. 7 το πρωί. Δεν το έχεις κάνει πολλές εβδομάδες, αλλά τώρα πας.
Η πρωινή βάρδια σε κοιτάει με απορία. Βλέπουν ότι είσαι κάτασπρος και σε κοιτάνε στραβά. Βλέπουν τα κόκκινα μάτια, ξέρουν ότι παίζει πρόβλημα. Έχουν καταλάβει ότι το έχεις πάει σερί, αλλά δεν ξέρουν γιατί. Δε σε νοιάζει γιατί η δουλειά σε απασχολεί. Σε παρηγορεί η σκέψη ότι θα πας νωρίτερα σπίτι και θα κοιμηθείς. Το πρώτο συμβαίνει, αλλά το δεύτερο όχι.
Ξανά οι σκέψεις. Ξανά η υπερανάλυση. Ξανά τα τσιγάρα. Ξανά οι καφέδες. Repeat. Τώρα έχεις σοβαρό πρόβλημα. Θα έπρεπε να έχεις ξεραθεί. Αλλά δεν μπορείς να κοιμηθείς με τίποτα. Ξεκινάς το Sudoku. Βάζεις όλα τα τριάρια, μετά τα τεσσάρια, μετά διαγώνια, μετά κάθετα. Πάει και αυτό. Το έλυσες. Πάμε στο επόμενο. Οι σκέψεις πετάγονται χωρίς να το θες. Δεν μπορείς να κοιμηθείς, αλλά δεν μπορείς να κατεβάσεις διακόπτες. Το μυαλό βρίσκει ένα μοτίβο και κολλάει. Θέλει να λύσει το παζλ. Θέλει οπωσδήποτε να ξέρει.
Και οι αϋπνίες συνεχίζονται.
Όταν δεν μπορούσα άλλο
Για να φτάσεις στο κατώφλι του ψυχιάτρου πρέπει να παραδεχτείς ότι υπάρχει πρόβλημα ή να φτάσεις στο απροχώρητο. Εγώ το δεύτερο. Έκανα να κοιμηθώ μέρες, εβδομάδες. Δεν μπορούσα άλλο. Ήμουν εξαντλημένος φυσικά και ψυχολογικά. Χρειαζόμουν επειγόντως λύση. Δεν ήξερα τι. Κάποιος άλλος ευτυχώς, ένας φίλος γιατρός, ήξερε που πρέπει να με κατευθύνει γιατί τα ίδια είχε τραβήξει και αυτός. Είχε πάθει και ήξερε.
Η επίσκεψη στον ψυχίατρο είναι το πρώτο βήμα. Δεν έχεις εγγυημένα αποτελέσματα, θα κάνει ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει και θαύματα. Εγώ μιλούσα ακατάσχετα. Του εξηγούσα το πρόβλημα και αυτός ψιλοκοίταζε αδιάφορος. Λογικά είχε ακούσει το ίδιο στόρι δεκάδες φορές: Στρες, άγχος, τοξικός περίγυρος, ακατάστατα ωράρια. Το μόνο που του έκανε εντύπωση, θυμάμαι, ήταν το «αρκετά» όταν με ρώτησε για σωματική άσκηση. Μόνο αυτό δεν κολλούσε στη δική του ιστορία.
Κατά τα άλλα, η διάγνωση ήταν απλή: γενικευμένη αγχώδης διαταραχή και κατάθλιψη. Μου έγραψε ένα κουτί αντικαταθλιπτικά, άρχισα να κοιμάμαι σαν άνθρωπος μετά από μία εβδομάδα. Η λύση είχε βρεθεί. Μέχρι να σταματήσω να τα παίρνω και να έχω τα ίδια. Και τα ξαναξεκίνησα. Δεν θέλω να σε κουράσω. Θέλω να σου πω ότι συνήθως το πρόβλημα είναι το μέσα και όχι το έξω. Είναι το εσύ και όχι οι άλλοι. Και είναι μια υπέροχη ευκαιρία για να κάνεις το πρώτο βήμα για την ψυχική σου υγεία και να μιλήσεις σε κάποιον ειδικό που ξέρει από αυτά τα πράγματα.
Στο χέρι σου είναι.