Πώς ήταν το πρόσωπο του Ιησού – Η αμφιλεγόμενη αναδημιουργία του από την τεχνητή νοημοσύνη
Ιταλοί ερευνητές με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, δημιούργησαν την μορφή που αποτυπώνεται στη Σινδόνη του Τορίνο.
Τελικά πώς έμοιαζε ο Ιησούς; Το ερώτημα αυτό για αιώνες ταλανίζει θεολόγους, καλλιτέχνες και πιστούς χριστιανούς. Οι καλλιτέχνες ανά τους αιώνες αναπαριστούσαν το πρόσωπο του Ιησού με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την εποχή. Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια υπάρχουν πολλά δείγματα με τη μορφή του Ιησού να αναπαρίσταται φρεσκοξυρισμένος.
Ωστόσο στην πορεία καθιερώθηκε η μορφή του ως γενειοφόρου. Ωστόσο άγνωστο παραμένει η μορφή του προσώπου του. Είχε μακριά ή κοντή γενειάδα; Είχε μακριά μαλλιά ή ήταν κοντοκουρεμένος; Προφανώς και δεν υπάρχουν πειστήρια, ωστόσο σε ένα κειμήλιο που βρίσκεται στο Τορίνο, στη λεγόμενη Ιερά Σινδόνη υπάρχει αποτυπωμένη μια μορφή που αποδίδεται στον Ιησού, μιας και η Σινδόνη που θεωρείται αυθεντική ήταν το σάβανο που τυλίχθηκε το σώμα του Ιησού μετά τη σταύρωση αφήνοντας το αποτύπωμά του πάνω στο ύφασμα.
Τώρα, Ιταλοί ερευνητές με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, δημιούργησαν την μορφή που αποτυπώνεται στη Σινδόνη. Ωστόσο, το αποτέλεσμα θεωρείται ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο από θεολόγους, ιστορικούς και ερευνητές.
Τι γνωρίζουμε για τη Σινδόνη
Η Σινδόνη του Τορίνο, ή Ιερά Σινδόνη, είναι ένα κομμάτι λινό ύφασμα πάνω στο οποίο είναι αποτυπωμένη η εικόνα ενός γενειοφόρου άνδρα, και η τοποθέτηση του πάνω στο ύφασμα πιστεύεται ότι ταιριάζει σε σώμα που έχει σταυρωθεί και τραυματιστεί.
Έχει αποτελέσει πηγή διαμάχης μεταξύ της θρησκευτικής και της επιστημονικής κοινότητας για πολλά χρόνια, καθώς υποστηρίζεται ότι πρόκειται για το σάβανο στο οποίο εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού, μετά την αποκαθήλωσή του από τον Σταυρό, ενώ σύμφωνα με κάποιες επιστημονικές μελέτες αποτελεί απλώς ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Η Σινδόνη είναι ένα λινό ύφασμα κιτρινωπού χρώματος, διαστάσεων 4,3 μέτρων μάκρος και 1,1 μέτρων φάρδος, που φυλάσσεται από το 1578 στον καθεδρικό ναό του Τορίνο. Η ύφανση του είναι από ψαροκόκαλο από ίνες λιναριού, υλικά που χρησιμοποιούνταν την εποχή του Ιησού Χριστού. Μέχρι προσφάτως οι επιστήμονες τη χρονολογούσαν την εποχή του Μεσαίωνα.
Τώρα, Ιταλοί ερευνητές χρησιμοποίησαν μια νέα τεχνική που περιελάμβανε ακτίνες Χ για να χρονολογήσουν το υλικό της Σινδόνης και επιβεβαίωσαν ότι προέρχεται γύρω στην εποχή του Ιησού. Ειδικότερα, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια νέα τεχνική που περιελάμβανε ακτίνες Χ για να χρονολογήσουν το υλικό της Σινδόνης και επιβεβαίωσαν ότι προέρχεται γύρω στην εποχή του Ιησού, πριν από περίπου 2.000 χρόνια.
Το 1988, μία διεθνής ομάδα μελετητών ανέλυσε ένα μικρό τμήμα της Σινδόνης με τη μέθοδο της χρονολόγησης με άνθρακα, η οποία έδειξε ότι το σάβανο πιθανώς δημιουργήθηκε κάπου μεταξύ του 1260 και του 1390 μ.Χ. Πραγματοποίησε μία αναλυτική χρονολόγηση με ραδιοάνθρακα, σε τρία διαφορετικά εργαστήρια και κατέληξε ότι το λινό υφάνθηκε τον Μεσαίωνα.
Για τη νέα μελέτη, οι επιστήμονες από το Ιταλικό Ινστιτούτο Κρυσταλλογραφίας του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, χρησιμοποίησαν την τεχνική σκέδασης ευρείας γωνίας ακτίνων Χ (WAXS). Η εν λόγω τεχνική υπολογίζει τη φυσική επίδραση του χρόνου στην κυτταρίνη του λιναριού, εκτιμώντας τη χρονολογία παραγωγής του.
Η ομάδα εξέτασε με ακτίνες Χ έξι μικρά δείγματα από το ύφασμα της Σινδόνης του Τορίνου, με σκοπό την ανακάλυψη μικρών λεπτομερειών της δομής του λινού και των μοτίβων της κυτταρίνης. H κυτταρίνη αποτελείται από μακριές αλληλουχίες μορίων γλυκόζης, οι οποίες διασπώνται με τον χρόνο, μαρτυρώντας την ηλικία ενός ενδύματος.
Για τη χρονολόγηση της Σινδόνης, η ομάδα αξιοποίησε ορισμένες παραμέτρους της ηλικίας, μεταξύ των οποίων είναι η θερμοκρασία και η υγρασία, οι οποίες προκαλούν έντονη διάσπαση της κυτταρίνης.
Επίσης, η ομάδα συνέκρινε το σάβανο με δείγματα από άλλα λινά που υφάνθηκαν μεταξύ του 1260 και του 1390 μ.Χ., χωρίς να βρουν καμία αντιστοιχία.
O κύριος συγγραφέας της μελέτης, Liberato De Caro, σε δήλωσή του εξήγησε ότι, η μελέτη του 1988 λογικά πρέπει να θεωρηθεί λάθος, επειδή «κατά κανόνα, τα δείγματα από υφάσματα υπόκεινται σε κάθε μορφής μόλυνση, η οποία είναι αδύνατον ν’ απομακρυνθεί εντελώς από το χρονολογούμενο δείγμα». «Αν δεν έχει προηγηθεί σχολαστικός καθαρισμός του δείγματος, η ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα 14 δεν είναι αξιόπιστη», σημειώνει.