Politico: Γιατί ο Πούτιν επιτέλους διαπραγματεύεται για την Ουκρανία
Τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, ο Πούτιν έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει μπροστά στην αιματοχυσία.
Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εξετάζουν το ενδεχόμενο συνάντησης τις επόμενες εβδομάδες, αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί η Μόσχα δείχνει πλέον διατεθειμένη να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Τρία χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αποδείξει ότι δεν διστάζει μπροστά στην αιματοχυσία. Και αν στόχος του ήταν να εγκαθιδρύσει μια φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο, απέχει ακόμα πολύ από την επίτευξή του. Ωστόσο, υπάρχει και μια τρίτη, λιγότερο συζητημένη εξήγηση για την αλλαγή στάσης του Ρώσου προέδρου:
Η Μόσχα σύντομα θα δυσκολεύεται να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.
Η επικρατούσα αφήγηση για τη ρωσική οικονομία υπογραμμίζει το μικρό έλλειμμα του προϋπολογισμού και το χαμηλό δημόσιο χρέος (περίπου 20% του ΑΕΠ), στοιχεία που θεωρητικά υποδηλώνουν υγιή δημοσιονομικά. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική παράμετρος: Οι δυτικές κυρώσεις έχουν περιορίσει τη δυνατότητα της Μόσχας να αντλεί κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, αφήνοντας στο Κρεμλίνο μικρά περιθώρια ελιγμών για τη χρηματοδότηση του - μικρού αλλά υπαρκτού - δημοσιονομικού ελλείμματος, αναφέρει το Politco σε ανάλυσή του.
Αρχικά, η Ρωσία στράφηκε στις εγχώριες τράπεζες, πιέζοντάς τες να αγοράζουν κρατικά ομόλογα. Αυτή η στρατηγική λειτούργησε σχετικά καλά το 2022 και το 2023, όμως το 2024 άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές. Υπό την πίεση του Κρεμλίνου να χορηγούν δάνεια δισεκατομμυρίων σε αμυντικές βιομηχανίες, ενώ ταυτόχρονα αγοράζουν κρατικά ομόλογα, οι ρωσικές τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με έλλειψη ρευστότητας. Στα τέλη του 2024, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ακυρώσει δημοπρασίες ομολόγων λόγω έλλειψης επενδυτών.
Το σχέδιο Γ: Το Ρωσικό Εθνικό Ταμείο Πρόνοιας
Με την εγχώρια δανειοδότηση να καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, η Μόσχα στράφηκε στο Ρωσικό Εθνικό Ταμείο Πρόνοιας (NWF).
Αρχικά, αυτή φάνηκε ως βιώσιμη επιλογή. Στις αρχές του 2022, τα ρευστοποιήσιμα αποθεματικά του ταμείου ανερχόταν σε σχεδόν 10 τρισεκατομμύρια ρούβλια (περίπου 110 δισεκατομμύρια δολάρια), ποσό που θεωρήθηκε αρκετό για να καλύψει το έλλειμμα του πολεμικού προϋπολογισμού για αρκετά χρόνια. Όμως, ακόμα και τα μεγαλύτερα αποθέματα κάποτε εξαντλούνται, και σήμερα—τρεις χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου—οι ρευστοποιήσιμες καταθέσεις του NWF έχουν μειωθεί κατά 60%.
Το 2025 προμηνύεται δύσκολο για τη ρωσική οικονομία. Μόνο τον Ιανουάριο, το μηνιαίο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν 45% υψηλότερο από τον ετήσιο στόχο του 2025.
Η απειλή της οικονομικής κατάρρευσης
Από τη σκοπιά της Μόσχας, αυτά τα στοιχεία προκαλούν συναγερμό: Αν οι δημοσιονομικές δαπάνες παραμείνουν στα επίπεδα του Ιανουαρίου, τα αποθέματα του NWF θα μπορούσαν να εξαντληθούν σε μόλις τρεις μήνες. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί τόσο γρήγορα, το 2025 πιθανότατα θα είναι η τελευταία χρονιά που η Ρωσία θα μπορεί να καλύψει το έλλειμμα αντλώντας από αυτά τα αποθέματα.
Και αν τελειώσουν τα χρήματα;
Με τις ρωσικές τράπεζες ήδη βυθισμένες στο χρέος, μια πιθανή στάση πληρωμών της ρωσικής κυβέρνησης θα μπορούσε να πυροδοτήσει πλήρη οικονομική κρίση. Αν συμβεί αυτό, το Κρεμλίνο θα δυσκολευτεί να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα, καθώς δεν θα υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για τη διάσωσή του. Η οικονομία της Ρωσίας, η οποία λειτουργεί σαν «χάρτινος πύργος», θα μπορούσε να καταρρεύσει.
Το πραγματικό κίνητρο του Πούτιν: Οικονομική ανάσα
Η Ρωσία ξεμένει από επιλογές. Το Κρεμλίνο δεν έχει εναλλακτικό σχέδιο για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος, γεγονός που γεννά ερωτήματα για τη δυνατότητά του να συνεχίσει τον πόλεμο. Από αυτή την οπτική, ο Πούτιν ίσως επιδιώκει στους διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ να εξασφαλίσει μια οικονομική ανάσα—είτε μέσω χαλάρωσης των κυρώσεων (όπως η άρση των αμερικανικών περιορισμών στη δυνατότητα της Ρωσίας να αντλεί εξωτερικό χρέος) είτε μέσω μιας εκεχειρίας, που θα επέτρεπε στη Μόσχα να ανασυντάξει τα οικονομικά της μειώνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024, ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών της Ουκρανίας, Κιρίλο Μπουντάνοφ, είχε προβλέψει ότι, λόγω οικονομικών προβλημάτων, η Ρωσία θα επιχειρούσε να τερματίσει τον πόλεμο το 2025.
Και τώρα, αυτή η πρόβλεψη μοιάζει να επιβεβαιώνεται.
Ο λόγος που ο Πούτιν δείχνει διατεθειμένος να διαπραγματευτεί είναι απλός: Θέλει να αποφύγει μια ταπεινωτική οικονομική κατάρρευση.