Ο Μοχάμεντ Αλί, τόλμησε να πει όχι στον πόλεμο και «λύτρωσε» ένα ολόκληρο έθνος
«Όχι εγώ δεν θα φύγω 10.000 μίλια από την πατρίδα για να βοηθήσω στη δολοφονία και στην πυρπόληση μιας άλλης φτωχής χώρας απλώς για να συνεχιστεί η κυριαρχία των λευκών δουλοκτητών πάνω στους σκουρόχρωμους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ήρθε η μέρα, που αυτό το κακό πρέπει να τελειώσει» Με αυτά τα λόγια ο Μοχάμεντ Αλί, κατάφερε να σώσει τον τρόπο και την σκέψη ενός ολόκληρου έθνους.
Η ιστορία του κορυφαίου πυγμάχου που έχει περάσει ποτέ από την γη Μοχάμεντ Αλί, δεν είναι σε όλους γνωστή. Σίγουρα κάπου, κάπως, κάποτε θα έχουμε ακούσει το όνομα του, αλλά η αλήθεια είναι, ότι η ιστορία που συνοδεύει την ζωή του και έχει «χαραχτεί» στην καριέρα του, είναι πιο πάνω ακόμα και από την πορεία του. Και αυτό είναι μάλιστα που έχει και την ομορφότερη αξία.
Πριν 57 χρόνια ξημέρωσε η ημέρα, που ο Αλί τόλμησε να θυσιάσει την «λαμπερή» καριέρα του και να βάλει πιο πάνω τον άνθρωπο... από τον αθλητή. Πριν 57 χρόνια, μια ημέρα σαν και σήμερα ο Αμερικάνος πυγμάχος θα τα έβαζε με όλους, ακόμα και με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, για να αποδείξει ότι στην τελική, σημασία έχουν οι πράξεις και όχι τα λόγια.
«Η σύσταση, πριν την ιστορία»
Αν είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποιες συστάσεις, για τον Αμερικανό πυγμάχο, προτού ξεδιπλώσουμε την ιστορία του, ας είναι. Ο Μοχάμεντ Αλί, ήταν εκείνο, το ιδιαίτερο, εκείνης της εποχής. Γεννήθηκε στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι στο νότο των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1942. Σε μια δεκαετία που οι έγχρωμοι στην Αμερική, γνώριζαν την πλήρη απαξίωση. Ο Αλί, κατάφερε από πολύ μικρός, να δείξει και να αποδείξει, τι επρόκειτο να συμβεί στο χώρο της πυγμαχίας.
Σε ηλικία μόλις 18 χρονών, είχε πανηγυρίσει και όλας το πρώτο του χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 87,5 κιλών. Αυτή ήταν και η αρχή, της ιστορίας του κορυφαίου, όπως εξελίχθηκε, πυγμάχου όλων των εποχών. Οι νίκες και οι κατακτήσεις μετά, ήταν απλά τρόπος ζωής για εκείνον. Το υπεροπτικό σε συνδυασμό με ειρωνικό του βλέμμα, σε κάθε αναμέτρηση ήταν και εκείνο που τους είχε τρελάνει όλους. Μόνο αν αναλογιστούμε ότι στην πορεία του, μέτρησε 56 νίκες και μόνο πέντε ήττες, κατακτώντας τρεις φορές τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, αρκεί για να καταλάβουμε περί τίνος αθλητή πρόκειται.
Η χώρα της Αμερικής, ζούσε σε στιγμές πλήρης παράνοιας και ρατσισμού. Ο Αλί μόλις είχε γίνει το είδωλο των πάντων. Οι ριζοσπαστικές του και φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ήρθαν να «κουμπώσουν» πάνω στον πετυχημένο αθλητή και να τους «μαγέψει» . Ο έγχρωμος αυτός άντρας, ήταν έτοιμος να τα βάλει με όλους και με όλα για να αλλάξει τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο αντιμετώπισης, το τρόπο που αντικρύζουμε το διαφορετικό.
«Το «όχι» στον πόλεμο και η αρχή της καταστροφής»
Ο Μοχάμεντ Αλί, είχε τα... κότσια να απαρνηθεί τον πόλεμο. Να τα βάλει με την ίδια την κυβέρνηση, τιμώντας τα πιστεύω του, χωρίς να ενδιαφερθεί για το κόστος της ζημιάς, που θα ήταν ολέθρια.
Το Φεβρουάριο του 1966, του ήρθε η επιστολή, για να υπηρετήσει στον πόλεμο των ΗΠΑ απέναντι στην χώρα του Βιετνάμ. Ριζοσπάστης, αληθινός και ξεκάθαρος. Αρνήθηκε. Κρίθηκε ένοχος. Λιποτάκτης από την κοινότητα της Αμερικής, και μόλις είχε βάλει σε δίλλημα, κάποιους από τους φανατικούς οπαδούς του. Ο ίδιος ωστόσο δήλωνε θερμά δημοσίως:
«Γιατί θα πρέπει να μου ζητήσουν να βάλω μια στολή και να πάω 10.000 μίλια μακριά απ’ την πατρίδα και να ρίχνω βόμβες και σφαίρες σε μελαψούς ανθρώπους στο Βιετνάμ, ενώ οι άνθρωποι που αποκαλούνται Αράπηδες αντιμετωπίζονται στο Λούισβιλ σαν σκυλιά και τους αρνούνται απλά ανθρώπινα δικαιώματα; «Έχω προειδοποιηθεί ότι αν κρατήσω μια τέτοια στάση θα μου κοστίσει εκατομμύρια δολάρια. Αλλά το έχω πει μια φορά και θα το πω και πάλι. Ο πραγματικός εχθρός του λαού μου είναι εδώ.
Δεν θα ντροπιάσω τη θρησκεία μου, τον λαό μου ή τον εαυτό μου με το να γίνει ένα εργαλείο για να υποδουλώσω όσους αγωνίζονται για τη δική τους δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ισότητα... Αν πίστευα ότι ο πόλεμος επρόκειτο να φέρει την ελευθερία και την ισότητα στα 22 εκατομμύρια του λαού μου, δεν θα χρειαζόταν να με επιστρατεύσουν, θα έπαιρνα μέρος αύριο. Δεν έχω τίποτα να χάσω εάν σταθώ όρθιος για τις πεποιθήσεις μου. Γι’ αυτό και θα πάω στη φυλακή, και τι έγινε; Βρισκόμαστε ήδη στη φυλακή 400 χρόνια».
Κουβέντες που συγκλόνιζαν. Με αυτά τα λόγια η στήριξη «πυροδοτήθηκε». Είχαν καταλάβει και οι δύσπιστοι πια, την πραγματική αλήθεια, την αξία της υπόθεσης.
«Η τιμωρία χωρίς γυρισμό»
Ο Αλί συνελήφθη και ήρθε αντιμέτωπος με ποινές που θα του στοίχιζαν πολλά. Βρισκόμενος απέναντι από πενταετή φυλάκιση και πρόστιμο 10 χιλιάδων δολαρίων. Η άρνηση, έφερε και την απαγόρευση να αγωνίζεται σαν πυγμάχος. Τα παγκόσμια πρωταθλήματά, και οι «χρυσοί» του τίτλοι μόλις του είχαν αφαιρεθεί. Λίγους μήνες αργότερα σε μια δίκη παρωδία οι ένορκοι αποφασίζουν την ανοχή του. Ο Αλί θα μείνει πραγματικός εκτός φυλακής, αλλά θα ζει στην δική του. Τέσσερα χρόνια, μακριά από εκείνο που του έδινε ζωή. Ήταν πράγματι πολλά.
Στα μεσοδιαστήματα, προσπαθούσε να «αναπνεύσει» μέσα από κινήματα και λόγους του, για την ισότητα και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των μαύρων.
«Το Τέλος»
Μετά από τέσσερα χρόνια ο Αλί ξανά δικάζεται, αλλά αυτή την φορά θα αθωωθεί και μάλιστα με το συντριπτικό 8-0 υπέρ του. Η άσκηση του επαγγέλματος, και ότι είχε χάσει, είχε ανακτηθεί και πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του από εκεί όπου την είχε αφήσει. Φυσικά πάντα με εκείνα τα πιστεύω που τον έκαναν μοναδικό.
Ας κλείσουμε την ιστορία με την φράση του Μπράιαν Κάμπελ αρκετά χρόνια πριν, που ξεχωρίζει και αποτυπώνει γρήγορα και σοφά απόλυτα τον Αμερικάνο: «Ο Μοχάμεντ Άλι αρνήθηκε να φοβάται. Και με αυτόν τον τρόπο, έδωσε σε άλλους ανθρώπους θάρρος».
Ευαγγελία Φάκα