«Με πήρε η κόρη μου, τσίριζε: μάνα φοβάμαι καιγόμαστε» - Ανατριχιαστικές καταθέσεις για το Μάτι
Συνεχίζεται για ακόμη μια ημέρα ο μαραθώνιος των καταθέσεων των μαρτύρων στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Συνεχίζεται για ακόμη μια ημέρα ο μαραθώνιος των καταθέσεων των μαρτύρων στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με τις περιγραφές των ίδιων να συγκλονίζουν και να ανατριχιάζουν.
Ιστορίες δίχως τέλος, με τραγικές καταλήξεις και οικογένειες που ακόμη και 6 χρόνια μετά παλεύουν για δικαίωση των συγγενών που έχασαν στη φονική πυρκαγιά τον Ιούλιο του 2018.
Την Πέμπτη 29 Αυγούστου, στο βήμα κάθισαν πολυεγκαυματίες και συγγενείς θυμάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και η Μαρία Αβραμίδου, η οποία έχασε τη μητέρα της, την αδερφή της, τον γαμπρό και τον ανιψιό της. Η ίδια περιγράφοντας εκείνη τη μοιραία μέρα αναφέρει: «Στις 23.7.2018 ήμασταν στο σπίτι μας στο Μάτι, σε μικρή απόσταση από την θάλασσα. Ήμασταν στο σπίτι η μητέρα μου η αδερφή μου ο γαμπρός μου ο ένας ανιψιός μου εγώ και η κόρη μου. Το μεσημέρι ακούσαμε τη φωτιά στην Κινέτας. Είχα μια υποχρέωση να πάω σε εκδήλωση. Στην τηλεόραση άκουσα ότι είχε και στην Καλλιτεχνούπολη φωτιά. Μου είπαν να ξεκινήσω νωρίτερα. Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Στις 17.30 είπαν φύγε, η ειρωνεία ότι ανησυχούσαν για μένα. 17.55 πήρα την κόρη μου να πάμε Περισσό».
«Κάποιοι από τον Βουτζά άρχισαν να έρχονται σπίτι μας γιατί φοβήθηκαν. Βγήκα στην Κυανής Ακτής. Φεύγω και μόλις φτάνω στην πρώτη είσοδο του Βουτζά είδα καπνούς και δυο υδροφόρες με εθελοντές. Λέω στην κόρη μου, πάρε τηλέφωνο τη γιαγιά και πες τους να φύγουν από το σπίτι. Τους τηλεφώνησε και άρχισαν να ετοιμάζονται να φύγουν για την Λούτσα. Έφτασα γρήγορα στον Περισσό, στις 18.15 ξαναμιλώ με την αδερφή μου που ήταν σε απόλυτο πανικό, έκλαιγε, έλεγε θα καεί το σπίτι. Μίλησα με την μητέρα μου. Πήραν 3 διαφορετικά αυτοκίνητα. Μπλοκαρίστηκαν στη λεωφόρο Δημοκρατίας. Στο τηλέφωνο η μάνα μου είπε τι είναι αυτό φωτιά; Και μου το κλείνει», συνεχίζει.
«Κάθε καλοκαίρι ήμουν στο Μάτι. Είχα δει πολλές φωτιές. Πότε η φωτιά δεν πέρασε την Μαραθώνος. Δεν ένιωθα ανασφάλεια Ξαναπαίρνω τη μαμά μου και τα τηλέφωνα είχαν νεκρώσει. Όλων. Ανησύχησα. Έπαιρνα τηλέφωνα στην Πυροσβεστική, 19.30 το σήκωσε κάποιος και του λέω τι γίνεται στο Μάτι αναζητώ 4 ανθρώπους. Δεν ξέρω τι γίνεται μου είπε, θα σας καλέσω μόλις μάθω. Δεν με πήρε ποτέ. Έχουν σύγχυση οι ώρες αυτές για μένα. Άρχισαν να πηγαίνουν ανθρώπους στα νοσοκομεία. Είπαμε να πάμε σε διάφορα νοσοκομεία για να τους ψάξουμε».
«Άκουσα στο δρόμο ότι άνοιξε το λιμάνι της Ραφήνας και φέρνουν κόσμο. Πήρα πετσέτες και πήγα στις 23.30. Έβλεπα βάρκες να έρχονται και έψαχνα τους δικούς μου. Στη μια η ώρα είδα γνωστό μου σε Βάργκας μαυρισμένο από καπνό και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω. Κόπηκαν τα πόδια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι δικοί δεν μπόρεσαν να σωθούν. Οι τελευταίες βάρκες έφεραν τουρίστες. Από τις 11 μέχρι τις 5 το πρωί ήταν και ένας κύριος που έψαχνε και αυτός τον αδερφό του. Μου πρότεινε να πάω στο λιμεναρχείο να τους δηλώσω ως αγνοούμενους».
«Ο άλλος γιος της αδερφής μου ήταν στην Κρήτη. Τον ξύπνησα του είπα να έρθει και ήρθε. Όταν ήρθε πήγαμε στο Μάτι και είδανε βομβαρδισμένο τοπίο, σαν σκηνή σκληρού πολέμου. Βρήκαμε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα. Αναθαρρήσαμε ότι βρίσκονται κάπου. Η αναζήτηση κράτησε μέρες. Μου είπαν να πάω στο Γουδί για dna. Εκεί υπήρχε και ψυχολόγος. Η ταυτοποίηση έγινε στις 29 Αυγούστου. Όλες αυτές τις μέρες είχα τον ανιψιό σε κακή κατάσταση. Όλοι μας. Μας ενημέρωσαν για την ταυτοποίηση τους. Στις 30.8 το γραφείο τελετών πήγε να παραλάβει ότι είχε απομένει. Απανθρακώθηκαν η μητέρα μου, η αδερφή μου, ο γαμπρός μου και ο ανιψιός μου».
«Εγώ τώρα τι θα απογίνω, μου είπε ο ανιψιός μου. Του είπα να μην φοβάται θα προχωρήσουμε μαζί. Τα χρόνια μέχρι σήμερα πολύ δύσκολα. Το παιδί αυτό πέρασε δύσκολα. Φοβόμουν να μην κάνει κακό στον εαυτό του να μην μπλέξει. 6 χρόνια μετά, όλα στάχτες στη ζωή μας, έπρεπε από τις στάχτες να ξαναγεννηθούμε για να προχωρήσουμε. Είναι κάτι που δεν θα περάσει ποτέ. Η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη. Αδιανόητο ότι 32 χλμ από την Βουλή των Ελλήνων χάθηκαν 103 άνθρωποι, τόσοι εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι, τίποτα δεν πήγε καλά».
«Βρέθηκε μια οικογένεια που έκλαιγε γιατί χάθηκε η μητέρα τους, εκεί μάθαμε για νεκρό»
Στο βήμα βρέθηκε σήμερα και η Αγγελική Παλαιολογοπούλου, η οποία ήταν γειτόνισσα της προηγούμενης οικογένειας και σώθηκε χάρη στη βοήθειά τους. Η ίδια περιγράφοντας τις εφιαλτικές στιγμές, που έζησε αναφέρει ότι «στις 5 άκουσα θόρυβο, στάχτες έρχονταν καταπάνω μας. Μη έχοντας ακούσει κάποια σειρήνα, φαντάστηκα ότι ήταν από την Κινέτα. Ακούστηκε ότι υπήρχε φωτιά στο Νταού. Λίγη ώρα μετά συγγενείς μου πέρασαν από το Άρτιο για καφέ και άκουσαν από αστυνομικούς όταν θα κλείσει η Μαραθώνος. Φύγανε, μου έστειλε ένα βίντεο που φαινόταν η φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Ήξερα ότι ο Μάκης Κατσουλακης βοηθά πάντα, μου είπε ότι δεν είχε ενημέρωση. Μου είπε να ετοιμαστώ να πάω από εκεί και να μην φοβάμαι. Πήγε είδε και μου λέει μην αγχώνεσαι. Γύρω στις 6, με πήρε ο γιος του ο Πάρης. Μου είπε μην φύγετε, ερχόμαστε εμείς. Το σπίτι μου είναι 300 μέτρα από την θάλασσα. Στις 18.05 μου τηλεφώνησε. Ήρθαν πολύ γρήγορα. Με τρία αυτοκίνητα. Εγώ μπήκα στο πρώτο».
Στη συνέχεια, με τα αυτοκίνητα βγήκαν στην Περικλέους και από εκεί στη Δημοκρατίας, όπου έβλεπαν πυκνό καπνό να βγαίνει από το Μάτι, ενώ έστριψαν προς Ραφήνα και εκεί άρχισαν να εγκλωβίζονται. «Πολλή κίνηση, άρχισαν οι αναστροφές στα στενά και σε πιλωτές. Ο απόλυτος χαμός. Ήρθε η φωτιά και μπήκε μπροστά μας. Η Κάτια με τον γιο της ήταν σε πλήρη πανικό. Έφυγε μπροστά. Βγήκε ο Πάρης, ακολουθώ εγώ. Πάμε σε ένα στενό. Ο δρόμος αυτός έβγαζε στο οικόπεδο με τους 26. Οι 4 μαζί ακούμε μια φωνή. Η μαμά της Κάτιας ήταν πανικόβλητη. Η Κάτια έτρεξε προς τη μητέρα της. Εγώ παραμένω να σκέφτω τι θα κάνω. Γίνεται έκρηξη. Σκοτάδι. Φωνάζω. Δεν μου απαντάνε. Με άρπαξε ένας άνθρωπος. Ήταν 60 σκαλοπάτια να κατέβω για τη θάλασσα», αναφέρει.
«Πέφτανε οι καύτρες. Ένας που ήξερε μας είπε να κρατιόμαστε χέρι χέρι και να ήμαστε μέχρι τον ώμο στη θάλασσα. Μας βγήκε σε καλό. Μείναμε 4 ώρες στη θάλασσα και πάθαμε υποθερμία. Βγήκαμε έξω να συνέλθουμε. Εκεί βρέθηκε μια οικογένεια που έκλαιγε γιατί έγινε έκρηξη και χάθηκε η μητέρα τους. Εκεί μάθαμε για νεκρό. Ήρθαν τα αλιευτικά. Βοηθήσαμε και μεγάλους. Ήμασταν 40. Οι αλιείς είπαν να κάνουμε ησυχία να φωνάξουν με ντουντούκα για να μαζέψουν και άλλους. Ξεκινήσαμε για την Ραφήνα. Φτάσαμε στο λιμάνι όπου υπήρχαν εθελοντές μας έδωσαν νερό. Όταν έφτασα στο σπίτι έπαιρνα τηλέφωνο και δεν απαντούσαν. Άκουσα τον πρωθυπουργό που είπε ολα είναι καλά και λέω κάπου θα είναι, θα σώθηκαν. Επαναπαύτηκα. Πήγα σπίτι τους να τους δώσω στίγμα που βρισκόμασταν. Μέσα μου πίστευα ότι δεν είχαν σωθεί. Έχοντας ζήσει το θερμικό φορτίο. Τελικά έμειναν σε δύο οικόπεδα εκεί που είχαμε αφήσει τα αμάξια. Αν υπήρχε οργάνωση έστω μια ενημέρωση... Τους στέλνανε όλους στο Μάτι».
«Μας είχαν αφήσει στο έλεος»
Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Σπυρίδη ήταν, επίσης, ένα από τα 104 θύματα της πυρκαγιάς, ενώ η μητέρα του είναι εγκαυματίας.
«Στις 5 είδα μια ανάρτηση για μια φωτιά. Εγώ μένω Αγία Παρασκευή. Άρχισα να ψάχνω, δεν βρήκα άλλη ανάρτηση. Πήρα τηλέφωνο έναν γνωστό μου στην πυροσβεστική. Δεν είχε εικόνα. Είδα νέα ανάρτηση όπου έλεγε η φωτιά φτάνει Νέα Μάκρη. Το τηλέφωνο των δικών μου δεν απαντούσε. Στη Μαραθώνος υπήρχε μπλόκο. Έστριψα προς Καλλιτεχνούπολη, Πεντέλη, Νέα Μάκρη προσπαθώντας να φτάσω στο Μάτι. Δεν μπόρεσα. Μπήκα μέσα στη φωτιά. Ένας άνθρωπος με την βία με σταμάτησε για να μην πεθάνω. Έβγαλα τα ρούχα μου για να πλησιάσω μέσω θαλάσσης. Δέχτηκα τηλέφωνο από την σύζυγό μου που μου είπε ότι τα παιδιά μου είναι καλά όπως και οι γονείς μου αλλά με εγκαύματα. Δεν μπήκα στη θάλασσα. Από την ενημέρωση έμαθα ότι τα πήγαιναν στο Ραμάντα. Έμαθα ότι μπήκαν στο αυτοκίνητο, μποτιλιαρίστηκαν. Έφυγαν στην παραλία να σωθούν. Εκεί έγιναν τα εγκαύματα και στα παιδιά και στους γονείς μου», συγκλονίζει.
«Έμαθα από το ΕΚΑΒ ότι τα παιδιά πάνε στο Παίδων και οι γονείς στον Ευαγγελισμό. Ευτυχώς τα παιδιά εν ζωή. Μετά πήγα στους γονείς. Στο νοσοκομείο πανικός. Ο πατέρας μου μετά δύο μήνες δεν τα κατάφερε. Η μητέρα μου με άσχημη ποιότητα ζωής. Το έγκαυμα είναι μια άνιση μάχη».
Κλείνοντας ο ίδιος καταγγείλει: «Σε όλη τη διαδρομή που έκανα δεν είδα κανέναν. Ούτε περιπολικό ούτε πυροσβεστικό. Ακόμα και μετά τη φωτιά, η πρώτη ανάγκη ήταν οι μπαταρίες. Μας είχαν αφήσει στο έλεος. Η εγκατάλειψη από όλες τις πλευρές. Τα παιδιά μου είναι καλά. Υπήρχε υποστήριξη από την ψυχοδυναμική πτέρυγα του Γεννηματά. Έχουν εγκαύματα αλλά θα υπάρξει πρόοδος».
«Με πήρε η κόρη μου, τσίριζε "μάνα φοβάμαι καιγόμαστε"»
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η σύζυγος του Κωνσταντίνου Σπυρίδη, Μαρία Κωστόπουλου, η οποία πρόσθεσε πώς έζησε και η ίδια εκείνη την μοιραία ημέρα. «Εκείνη τη μέρα, όταν ήμασταν σε πανικό με τον σύζυγό μου, τα παιδιά μου 10 και 8 ετών, με τους παππούδες, ζούμε στη Βέροια, όταν καταλάβαμε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει, προσπαθούσα να σκεφτώ ποιον να καλέσω. Τα τηλέφωνα των πεθερικών μου καλούσαν και δεν απαντούσαν. Όταν ο σύζυγός μου έφυγε, στην απελπισία μου πήρα τον γαμπρό μου που είναι στο λιμενικό Ηρακλείου Κρήτης. Σε κατάσταση υστερίας του είπα ότι ψάχνουμε τα παιδιά, εκείνος πήρε στην υπηρεσία του, μου είπε δεν υπάρχει ανησυχία. Πίστεψα ότι είναι όλα καλά. Από άγνωστο κινητό με πήρε η κόρη μου τσίριζε «μάνα, φοβάμαι καιγόμαστε». Ο γιος μου χειρότερα, «καιγόμαστε πονάμε». Πήρα ξανά αυτό το κινητό αλλά δεν απαντούσε».
«Ώρες μετά ο σύζυγός μου μου είπε ότι είναι καλά τα παιδιά στο Ραμάντα. Ο πεθερός μου είχε αγκαλιάσει το γιο μου. Όλη του η πλάτη είχε εγκαύματα. Ο γιος μου κάηκαν τα αυτιά του και λίγο τα χέρια, ό,τι δεν είχε καλύψει η αγκαλιά του παππού. Πιο σοβαρά εγκαύματα η μικρή . Δεν είχα αντιληφθεί την κατάσταση. Ο πεθερός μου δεν με αναγνώρισε. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του ποτέ στη ζωή μου».
«Περνούσαν μπροστά μου άνθρωποι γυμνοί με εγκαύματα. Μετά ήρθε και η πεθερά μου. Μου είπε έχουμε φέρει τα παιδιά. Όταν πήγα να δω τα παιδιά ήταν μια λύτρωση για μένα. Δεν μπορούσα να τα αγκαλιάσω είχαν φουσκάλες.Μετά άρχισε το μαρτύριο. Ήμασταν όμως τυχεροί σε σχέση με άλλους. Το σοκ τεράστιο. Ακόμη υποστηριζόμαστε από ψυχολόγο ακόμη και τώρα. Δεν υπάρχει λόγος να νιώθω τύψεις. Ήταν η πρώτη χρονιά που είχα βρει δουλειά. Ήταν η πρώτη φορά που καλέσαμε τα πεθερικά μου μαζί μας».
«Είχα τον πατέρα μου δίπλα μου νεκρό στο νερό»
Ο πατέρας της Ελένης Παπαποστόλου ήταν ιερέας στον Άγιο Νικόλαο Χαλανδρίου και είχε πάει στο Μάτι για διακοπές. «Για τρεις γενιές παραθερίζαμε εκεί. Το σπίτι μου ήταν στο Κόκκινο Λιμανάκι, κοντά στη θάλασσα. Υπάρχει διάδρομος για τη θάλασσα - η περιοχή ανήκει στο δήμο Ραφήνας. Εκείνη τη μέρα στο Μάτι ήταν οι γονείς μου από το Χαλάνδρι γιατί είχε καύσωνα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε καρκίνο στα οστά αλλά τα είχε καταφέρει. Μας λέγανε ότι από οτιδήποτε άλλο θα φύγει όχι από καρκίνο. Ήταν χαρά Θεού εκείνη η μέρα. Ξέραμε όμως την πρόβλεψη για ανέμους».
«Γυρίζω προς Μάτι για να φύγω από τον παραλιακό. Έβαλα το αμάξι στην άκρη. Πήραμε το νερό μαζί μας για να πάμε στη θάλασσα. Ερχόταν πολύ καυτός αέρας. Σκεφτόμουν τον πατέρα μου. Φορούσε ράσο ο πατέρας μου. Μπήκαμε στο νερό μέχρι τα γόνατα. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε ούτε εκεί από τον καπνό και τις καύτρες. Βρήκαμε ένα ύφαλο και κάτσαμε εκεί. Κρατούσα στην αγκαλιά μου τον πατέρα μου, στο πλάι η μητέρα μου. Άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις ουρλιαχτά φωνές. Σαν πόλεμος».
«Η θάλασσα άρχισε να κάνει κυματισμούς. Παρασυρόμασταν. Απομακρυνόμασταν από την ακτή. Άρχισα να κουράζομαι. Ζητούσαμε βοήθεια. Φωνάζαμε. Δεν υπήρχε κανείς. Ξεκίνησαν πολλά κύματα. Προσπαθούσα να κρατήσω τον πατέρα μου στην επιφάνεια. Και ο πατέρας μου που είναι ψύχραιμος φώναζε βοήθεια. Έκανα τα πάντα για να τον κρατήσω. Κουράστηκα και άρχισα να βουλιάζω. Τον άφησα για λίγο και συνέχισα να πολεμώ. Ο πατέρας μου έκανε εμετό. Η μητέρα μου έβαζε το δάχτυλο της να κάνει εμετό τη θάλασσα».
«Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια του ψηλά, και λέει «Θεέ μου συγχώρεσε με». Γύρισε στη μητέρα μου και λέει σας ευχαριστώ για όλα και προς τον κόσμο. Άρχισε μετά ο ρόγχος και έφυγε. Του έκλεισα τα μάτια. Η μητέρα μου σε άσχημη κατάσταση. Σκέφτηκα και λέω θα τον γυρίσω ανάποδα και όταν είδα ότι δεν βούλιαζε έδεσα το ράσο στο δεξί μου καρπό. Λέω της μαμάς μου κρατήσου από το σώμα του και ξεκουράσου. Και εγώ τραβούσα. Άσε με μου έλεγε η μαμά να πάω με τον πατέρα σου. Όχι της λέω. Και προχωρούσαμε κόντρα στα κύματα».
«Έπιασα τον εαυτό μου να μειδιά. Τόσο κοντά στη Ραφήνα. Δεν ήμουν σε απόμερο μέρος. Όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί. Μειδιούσα με τον νεκρό πατέρα μου στο νερό. Είδαμε φώτα από σκάφη. Πήγαμε προς τα εκεί. Κολυμπούσαμε αρκετοί σαν αλυσίδα. Μας πήρε ένα καΐκι. Τυλίξανε τον πατέρα μου σε μια κουβέρτα. Η μητέρα άρχισε να έχει σπασμούς. Μας είπαν να κάνουμε ησυχία μην ακούσουν και άλλους στη θάλασσα. Τον βάλανε σε ένα σάκο και μετά τον χάσανε. Δώσαμε dna για να τον βρούμε. Τον βρήκανε, πήγαμε στον θάλαμο να τον δούμε. Αν μας είχαν ειδοποιήσει δεν θα υπήρχε ούτε ένα θύμα».
Εμμανουήλ Πατελαρος: Έχασε τη μητέρα του
Ο Εμμανουήλ Πατελαρος έχασε την μητέρα του στο Μάτι, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στην Καβάλα. «Είδα ότι υπάρχει φωτιά. Η μαμά μου έμενε μόνη της εκεί. Της λέω κατέβα στο υπόγειο και κάτσε εκεί μέχρι να φύγει ο καπνός. Μετά από 20 λεπτά πήρα τηλέφωνο, δεν απαντούσε. Είπα σε δύο ξαδέρφια να πάνε να δουν τι γίνεται. Δεν μπορούσαν. Ήρθα Αθήνα. Δώσαμε dna. Ψάξαμε στα νοσοκομεία. Μας ενημέρωσαν ότι είναι νεκρή. Είχε βγει με τα πόδια στο δρόμο».
«Η μητέρα μου δεν έφυγε καν από το σπίτι»
Ο Ιωάννης Πολίτης έχασε και αυτός τη μητέρα του. «Οι γονείς μου έμεναν στη Μαραθώνος. Το αυτοκίνητό τους ήταν απέξω. Έφυγαν πεζή. 1 χιλιόμετρο από τη θάλασσα είμαστε. Ο πατέρας μου 87 ετών κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα. Η μητέρα μου δεν τα κατάφερε, δεν έφυγε καν από το σπίτι».
Η δίκη θα συνεχιστεί την Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου.