«Μαύρη μούχλα»: Ο θανατηφόρος μύκητας που κατατρώει τις σάρκες – Πόσο διαδεδομένος είναι
Σπάνια μεν, θανατηφόρα δε. Η «μαύρη μούχλα» προκαλεί ασφυξία στα κύτταρα και νεκρώνει τους ιστούς.

Επιστημονικά γνωστή ως βλεννομυκητίαση, η «μαύρη μούχλα» είναι μια λοίμωξη που επηρεάζει άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως διαβητικούς, βαριά ασθενείς με COVID-19, άτομα με HIV και ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση και λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.
Η συχνότητα της μαύρης μούχλας
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι η συχνότητα της βλεννομυκητίασης κυμαίνεται από 0,005 έως 1,7 περιστατικά ανά 1 εκατομμύριο ανθρώπους. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ινδία, η συχνότητα μπορεί να είναι έως και 80 φορές μεγαλύτερη λόγω των κλιματικών συνθηκών και της ευρείας παρουσίας συγκεκριμένων μυκήτων στο περιβάλλον.
Από τι προκαλείται η «μαύρη μούχλα»
Η βλεννομυκητίαση οφείλεται σε μια ομάδα μυκήτων, τους βλεννομύκητες, που ανήκουν στο γένος Rhizopus. Τα σπόριά τους βρίσκονται στο περιβάλλον, συγκεκριμένα στο έδαφος, τα φύλλα, τα περιττώματα ζώων και τον αέρα. Η μόλυνση μπορεί να συμβεί με την εισπνοή ή την κατάποση αυτών των σπορίων, ενώ σε μικρότερο βαθμό μπορεί να εισέλθει στον οργανισμό μέσω ανοιχτών πληγών.
Η «μαύρη μούχλα» έγινε παγκοσμίως γνωστή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ιδιαίτερα στην Ινδία, όπου χιλιάδες ασθενείς -κυρίως όσοι είχαν αρρύθμιστο διαβήτη ή είχαν λάβει παρατεταμένη θεραπεία με κορτικοστεροειδή- ανέπτυξαν αυτή τη σοβαρή λοίμωξη.
Το παράδοξο είναι ότι οι βλεννομύκητες μπορεί να ζουν στο σώμα πολλών ανθρώπων χωρίς να προκαλούν ασθένεια. Ωστόσο, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενεί, ο μύκητας μπορεί να πολλαπλασιαστεί ανεξέλεγκτα. Σε αυτή την περίπτωση, εισβάλλει στα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας τη δημιουργία θρόμβων και στερώντας τα κύτταρα από οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά, με αποτέλεσμα τη νέκρωσή τους.
Θνησιμότητα που υπερβαίνει το 50%
Οι περισσότερες λοιμώξεις εκδηλώνονται στους πνεύμονες και τα ιγμόρεια, προκαλώντας πρήξιμο στο πρόσωπο, πυρετό, βήχα, πόνο στο στήθος και πονοκέφαλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η βλεννομυκητίαση μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλα όργανα, όπως ο εγκέφαλος, η σπλήνα και η καρδιά. Η θνησιμότητα ξεπερνά το 50%, ακόμα και με ιατρική φροντίδα.
Τα καλά νέα είναι ότι η βλεννομυκητίαση δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και οι μολύνσεις συμβαίνουν αποκλειστικά στο φυσικό περιβάλλον. Η θεραπεία της ασθένειας περιλαμβάνει αντιμυκητιασικά φάρμακα, όπως η αμφοτερικίνη Β, καθώς και χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών, ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω εξάπλωση της λοίμωξης.