Μάτι: H παγίδα της παραγραφής κι ένα «δικονομικό έγκλημα»

Νομικός δεν είμαι και αυτό το ξεκαθαρίζω. Όπως ξεκαθαρίζω ότι την άποψή μου για την τραγωδία στο Μάτι την έχω εκφράσει δημόσια και θεωρώ ότι πρόκειται για ένα «έγκλημα» με πολλούς υπευθύνους και σε πολλά επίπεδα. Από την άλλη είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι δεν δικάζουν και δεν καταδικάζουν ούτε τα λαϊκά δικαστήρια, ούτε οι πλατείες, ούτε οι λογικές περί ρίχνουμε στην αρένα ανθρώπους για να ικανοποιηθεί το περί κοινού αίσθημα. Εκείνη που οφείλει να απονείμει δίκαιο είναι η δικαιοσύνη και οι δικαστές, που αναζητούν την αλήθεια και όχι συμψηφισμούς και πολιτικά παίγνια.
Αφορμή όμως στο σημερινό μου σχόλιο, μου έδωσε η τοποθέτηση που έκανε κατά την ανάπτυξη του νομικού μέρους της πρότασης της, για την τραγωδία στο Μάτι, η εισαγγελέας κ. Σ. Περιμένη που μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ένιωσε την ηθική υποχρέωση να αναφερθεί στο αίτημα των θυμάτων για μετατροπή της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα.
Εξήγησε ότι αυτό για να στοιχειοθετηθεί θέλει πρόθεση για να επέλθει ο θάνατος, κάνοντας την σχετική αναφορά στο μεγάλο νομικό ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλές γενιές νομικών: την διαφορά του ενδεχόμενου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια.
Για αυτό και ρώτησα φίλο μου νομικό για να πάρω τη γνώμη ενός ανθρώπου που, αν μη τι άλλο έχει καλύτερη γνώση από εμένα. Μεταξύ άλλων μου επισήμανε ότι: Η εισαγγελέας είπε ότι η μετατροπή της κατηγορίας σε αυτό το στάδιο από πλημμέλημα σε κακούργημα θα ήταν “δικονομικό έγκλημα” και σε προτροπές που της ζήτησαν να γίνει ιστορικό πρόσωπο απάντησε ότι δεν θα γίνει η εισαγγελέας που άφησε την υπόθεση αυτή να παραγραφεί.
Πώς θα παραγραφεί όμως μια υπόθεση, αν από τη συντομότερη παραγραφή του πλημμελήματος ξαφνικά αποκτήσει τον ποινικό χαρακτηρισμό του κακουργήματος με τον πολύ μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής; Εκεί προφανώς υπάρχει ένα κενό γνώσης σε πολλούς. Η εισαγγελέας είπε ότι η υπόθεση θα παραγραφεί εάν τώρα, σε αυτό το στάδιο, επτά χρόνια από την τραγωδία, το πλημμέλημα μετατραπεί σε κακούργημα, διότι δεν θα σταθεί η μετατροπή σε κανέναν ανώτερο βαθμό. Δεν το ανέλυσε, γιατί μιλάει σε νομικούς, αλλά πρέπει να το καταλάβουν και οι μη νομικοί.
Ας ξεκινήσουμε από το αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι το πλημμέλημα θα παραγραφεί στις 23 Ιουλίου 2026. Δηλαδή η υπόθεση στην πλημμεληματική της μορφή πρέπει να τελειώσει και στο εφετείο και, αν ακολουθήσει Άρειος Πάγος, σε ένα χρόνο και μερικούς μήνες.
Εάν τώρα η εισαγγελέας προτείνει να μετραπεί η κατηγορία σε κακούργημα και αυτή την πρόταση την ακολουθήσει αυτό το συγκεκριμένο δικαστήριο που είναι εφετείο πλημμελημάτων, δεν έχει την αρμοδιότητα να συνεχίσει την δίκη. Εάν η υπόθεση μετατραπεί σε κακούργημα, κατά την κρίση του εφετείου πλημμελημάτων, θα πρέπει να σταματήσει να δικάζει. Δεν θα κρίνει κανέναν ένοχο, δεν θα επιβάλει φυσικά καμία ποινή και θα πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στην διαδικασία που ακολουθείται για τα κακουργήματα.
Μια τέτοια παραπομπή θα οδηγήσει πάλι όλη την υπόθεση σε ένα τεράστιο στάδιο πίσω: στην ανάκριση, στη διαδικασία στα συμβούλια, στο προδικαστικό στάδιο. Δεν θα την στείλει δηλαδή το εφετείο απευθείας στο “κακουργιοδικείο” για να γίνει η δίκη σε επίπεδο κακουργήματος, γιατί δεν προβλέπεται τέτοια δυνατότητα. Πρέπει όλοι να κληθούν από την αρχή, να αναδιατυπωθεί η κατηγορία και να απολογηθούν για κακούργημα και μετά να αποφασίσουν τα δικαστικά συμβούλια να τους παραπέμψουν. Όμως, τα δικαστικά συμβούλια έχουν ήδη αποφασίσει ότι το αδίκημα δεν είναι κακούργημα αλλά πλημμέλημα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα διαφοροποιηθούν ούτε μετά από μια παραπομπή από το εφετείο πλημμελημάτων που θα έχει διαφορετική γνώμη. Έτσι, εάν τελικά η υπόθεση πάει πίσω για να επανεξεταστεί το κακούργημα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τελικά θα χαρακτηριστεί και πάλι πλημμέλημα και τότε θα έχει περάσει και η 23.7.2026 οπότε θα έχει παραγραφεί. Αλλά και να μην έχει περάσει και παραπεμφθεί στο δικαστήριο των κακουργημάτων και πάλι υπάρχει τεράστιος κίνδυνος εκείνο το δικαστήριο, ανεξάρτητο ον, να επαναφέρει τον χαρακτηρισμό του πλημμελήματος και πολύ απλά να διαπιστώσει την παραγραφή της υπόθεσης.
Αυτό είναι, με αδρές γραμμές, το δικονομικό έγκλημα που θέλει να αποτρέψει η εισαγγελέας του εφετείου. Και το ερώτημα μου είναι με βάση τα παραπάνω: αντέχει η κοινωνία και η δικαιοσύνη μια ενδεχόμενη παραγραφή με το όποιο πρόσχημα;