Λωζάνη, Παρίσι, Βέρνη: Από το «Σισμίκ» στη «Γαλάζια Πατρίδα» - 50 χρόνια τουρκικού αναθεωρητισμού
Γιατί η αναφορά του Γιασάρ Γκιουλέρ στο Πρακτικό της Βέρνης έρχεται να αποδείξει ότι η Άγκυρα συμπληρώνει κομμάτι - κομμάτι το παζλ του αναθεωρητισμού και της παράλογης επιχειρηματολογίας της που ξεδιπλώνεται με συνέπεια τα τελευταία 50 χρόνια στο Αιγαίο.
Ο τούρκος υπουργός Άμυνας υποστήριξε πως η Ελλάδα παραβιάζει το Πρακτικό του 1976 και επιχειρεί να πραγματοποιήσει ερευνητικές δραστηριότητες στο Αιγαίο, ένα Πρακτικό όμως που σύμφωνα με την επίσημη θέση της Αθήνας δεν έχει καμία νομική ισχύ.
Η Τουρκία με φόντο το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» χρησιμοποιεί αλα καρτ τρεις διεθνείς συνθήκες και «συμφωνίες» του προηγούμενοι αιώνα, επιχειρώντας να στηρίξει τις παράνομες διεκδικήσεις της. Αρχικά, χρησιμοποιεί τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 με στόχο να υποστηρίξει τα περί αποστρατικοποίησης ελληνικών νησιών. Την ίδια στιγμή, μέσα από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων του 1947 που αφορούσε το καθεστώς των Δωδεκανήσων, επιχειρεί να «γκριζάρει» ελληνικά νησιά και τέλος, με το Πρακτικό της Βέρνης, φέρεται να επιχειρεί να θέσει τη βάση του ελληνο-τουρκικού διαλόγου που είναι σε εξέλιξη για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, με τον Γιασάρ Γκιουλέρ να μιλά για «δυνητική τουρκική υφαλοκρηπίδα».
Το Πρακτικό της Βέρνης και η...«περιορισμένη» υφαλοκρηπίδα
Η έναρξη της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τοποθετείται χρονικά στον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, δυτικά των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Έκτοτε, οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης. Το 1976, η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λόγω της σοβαρότητάς του, και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.
Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ να συνυπογράφουν το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Όμως, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική θέση. και όπως αναφέρει το υπουργείο Εξωτερικών, ο διάλογος τερματίσθηκε άπρακτος το 1981 λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και επομένως η ισχύς και η διάρκειά του τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με εκείνες.
H αποκαλυπτική επιστολή για την πρόκληση του «Σισμίκ»
Οι παλινδρομήσεις της Άγκυρας μετά την υπογραφή του Πρακτικού της Βέρνης αναφέρονται σε μία αποκαλυπτική επιστολή που εστάλη στις 27 Μαρτίου 1987 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με αφορμή την κρίση στο Αιγαίο με την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού πλοίου «ΣΙΣΜΙΚ». Την επιστολή υπογράφει ο τότε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Μιχάλης Δούντας.
Όπως αναφέρει: «Η Τουρκία στη συνέχεια αποκάλυψε τη θέση της και στις 31 Ιουλίου 1977, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης εμπειρογνωμόνων των δύο χωρών στο Λονδίνο, δήλωσε ότι “η ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι πολιτική χωρίς αναφορά σε διεθνή προηγούμενα ή Κανόνες”.
Δείτε την επιστολή του 1987 προς το Σ.Α. των Ηνωμένων Εθνών
Η Τουρκία, στη συνέχεια μιας συνάντησης των γενικών γραμματέων των αντίστοιχων υπουργείων Εξωτερικών, στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 1980, επανέλαβε τη θέση της ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Τότε, ο Τούρκος συνομιλητής δήλωσε ότι η τουρκική πλευρά αποδέχεται την αρχή ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, αλλά επέμεινε ότι η υφαλοκρηπίδα θα πρέπει να περιοριστεί, προφανώς σύμφωνα με τις αξιώσεις τους».
Mια τελευταία προσπάθεια επίλυσης του αδιεξόδου έγινε κατά τη διάρκεια μιας νέας συνάντησης των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Εξωτερικών Ελλαδας και Τουρκίας, τον Σεπτέμβριο του 1981, δηλαδή πριν την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Σύμφωνα με την επιστολή στον ΟΗΕ «καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε κατά τη συνάντηση αυτή και οι επαφές διακόπηκαν με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες, αβάσιμες τουρκικές θέσεις ότι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω διαφορά».