Γυναικοκτονία στην Αμφιλοχία: «Έχει όπλο, θα με σκοτώσει» - Το δραματικό τηλεφώνημα στην ΕΛΑΣ
Τα τελευταία λόγια που φέρεται να είπε η 37χρονη κατά το τηλεφώνημα που έκανε στην Αστυνομία τη μοιραία ώρα του τραγικού συμβάντος.
«Έχει όπλο θα με σκοτώσει» φέρεται να ήταν τα τελευταία λόγια της 37χρονης που δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της στην Αμφιλοχία, ενώ επικοινωνούσε με την αστυνομία.
Όλα συνέβησαν τα ξημερώματα του Σαββάτου, όταν ο 43χρονος εν διαστάσει σύζυγός της με τον οποίο ήταν μαζί από τα 16 χρόνια της, της έστησε καρτέρι θανάτου έξω από το σπίτι τους. Της τηλεφώνησε ενώ ήταν στο σπίτι με το παιδί τους, και εκείνη έφυγε από τη δουλειά της για να πάει στην οικία της και παράλληλα τηλεφώνησε στην Αστυνομία. Σύμφωνα με το mega, είπε λακωνικά στους αστυνομικούς: «Είμαι η Αρετή... έχει όπλο, θα με σκοτώσει!».
Ο δράστης, πήδηξε από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου πάνω στο καπό του αυτοκινήτου της και άρχισε να πυροβολεί. Αφού τραυμάτισε θανάσιμα τη σύζυγό του, έστρεψε το όπλο στον εαυτό του και αυτοκτόνησε.
Ξέσπασε η μητέρα της Αρετής για το δράμα της κόρης της
Η μητέρα της άτυχης γυναίκας, μιλώντας στην ΕΡΤ, αποκάλυψε πως λίγες ημέρες πριν, και συγκεκριμένα την Τρίτη, ο δράστης είχε πάει στο σπίτι της 37χρονης και την είχε χτυπήσει. Μάλιστα, η Αρετή είχε υποβάλει μήνυση για το περιστατικό.
«Πάει την Τρίτη το παιδί μου στην αστυνομία να υποβάλλει μήνυση και αυτός εξαφανίστηκε. Πήγε στο σπίτι της γυναίκας γιατί έπινε. Την χτύπησε, ήταν πρησμένο το μάτι της. Εξαφανίστηκε ο κύριος και δεν μπορούν να τον βρούνε» είπε η μητέρα της 37χρονης.
Τα κενά νόμου που όπλισαν ξανά τον γυναικοκτόνο παρά τη σύλληψή του
Το σκηνικό είναι επαναλαμβανόμενο. Κάθε φορά, μετά από μια γυναικοκτονία, να αναρωτιέται κανείς τα πώς και τα γιατί οδήγησαν εκεί. Και στην περίπτωση της τραγωδίας που συνέβη τα ξημερώματα του Σαββάτου (13/07) στην Αμφιλοχία, υπάρχει «αμαρτωλό» παρελθόν.
Όπως έγινε γνωστό, η 37χρονη γυναίκα είχε μηνύσει δύο φορές τον εν διαστάσει σύζυγό της για ενδοοικογενειακή βία και απειλή. Το ερώτημα που προκύπτει ωστόσο, είναι πώς ο 43χρονος εξακολουθούσε να έχει (νόμιμα) στην κατοχή του το κυνηγετικό όπλο, με το οποίο σκότωσε την άτυχη γυναίκα και στη συνέχεια έβαλε τέλος και στη δική του ζωή, στρέφοντας την καραμπίνα στο κεφάλι του.
Από την Ελληνική Αστυνομία διευκρινίστηκε ότι ο αυτόχειρας και δράστης της δολοφονίας είχε πάρει πίσω το κυνηγετικό όπλο, με όλες τις νόμιμες διαδικασίες, από τη στιγμή που αθωώθηκε στο δικαστήριο, μετά την πρώτη μήνυση που είχε υποβάλλει η 37χρονη, εκμεταλλευόμενος προφανώς το κενό νόμου που υπάρχει.
Οι διευκρινίσεις της ΕΛΑΣ
Ειδικότερα, από την ΕΛ.ΑΣ. διευκρινίστηκε ότι «ο δράστης κατείχε νόμιμα το εν λόγω όπλο, για το οποίο διέθετε σχετική άδεια σε ισχύ και όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Την 12η Μαΐου 2024, κατόπιν σχηματισμού δικογραφίας για περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, από τις αρμόδιες Αρχές είχε αφαιρεθεί το όπλο από την κατοχή του δράστη, ωστόσο, ένεκα αθώωσης αυτού, με απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, και όπως προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, εφόσον δεν είχε γίνει χρήση του όπλου στο περιστατικό, μετά από 15 ημέρες του αποδόθηκε εκ νέου με σχετική αίτησή του».
«Φοβάμαι, ο πατέρας κρατάει όπλο»
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο 43χρονος έφτασε γύρω στις 4 τα ξημερώματα στο σπίτι της γυναίκας, η οποία ωστόσο έλειπε, καθώς βρισκόταν στην εργασία της. Ο άνδρας, που κρατούσε στα χέρια του το κυνηγετικό όπλο, ζήτησε επιτακτικά από την κόρη του να πάρει τηλέφωνο τη μητέρα της. Το έντρομο κορίτσι, πήρε τηλέφωνο τη γειτόνισσα που μένει στον πάνω όροφο και της είπε χαρακτηριστικά: «Φοβάμαι, ο πατέρας κρατάει όπλο».
Η γειτόνισσα έδρασε με μεγάλη ψυχραιμία και άμεσα πήγε στο κάτω διαμέρισμα, πήρε τη μικρή και την πήγε στο σπίτι της, ενώ κατάφερε να κλειδώσει τον 43χρονο στο σπίτι της συζύγου του. Εκείνος, μανιασμένος, τηλεφώνησε στην 37χρονη και της είπε ότι αν δεν επιστρέψει άμεσα στο σπίτι, θα σκοτώσει την κόρη τους.
Η γυναίκα έφτασε σε λίγα λεπτά γεμάτη αγωνία για την τύχη του παιδιού και τότε ο άνδρας (που εξακολουθούσε να είναι κλειδωμένος στο διαμέρισμα) πήδηξε από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου στο καπό του αυτοκινήτου της γυναίκας και την εκτέλεσε, βάζοντας στη συνέχεια τέλος στη ζωή του, μπροστά στα μάτια των γειτόνων που από τη φασαρία είχαν βγει στα μπαλκόνια τους για να δουν τι συμβαίνει.
Οι δύο μηνύσεις και τα κομμένα φρένα
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο 43χρονος άνδρας είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τη σύζυγό του. Πριν από δύο ήμερες και συγκεκριμένα την Πέμπτη 11 Ιουλίου, η γυναίκα του είχε κάνει μήνυση, καθώς της είχε κόψει τα φρένα στο μηχανάκι της. Υπέβαλε τη μήνυση για ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή, αλλά δεν είχε καταστεί δυνατή η σύλληψη του δράστη στα όρια του αυτοφώρου, καθώς δεν εντοπίστηκε από την αστυνομία.
Η παθούσα είχε δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την εγκατάσταση του Panic Button, ενώ επίσης δεν επιθυμούσε να μεταφερθεί και σε δομή για την ασφάλειά της.
Η πρώτη μήνυση είχε γίνει πριν από έναν μήνα και συγκεκριμένα στις 12 Μαΐου. Ο αυτόχειρας είχε συλληφθεί από τις αστυνομικές αρχές μετά από μήνυση που είχε καταθέσει εις βάρος του η εν διαστάσει σύζυγός του για ενδοοικογενειακή βία, εξύβριση, απειλή και σωματικές βλάβες. Μήνυση είχε καταθέσει και ο ίδιος εις βάρος της συζύγου του για ενδοοικογενειακή βία. Οι δυο συλληφθέντες είχαν οδηγηθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα και στη συνέχεια αθωώθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
Ανακοίνωση ΕΛΑΣ σχετικά με δημοσιεύματα που αναπαράγονται στον ηλεκτρονικό Τύπο
Σχετικά με δημοσιεύματα που αναπαράγονται στον ηλεκτρονικό Τύπο και αναφέρονται στη μη ανταπόκριση αστυνομικών σε τηλεφωνικές κλήσεις του θύματος και συγγενικών της προσώπων, πριν από τον θανάσιμο τραυματισμό της, διευκρινίζονται τα εξής:
Το θύμα κάλεσε στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα αναφέροντας κίνδυνο της ζωής της από τον εν διαστάσει σύζυγό της, ενώ διέκοψε την κλήση χωρίς να δώσει στοιχεία επικοινωνίας και διαμονής, παρά μόνο το ονοματεπώνυμό της.
Αστυνομικοί αναζήτησαν στα ψηφιακά αρχεία ταυτοτήτων και σε αρχεία δικογραφιών περαιτέρω στοιχεία για την καλούσα, εντοπίζοντας το τηλέφωνο επικοινωνίας και τη διεύθυνση κατοικίας της.
Άμεσα, πλήρωμα περιπολικού κινήθηκε προς την κατοικία της, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιούσε επανειλημμένες κλήσεις, προκειμένου να λάβουν περαιτέρω πληροφορίες και οδηγίες, ωστόσο ουδείς ανταποκρίθηκε.
Μέσα σε λίγα λεπτά, οι αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο, όπου εντόπισαν το θύμα και το σύζυγό της θανάσιμα τραυματισμένους.
Παράλληλα, από τα αρχεία κλήσεων της Διεύθυνσης Αστυνομίας, δεν προκύπτει κλήση από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον του θύματος προς το οικείο Αστυνομικό Τμήμα ή την Άμεση Δράση, για αναφορά του περιστατικού.
Οποιαδήποτε κλήση πραγματοποιήθηκε αφορά σε χρόνο μεταγενέστερο των θανάσιμων τραυματισμών και ενώ αστυνομικοί είχαν ήδη προστρέξει στο σημείο.