Δύο καρδιές, μια ψυχή: Ο Έλληνας και ο Τούρκος που συναντήθηκαν... κάτω από τη γη
«O φίλος μου ο Γιώργος, ο φίλος μου ο Έρκαν», μια δυνατή ελληνοτουρκική φιλία μεταξύ δύο οικογενειών μεταναστών στα ανθρακωρυχεία του Ρουρ.
Ήταν το 2002, όταν ο Γιώργος και ο Έρκαν κατοικούσαν στην ίδια πόλη, τη Βάνε-Άϊκελ στην περιοχή του Ρουρ, που συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορία της ορυκτής βιομηχανίας στη Γερμανία. Ο Έρκαν εργαζόταν στο ορυχείο Πρόσπερ-Χάνιελ, ο Γιώργος μετατέθηκε εκεί έναν χρόνο αργότερα, το 2003. Αλλά εκείνη την πρώτη στιγμή της γνωριμίας το ποδόσφαιρο ήταν πιο σημαντικό. Και στους δύο άρεσε να παίζουν. Πάνω στο παιχνίδι πολύ γρήγορα ανακάλυψαν ότι και οι δύο έκαναν την ίδια δουλειά. Ότι προέρχονταν από το ίδιο μέρος, οι γονείς τους μετανάστες κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Κι όπως συνηθίζεται, αντάλλαξαν εμπειρίες, εικόνες, σαν να γνωρίζονταν από καιρό.
Όπως γράφει σε ρεπορτάζ της, η DW, ξανασυναντήθηκαν πάνω στη δουλειά ή καλύτερα κάτω από τη γη, σε βάθος 1.000 μέτρων. «Το κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με άλλες δουλειές» θυμάται ο Έρκαν. «Κυριαρχούσε η συντροφικότητα. Η σκληρή κι επικίνδυνη δουλειά λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος. Εργαζόμασταν μαζί, κάναμε διάλειμμα μαζί, τρώγαμε κολατσιό μαζί. Αλλά βρισκόμασταν και μετά τη δουλειά. Αναζητούσε ο ένας τον άλλο και μιλούσαμε για τις δυσκολίες, την καθημερινότητα».
«Η δουλειά μας ήταν πολύ επικίνδυνη, τότε οι συνθήκες ασφαλείας δεν ήταν οι ίδιες όπως αργότερα», λέει ο Γιώργος, «η σωματική καταπόνηση σε υψηλές θερμοκρασίες, υγρασία, σκόνη και βρώμα λειτουργούσαν συγκολλητικά. Ήμασταν μια γροθιά. Ανεξάρτητα από θρησκεία, ράτσα, πολιτική πεποίθηση, Έλληνες, Τούρκοι, Ιταλοί, δεν είχε καμία σημασία. Ο πατέρας του Έρκαν, όπως και ο δικός μου, ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους, ήρθαν εδώ σαν γκασταρμπάιτερ (φιλοξενούμενοι εργάτες) για να βρουν ψωμί».
Ο πατέρας του Γιώργου - του Γιεργκ όπως τον αποκαλούν στα γερμανικά - o Γιάννης Λαφτσίδης πρωτοήρθε το 1962 στο Ντόρτμουντ μέσω Γιουγκοσλαβίας με το περίφημο Hellas-Express. Για να πάρει το πολυπόθητο συμβόλαιο και να δουλέψει στο ορυχείο Χάνιμπαλ στο Μπόχουμ δήλωσε ότι γεννήθηκε 3 μήνες νωρίτερα. Το 1994 βγήκε στη σύνταξη. Σκληρά χρόνια. Η δουλειά στα ορυχεία τού κόστισε δύο δάχτυλα, μαύρα σημάδια σε όλο το σώμα, μια ολόκληρη ζωή ξοδεμένη. Η μητέρα του Γιώργου είναι Γερμανίδα και ζει σήμερα στην πόλη Χέρνε μαζί με την κόρη της, Μαρία Λαφτσίδου-Κρίγκερ. Στο σπίτι μιλούσαν σχεδόν πάντα γερμανικά. Η γλώσσα δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα. Ο παππούς του Γιώργου, o Λάζαρος Λαφτσίδης, ξεριζώθηκε το 1922 από την Τραπεζούντα του Πόντου και ήρθε με την οικογένειά του πρώτα στη Θεσσαλονίκη, μετά Νέα Μουδανιά και στη συνέχεια Νέα Ρόδα.
Ο Έρκαν γεννήθηκε το 1972 στη Γερμανία. Οι γονείς του ήρθαν στη Γερμανία το 1970 από την πόλη Μπάρτιν του Πόντου. Πρόκειται για την αρχαιοελληνική πόλη Παρθένιο και ανάγεται στον ομώνυμο ποταμό (σήμερα Bartın Çayı). Ο πατέρας του εργάστηκε σκληρά στα ορυχεία. Σωστά γερμανικά δεν έμαθε ποτέ, ζούσε με το όνειρο της επιστροφής: «Ήθελε να βγάλει κάποια χρήματα και να επιστρέψει κάποτε πίσω στην Τουρκία» θυμάται ο Έρκαν. «Ήταν ένας συνεχής αγώνας με τη γλώσσα, τη γραφειοκρατία, οι δυσκολίες στη Γερμανία ήταν μεγάλες», συμπληρώνει. Ο πατέρας του πέθανε πριν από 13 χρόνια στη Γερμανία από μία ασθένεια που παθαίνουν συνήθως οι ανθρακωρύχοι.
«Η πολιτική δεν ήταν θέμα συζήτησης»
Η κοινή διαδρομή των δύο οικογενειών στη ζωή έγινε συνδετικός κρίκος για τους δύο άνδρες. «Μπορείς εύκολα να καταλάβεις τη θετική ενέργεια, την ανοιχτή, την ειλικρινή συμπεριφορά, νιώθεις ότι αυτός ο άνθρωπος σου ταιριάζει», λέει ο Γιώργος Λαφτσίδης για τον Έρκαν. «Επιπλέον, Έλληνες και Τούρκοι έχουν ιδιαίτερο δεσμό, όχι μόνο διότι είναι λαοί του νότου, αλλά επειδή έχουν πολλά κοινά εκτός από τη θρησκεία. Φαγητό, μουσική, πολιτισμό, ιστορία, χορούς, κι αυτό είναι κάτι που ενισχύει ακόμη περισσότερο μια φιλία. Από μικρός είχα φίλους Τούρκους». Και η πολιτική; Είχε θέση η πολιτική στη ζωή των ανθρακωρύχων; «Η πολιτική παίζει πάντα κάποιο ρόλο, αλλά όχι ανάμεσά μας», λέει ο Γιώργος. «Δεν ήταν ποτέ για μας θέμα συζήτησης ακόμη και από τότε που παίζαμε ποδόσφαιρο με τον Έρκαν. Και αργότερα στη δουλειά δεν μας ενδιέφερε, δεν ρωτούσαμε ο ένας τι γίνονταν στη χώρα του άλλου, για τον Ερντογάν, ή για κάποιον άλλο, γιατί ήταν κάτι που αφορούσε την ίδια τη χώρα, δεν επηρέαζε τη σχέση μας. Η Γερμανία συνηθίζει να κουνά το δάχτυλο σε άλλες χώρες, αλλά η πολιτική δεν χωρούσε ποτέ μέσα στα ορυχεία».
Αλλά και για τον Έρκαν η φιλία με τον Γιώργο ήταν ιδιαίτερη: «Αισθανόμαστε πιο κοντά ως Τούρκος και Έλληνας. Ανεξάρτητα από το τι έκαναν οι κυβερνήσεις μας. Η πολιτική δεν μας επηρέασε, δεν είχε απολύτως καμιά σημασία Είμαστε και οι δύο άνθρωποι. Αυτό που μετρούσε για μένα ήταν η ανθρωπιά, η ειλικρίνεια, από ποια χώρα και κουλτούρα δεν έπαιζε για μας κανένα ρόλο. Ήμασταν μια οικογένεια, από την Τουρκία, την Ελλάδα, την Ασία, είμαστε όλοι από σάρκα και αίμα».