Αυτές είναι οι οκτώ συμπεριφορές τρόπου ζωής που μειώνουν τον κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο
Οι υγιεινές συνθήκες ζωής και η ποιότητα ύπνου συνδέονται με την υγεία του εγκεφάλου.
Η αρτηριακή πίεση, το σάκχαρο και η χοληστερόλη που δεν ελέγχονται καλά στα άτομα μέσης ηλικίας σε συνδυασμό με την μη τήρηση ορισμένων υγιεινών συνηθειών, όπως η άσκηση, η διατροφή και ο ύπνος, συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, άνοιας ή κατάθλιψης αργότερα στη ζωή, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό τεύχος του ιατρικού περιοδικού της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας «Neurology». Σύμφωνα με άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ίδιο τεύχος, τα άτομα που βρίσκονται στην αρχή της μέσης ηλικίας και έχουν κακή ποιότητα ύπνου, εμφανίζουν περισσότερα σημάδια κακής υγείας του εγκεφάλου αργότερα.
Οι οκτώ συμπεριφορές τρόπου ζωής που συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου είναι η υγιεινή διατροφή, με τα μεσογειακά διατροφικά προγράμματα να έχουν κυρίαρχη θέση- ειδικά όταν συμπληρώνονται με ξηρούς καρπούς και ελαιόλαδο, η τακτική σωματική δραστηριότητα, η αποφυγή του καπνίσματος, ο καλός ύπνος, ο έλεγχος του σωματικού βάρους, ο έλεγχος της χοληστερόλης και η διαχείριση της αρτηριακής πίεσης και του σακχάρου στο αίμα.
Στην πρώτη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Neurology», οι ερευνητές αξιολόγησαν δεδομένα από 316.127 άτομα με μέση ηλικία 56 ετών. Οι ερευνητές εξέτασαν τις βαθμολογίες των συμμετεχόντων στους οκτώ παράγοντες υγιεινού τρόπου ζωής και τις ταξινόμησαν σε τρεις κατηγορίες: βελτιστη, ενδιάμεση και φτωχή. Στη συνέχεια, αξιολόγησαν τα αρχεία υγείας για να εντοπίσουν ποιοι εμφάνισαν κάποια από τις ακόλουθες νευρολογικές παθήσεις στα τέλη της ζωής τους: εγκεφαλικό, άνοια ή κατάθλιψη. Ως κακή υγεία του εγκεφάλου ορίστηκε η ανάπτυξη οποιασδήποτε από τις παραπάνω παθήσεις κατά τη διάρκεια των ετών παρακολούθησης.
Μετά την προσαρμογή για παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτών των τριών νευρολογικών παθήσεων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με χαμηλή βαθμολογία στους παράγοντες υγιεινού τρόπου ζωής είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν οποιαδήποτε από τις τρεις νευρολογικές παθήσεις σε σύγκριση με τα άτομα με βέλτιστη βαθμολογία. Επίσης, τα άτομα που είχαν ενδιάμεση βαθμολογία είχαν 37% υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν μία από τις τρεις νευρολογικές παθήσεις σε σχέση με τα άτομα που είχαν υψηλή βαθμολογία.
Για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματά τους, οι ερευνητές επανέλαβαν τη μελέτη σε μια ομάδα 68.407 ανθρώπων που παρακολουθήθηκαν συνολικά για πέντε χρόνια και διαπίστωσαν παρόμοια αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν αποδεικνύουν ότι η έλλειψη υγιεινών συνηθειών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης αυτών των παθήσεων, δείχνουν μόνο μια συσχέτιση. Επίσης, σημειώνουν ότι ένας περιορισμός της μελέτης είναι ότι οι βαθμολογίες των συμμετεχόντων μετρήθηκαν μόνο μία φορά στην αρχή της μελέτης, οπότε δεν λαμβάνονται υπόψη πιθανές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.
Σε δεύτερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό εντοπίστηκε ότι οι άνθρωποι που στις αρχές της μέσης ηλικίας έχουν κακή ποιότητα ύπνου, έχουν περισσότερα σημάδια κακής υγείας του εγκεφάλου αργότερα στη μέση ηλικία.
Στη μελέτη συμμετείχαν 589 άτομα με μέση ηλικία 40 ετών κατά την έναρξη της μελέτης. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια για τον ύπνο τόσο στην αρχή της μελέτης όσο και πέντε χρόνια αργότερα. Επίσης, υποβλήθηκαν σε εγκεφαλικές σαρώσεις 15 χρόνια μετά την έναρξη της μελέτης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του εγκεφάλου τους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κακός ύπνος συνδέεται με σχεδόν τρία χρόνια πρόσθετης γήρανσης του εγκεφάλου ήδη από τη μέση ηλικία. Η κακή ποιότητα ύπνου, η δυσκολία των συμμετεχόντων να κοιμηθούν, η δυσκολία να παραμείνουν σε ύπνο και το ξύπνημα νωρίς το πρωί συνδέθηκαν με μεγαλύτερη ηλικία εγκεφάλου, ιδίως όταν τα άτομα είχαν σταθερά αυτά τα κακά χαρακτηριστικά ύπνου επί πέντε χρόνια.
Οι ερευνητές σημειώνουν πάντως ότι η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η κακή ποιότητα ύπνου επιταχύνει τη γήρανση του εγκεφάλου, δείχνει μόνο μια συσχέτιση. Ένας περιορισμός της μελέτης, προσθέτουν, ήταν ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν μόνοι τους τα προβλήματα ύπνου τους και είναι πιθανό να μην τα ανέφεραν με ακρίβεια.