Σαν σήμερα: Πώς ο Χίτλερ εκμεταλλεύθηκε μία φωτιά για να γίνει δικτάτορας
Όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα για να «γεννηθούν» χρειάζονται μία... σπίθα. Αυτή η σπίθα για να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία ήταν ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, ο οποίος και οδήγησε μία μέρα, σαν σήμερα, στις 23 Μαρτίου του 1933, να περάσει νόμος με τον οποίο ξεκινούσε στη χώρα η εποχή των ναζί...
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξέσπασε φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ. Για τον εμπρησμό αμέσως συνελήφθη ένας «ψηλός, γεροδεμένος νεαρός άνδρας», ο οποίος αναγνωρίστηκε άμεσα ως ένας Ολλανδός κομμουνιστής, ονόματι Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε.
Ο νεαρός οδηγήθηκε αμέσως στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, όπου και παραδέχτηκε αμέσως την ενοχή του. Συγκεκριμένα, ομολόγησε πως το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1933 περνώντας τυχαία έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου, του ήρθε στο μυαλό η ιδέα για τον εμπρησμό, προκειμένου να καλέσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του καθεστώτος. Μάλιστα ανέφερε χαρακτηριστικά: «Έπρεπε να κάνω κάτι. Θεώρησα ότι ο εμπρησμός ήταν η κατάλληλη μέθοδος. Δεν ήθελα να κάνω κακό σε πολίτες αλλά στο κράτος. Όσον αφορά το αν έδρασα μόνος μου, ναι, έδρασα μόνος μου».
Έτσι, προμηθεύτηκε πετρέλαιο, σπίρτα και αναπτήρες, και το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου εισέβαλε στο Κοινοβούλιο. «Στην αρχή δεν μπόρεσα να ανάψω φωτιά, μέχρι που τελικά χρησιμοποίησα τα ρούχα μου -που τα είχα βουτήξει στο πετρέλαιο- για προσανάμματα. Έτσι διέσχισα πέντε αίθουσες βάζοντας φωτιά στις κουρτίνες». Τα λεγόμενά του επιβεβαιώθηκαν και στην αναπαράσταση που έγινε τις επόμενες μέρες.
Μέχρι και τη σύλληψη του Βαν ντερ Λούμπε η φωτιά δεν είχε εξαπλωθεί, όμως στις 21:30, όταν κατέρρευσε ο γυάλινος θόλος της αίθουσας της Ολομέλειας, σχηματίζοντας το «φαινόμενο της καπνοδόχου», η φωτιά εξαπλώθηκε ταχύτατα. Στις 21:40 καταφθάνουν τα πρώτα πυροσβεστικά οχήματα. Παρόλο που στη μέγιστη συγκέντρωσή τους 60 πυροσβεστικά οχήματα με τις αντλίες τους επιχειρούσαν κατά της φωτιάς, δεν μπόρεσαν να σώσουν το εσωτερικό του κτιρίου - κατάφεραν όμως να «συγκρατήσουν» τη φωτιά στις πέντε αρχικές αίθουσες.
«Ο Χίτλερ έδωσε τη διαταγή για τον εμπρησμό»
Εδώ, όμως, αξίζει να σημειωθεί πως στον αντιφασιστικό κόσμο υπήρχε η πεποίθηση ότι ο εμπρησμός ήταν προβοκάτσια της χιτλερικής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα αναφέρει: «Πιστεύεται ευρύτατα ότι ο εμπρησμός στήθηκε από την ίδια τη νεοσχηματισμένη ναζιστική κυβέρνηση για να στρέψει την κοινή γνώμη ενάντια στους αντιπάλους της και να περιβληθεί με έκτακτες εξουσίες (...) Ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, φέρεται να είχε καταστρώσει το σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο δέκα πράκτορες του NSDAP με επικεφαλής τον Καρλ Ερνστ μπήκαν στο Ράιχσταγκ από μια υπόγεια σήραγγα, η οποία συνέδεε το Ράιχσταγκ με την επίσημη κατοικία του Γκέρινγκ».
Ο Ερνστ δολοφονήθηκε το 1934, κατά την εκκαθάριση των SA. Στη διαθήκη του φέρεται να ομολόγησε την ενοχή του για τον εμπρησμό, που είχε γίνει με διαταγή του Χίτλερ.
Τα άμεσα αντανακλαστικά των ναζί καταδίκασαν τους κομμουνιστές
Μόλις το περιστατικό -αλλά και η ταυτότητα του εμπρηστή- έγιναν γνωστά, οι ναζί αντέδρασαν αστραπιαία. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, ο Αδόλφος Χίτλερ έσπευσε μαζί με τον Γκαίμπελς, τον Γκαίρινγκ και τον αρχηγό της Αστυνομίας, Rudolf Diels, στο φλεγόμενο κτίριο.
Ο Γκαίρινγκ στην κατ' ιδίαν συνομιλία που είχε με τον Diels του έδωσε τις παρακάτω οδηγίες: «Αυτό (το συμβάν) είναι η έναρξη της εξέγερσης των κομμουνιστών. Δεν πρέπει να χάνουμε ούτε λεπτό. Δεν πρέπει να υπάρξει έλεος για κανέναν. Όποιος στέκεται εμπόδιο στον δρόμο μας πρέπει να εξαφανιστεί. Ο γερμανικός λαός δεν θέλει να δείξουμε επιείκεια. Όλοι οι ηγέτες των κομμουνιστών πρέπει να πυροβοληθούν επιτόπου μόλις βρεθούν. Οποιοσδήποτε έχει επαφές με τους κομμουνιστές πρέπει να συλληφθεί αμέσως». Ο Χίτλερ υπερθεμάτισε λέγοντας ότι τα ηγετικά στελέχη των κομμουνιστών πρέπει να συλληφθούν και να κρεμαστούν αμέσως.
Την ίδια νύχτα 1.500 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, μαζί με τον επικεφαλής τους Έρνστ Τόργκλερ, συνελήφθησαν βίαια και οδηγήθηκαν για ανακρίσεις.
Ατομικές ελευθερίες... τέλος!
Την επόμενη μέρα, 28 Φεβρουαρίου, ο Χίτλερ ζητά και παίρνει από τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ, έκτακτο διάταγμα -«Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους»- προκειμένου να λάβει όλα τα μέτρα για την εξάλειψη του κινδύνου που απειλούσε το καθεστώς. Σύμφωνα με το διάταγμα, περιστάλθηκαν πολλές ατομικές ελευθερίες, όπως αυτή «του συνέρχεσθαι», η ελευθεροτυπία, η ελευθερία της έκφρασης, το απόρρητο των γραμμάτων και των τηλεφωνημάτων, και φυσικά το Habeas corpus. Έτσι η Αστυνομία αλλά και τα Τάγματα Εφόδου μπόρεσαν να προχωρήσουν σε χιλιάδες συλλήψεις, ανακρίσεις και παρακολουθήσεις πολιτών, χωρίς να χρειάζεται κάποιο ένταλμα.
Λίγες εβδομάδες μετά, στις 23 Μαρτίου, ο Χίτλερ κατέφτασε ντυμένος με καφετιά στρατιωτική σχολή και ένα περιβραχιόνιο με τη σβάστικα στο αριστερό του μπράτσο. Πίσω από το αναλόγιο του ομιλητή βρισκόταν κρεμασμένο ένα τεράστιο πανό, και πάλι με τη σβάστικα. Στα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είχε επιτραπεί η είσοδος.
Η Βουλή ψήφισε την... κατάργησή της!
Έχοντας αποτύχει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές, προκειμένου να ασκεί εξουσία δίχως περιορισμούς, ο Χίτλερ είχε ανάγκη από κάτι που επισήμως ήταν γνωστό ως «Νόμος για την Άρση των Δεινών του Λαού και του Ράιχ», ευρύτερα γνωστός ως «Εξουσιοδοτικός Νόμος». Ουσιαστικά, θα επέτρεπε στη ναζιστική κυβέρνηση του Ράιχ να περνάει νόμους δίχως την έγκριση της Βουλής, από την οποία ο Χίτλερ ουσιαστικά ζητούσε να ψηφίσει την ίδια της την κατάργηση!
Για να περάσει αυτό που ζητούσε, ο Χίτλερ χρειαζόταν πλειοψηφία δύο τρίτων. Μετά την ομιλία του όμως -η οποία έφτασε στο σύνηθες, φρενιασμένο κρεσέντο- ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία 441 προς 94. Μόνο οι σοσιαλδημοκράτες τον καταψήφισαν, με τον αρχηγό τους, Ότο Βελς, να δηλώνει κατηγορηματικά: «Μπορούν να μας στερήσουν την ελευθερία και το βιος μας, αλλά όχι την τιμή μας».
Μόλις πέρασε ο νόμος, κάθε ίχνος δημοκρατικής διακυβέρνησης στη Γερμανία «ξεριζώθηκε» και ο αρχηγός των ναζί, Αδόλφος Χίτλερ, έγινε δικτάτορας, με τις γνωστές συνέπειες που ακολούθησαν, όχι μόνο για τη χώρα του, αλλά για ολόκληρο τον πλανήτη...