Υπόθεση παρακολουθήσεων: Αίτημα στον Άρειο Πάγο για τις μηνύσεις στον χρήστη προπληρωμένης κάρτας
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο δημοσιογράφος με χωριστές αιτήσεις τους ζητούν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κινηθεί σε βάρος του χρήστη της προπληρωμένης κάρτας ποινική δίωξη για ψευδή κατάθεση.
Αίτημα προς τον Άρειο Πάγο για να ανασυρθούν από το αρχείο οι μηνύσεις που είχαν καταθέσει σε βάρος του χρήστη της προπληρωμένης κάρτας κατέθεσαν ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Θανάσης Κουκάκης, σχετικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο δημοσιογράφος με χωριστές αιτήσεις τους ζητούν από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να κινηθεί σε βάρος του χρήστη της προπληρωμένης κάρτας ποινική δίωξη για ψευδή κατάθεση.
Και οι δύο μηνυτές επικαλούνται την επίσημη απάντηση που δόθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα από την «Εφημερίδα των Συντακτών» αποκλείοντας επί της ουσίας τρίτο πρόσωπο να μπορούσε κάνει χρήση της προπληρωμένης κάρτας του μηνυόμενου χωρίς να έχει γνώση του «Pin» αυτής.
«Η εκδοχή που παρουσίασε στην κατάθεσή του ο μηνυόμενος είναι σύμφωνα με την επίσημη θέση της αρμόδιας τράπεζας όχι μόνο αναληθής, αλλά και πρακτικώς αδύνατη, καθώς για να χρησιμοποιήσει κάποιος μία προπληρωμένη κάρτα σαν αυτήν με την οποία αγοράστηκαν τα μολυσμένα μηνύματα έπρεπε να έχει στα χέρια του τόσο τον φάκελο που του είχε σταλεί όσο και το κινητό τηλέφωνο του μηνυόμενου με το σχετικό μήνυμα της τράπεζας για να σχηματίσει με συνδυασμό των δύο στοιχείων το pin. Και φυσικά δεν εννοείται κάποιος να χρησιμοποιήσει άλλο δικό του pin και όχι το σωστό pin που εξέδωσε η τράπεζα», επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην αίτηση που κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Χρήστος Κακλαμάνης.
Σε δήλωσή του, ο δικηγόρος του Θανάση Κουκάκη, Ζαχαρίας Κεσσές, αναφέρει: «Υπό το πρίσμα των νέων στοιχείων κατατέθηκε αίτηση ανάσυρσης της υπόθεσης από το αρχείο. Είναι καιρός όμως να γίνουν κατανοητά από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τα εξής. Πρώτον ότι οι αναρίθμητες πλημμέλειες στην έρευνα της είναι αυτές που οδηγούν στην συνεχόμενη ανάδειξη νέων αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον ότι όλα αυτά τα στοιχεία θα έπρεπε να έχουν ήδη διερευνηθεί αν υπήρχε διάθεση ανεύρεσης της αλήθειας. Τρίτον ότι το μέγεθος του σκανδάλου του κατασκοπευτικού λογισμικού είναι τόσο μεγάλο, που η ίδια υπόθεση δεν θα πάψει να τροφοδοτείται από νέα στοιχεία και ευρήματα. Τελευταίο και σημαντικότερο ότι η αιτιολογία της αρχειοθέτησης είναι τόσο ισχνή και σοβαροφανής, που όχι μόνο στερείται νομικού ερείσματος αλλά προσβάλλει και την κοινή λογική, υποβαθμίζοντας σοβαρά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο θεσμό της Δικαιοσύνης».