Υπόθεση Κουφοντίνα: Από το Κράτος Δικαίου στο Κράτος του Φόβου
Η τρομοκρατία δεν νομιμοποιείται στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Οι τρομοκρατικές πράξεις, που προσβάλλουν συλλογικά ή ατομικά έννομα αγαθά, είναι εγκλήματα και τιμωρούνται με βαρύτατες ποινές, ιδίως όταν αφαιρούν ανθρώπινες ζωές.
Η Δημοκρατία δεν είναι ανοχύρωτη. Οφείλει να αμύνεται και μπορεί να αποκρούει τους εχθρούς της για να διασφαλίζει στους πολίτες έννομη τάξη, που ως σύστημα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι κράτος δικαίου. Και αυτό, γιατί δικαιοσύνη και ελευθερία χωρίς ισχύ είναι ανήμπορες και ισχύς χωρίς δικαιοσύνη και ελευθερία είναι τυραννία.
Αυτές οι παραδοχές, που αποδέχεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, κατά τη γνώμη μου πρέπει να είναι η βάση προσέγγισης στην υπόθεση Δ. Κουφοντίνα.
Στο ερώτημα, που σκόπιμα τίθεται στα καθεστωτικά ΜΜΕ από υπουργούς και βουλευτές της Ν.Δ., αν «μπορεί να επιλέγει ο κρατούμενος τη φυλακή του», η απάντηση είναι αναντίρρητα αρνητική. Όχι, οι κρατούμενοι δεν μπορούν να επιλέγουν τη φυλακή τους. Το κράτος, όμως, υποχρεούται να τηρεί τους νόμους που έχει θεσπίσει για να έχει συνέπεια, η οποία παράγει αξιοπιστία, όπου στηρίζεται η συμμόρφωση των πολιτών στους νόμους. Διαφορετικά με την τακτική του «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» υπονομεύεται η υπακοή των πολιτών στους νόμους.
Το άρθρο 3 του Νόμου 4760/2020 ορίζει ότι από την 11.12.2020 οι καταδικασθέντες για εγκλήματα τρομοκρατίας δεν μπορούν να κρατούνται σε αγροτικές φυλακές και πρέπει να επαναμεταχθούν στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθησαν. Αυτή η διάταξη είναι φωτογραφική, αφού, κατά την ψήφισή της, ο μοναδικός κρατούμενος σε αγροτική φυλακή για εγκλήματα τρομοκρατίας ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Στην περίπτωσή του, η φυλακή από την οποία «αρχικά μετήχθη» ήταν το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Η κυβέρνηση μπορούσε να πράξει το αυτονόητο, δηλαδή να εφαρμόσει τη φωτογραφική διάταξη που η ίδια ψήφισε. Αντίθετα προχώρησε σε μεταγωγή του Δ. Κουφοντίνα στις φυλακές του Δομοκού, με ωμή παραβίαση του ισχύοντος νόμου.
Η κυβερνητική αυθαιρεσία συνεχίζεται, αφού η ΓΓ Αντιεγκληματικής Πολιτικής δεν χορηγεί στον Δημήτρη Κουφοντίνα αντίγραφα των Αποφάσεων Μεταγωγής του, με αναπόφευκτη συνέπεια την στέρηση του δικαιώματός του να προσφύγει στα δικαστήρια, με την τουλάχιστον νομικά φαιδρή αιτιολογία ότι αντίγραφα εγγράφων μεταγωγής «δεν δύναται να χορηγηθούν διότι περιλαμβάνουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα άλλων κρατουμένων», καθώς και την ολοφάνερα προσχηματική αναφορά σε «λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας στο πλαίσιο των μέτρων, τα οποία ελήφθησαν λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα επιδημιολογική κατάσταση για την αποφυγή διάδοσης του κορονοϊού στο Κατάστημα αυτό». Και αυτό, γιατί είναι πασίγνωστο ότι μπορεί να χορηγηθεί το σχετικό με τον Δ. Κουφοντίνα απόσπασμα των Αποφάσεων Μεταγωγής χωρίς κίνδυνο για τα προσωπικά δεδομένα άλλων κρατουμένων, ενώ δεν επιτείνεται ο κίνδυνος διάδοσης του COVID – 19 από την επιπλέον παρουσία ενός και μόνο κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού.
Ο Δ. Κουφοντίνας ούτε δικαιούται ούτε ζητεί ειδική μεταχείριση ως πολιτικός κρατούμενος, όπως αυτοπροσδιορίζεται χωρίς σοβαρά ερείσματα στην ελληνική και διεθνή θεωρία και νομολογία περί πολιτικών κρατουμένων, ούτε επικαλείται τον ανθρωπισμό, που δικαιούται ακόμη και όποιος δεν τον αναγνώρισε στα θύματά του. Εδώ εμφανίζεται το οξύμωρο: ο Δ. Κουφοντίνας να ζητεί την αυστηρή τήρηση της νομιμότητας, που ο ίδιος επανειλημμένα παραβίασε, ενώ το Κράτος δεν εφαρμόζει νόμο που θέσπισε και έτσι από εγγυητής της έννομης τάξης μετατρέπεται σε αρνητή και υπονομευτή της νομιμότητας.
Υπό αυτές τις συνθήκες δοκιμάζεται σκληρά η δημοκρατία. Και αυτό, γιατί στα κράτη δικαίου τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι συναφείς εγγυήσεις τους κατοχυρώνονται εξίσου για όλους τους ανθρώπους, αλλά χρησιμεύουν κύρια σε όσους αναγκάζονται να προσφύγουν στην προστασία τους, δηλαδή είναι καταφύγιο περισσότερο των παρανομούντων και λιγότερο των νομοταγών πολιτών. Δεν απευθύνονται σε Αρσακειάδες και μοναχές, που σπάνια στη ζωή τους θα βρεθούν σε δικαστήρια και φυλακές, όπου θα αναζητήσουν την προστατευτική ασπίδα των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και κρατουμένων, αλλά στους κατηγορούμενους ή καταδικασθέντες για εγκληματικές πράξεις. Η αντοχή και αξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δοκιμάζεται στις οριακές καταστάσεις, όπως είναι η περίπτωση ενός πολυϊσοβίτη κρατούμενου για τρομοκρατικές πράξεις που οδηγείται σε απονενοημένες ενέργειες για να αντιμετωπισθεί με τους όρους της αστικής νομιμότητας που την πολέμησε ανελέητα, από ένα σύστημα εξουσίας, που λειτουργεί ως δήμιος υπό την καθοδήγηση ενός πρωθυπουργού που πολιτεύεται ως ο Λουδοβίκος Ήλιος και τιμωρός ενός ήδη τιμωρημένου, όπως αποκαλύπτεται από την Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού την 28-2-2020.
Η ακραία επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι τυχαία. Είναι προαποφασισμένη και εντάσσεται σε ένα γενικό σχέδιο επίδειξης αυταρχισμού και επιβολής του δόγματος «νόμος και τάξη» που ανήκει στο κλασσικό οπλοστάσιο της ελληνικής Δεξιάς από τις δεκαετίες του ΄50 και ΄60.
Με αυτό το εργαλείο ως φόβητρο λειτουργεί η σημερινή Κυβέρνηση, όταν η Αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι του σκηνοθέτη Ινδαρέ και ξυλοκοπεί τους οικείους του, ξεγυμνώνει διαδηλώτριες στους δρόμους, ξυλοφορτώνει ακινητοποιημένους με χειροπέδες πολίτες, συλλαμβάνει και δέρνει ανήλικους, εισβάλλει στα Πανεπιστήμια και σέρνει στο οδόστρωμα ξεγυμνωμένους τραυματισμένους φοιτητές, εγκαθιστά μόνιμα αστυνομικούς στα ΑΕΙ, περιορίζει ασύστολα τα δικαιώματα των πολιτών λόγω πανδημίας και «φυλακίζει» την κοινωνία χωρίς επαρκή αιτιολογία, γιατί άλλοτε το λένε οι λοιμωξιολόγοι και άλλοτε είναι κυβερνητική απόφαση και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Η θανατική καταδίκη ενός πολυϊσοβίτη κρατουμένου με υπογραφή Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως υπογραμμίζει και ο δικηγόρος Δημήτρης Δημητριάδης, σύζυγος της αδελφής του και πατέρας του στενότερου συνεργάτη του, Γρηγόρη Δημητριάδη, επιτρέπει στην Κυβέρνηση να δώσει μάχη συμβόλων με τα φαντάσματα του παρελθόντος, να σπείρει μίσος για να θερίσει διχασμό, να συσπειρώσει το ακροδεξιό ακροατήριο, να φοβίσει τους αστούς και να τρομάξει τους νοικοκυραίους, να ενισχύσει το ιδεολογικό οπλοστάσιό της για να περάσουν διοικητικά και νομοθετικά μέτρα που παραπέμπουν σε ζοφερό αυταρχισμό. Και όλα αυτά γιατί η Κυβέρνηση επιλέγει ως πεδίο αναμέτρησης το παρελθόν για να αντιμετωπίσει το μέλλον, όταν θα ανοίξουν οι κλειστές λόγω πανδημίας πόρτες των σπιτιών, των γραφείων, και των καταστημάτων, θα φανούν οι σκληρές συνέπειες της οικονομικής πολιτικής της, και θα οξυνθούν τα προβλήματα με την Τουρκία. Για τότε προετοιμάζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συν αυτώ πολιτικοί και οικονομικοί στυλοβάτες του. Είναι αδίστακτοι αλλά όχι ανόητοι. Βλέπουν το τσουνάμι της λαϊκής οργής μπροστά τους και προετοιμάζονται. Είναι ισχυροί αλλά όχι παντοδύναμοι. Εδώ, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχύει η διαπίστωση του Ουίνστων Τσόρτσιλ ότι “η πολιτική αυτοκτονία έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι πάντοτε επιζείς για να δεις τα αποτελέσματα της πράξης σου”.
Του Γιάννη Μαντζουράνη