Υπάρχει διέξοδος;

Να βρουν τον τρόπο ώστε για να βγουν από τον κλοιό των Τεμπών επιχειρούν εναγωνίως η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός. Έναν κλοιό ασφυκτικό που έχει δημιουργήσει η κοινωνία και η νεολαία που έχουν βγει μαζικά τις τελευταίες εβδομάδες στους δρόμους.
Και είναι πραγματικά άκρως ανησυχητικά τα ευρήματα και των τριών δημοσκοπήσεων (GPO, MRB, PRORATA) που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις ημέρες και όλες συγκλίνουν στο ότι πρώτον, οι πολίτες προκρίνουν στην πλειοψηφία τους τις πρόωρες εκλογές. Δεύτερον, ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει την λαϊκή νομιμοποίηση. Τρίτον, ότι συγκαλύπτει την τραγωδία των Τεμπών και έχει ευθύνες για το δυστύχημα. Τέταρτον, ότι αυτό που χρειάζεται είναι η αλλαγή της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, προβληματίζει έντονα η δημοσκοπική υποχώρηση της ΝΔ σε ποσοστά μεταξύ 20 και 23% στην πρόθεση ψήφου αλλά και σε ό,τι αφορά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, πλέον ο «κανένας» είναι αυτός που προηγείται για την πρωθυπουργία.
Μπροστά σε αυτά τα γεγονότα και παρά την αναμενόμενη απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας (δεν περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό και ο σκοπός της κατάθεσής της ήταν να μεταφερθεί στη Βουλή η δυσπιστία της κοινωνίας για την κυβέρνηση), παρατηρούμε από το Μαξίμου και τη ΝΔ να μην μπορούν να επιχειρηματολογήσουν πειστικά για όσα κλήθηκαν να απαντήσουν από την αντιπολίτευση.
Αντί απαντήσεων, προσπαθούν με fake news και λογικά άλματα να συσπειρώσουν τον σκληρό τους πυρήνα. Χαρακτηριστική περίπτωση τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης προς τον κ. Ανδρουλάκη, προσπαθώντας να αποτινάξει από πάνω του τις ευθύνες για τη σύγκρουση των τρένων. Με αποτέλεσμα, να διαστρεβλώσει τη δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ που είχε πει, επισκεπτόμενος τον τόπο του δυστυχήματος, ότι «αποτελεί μείζον ζήτημα να μην έχουν εγκατασταθεί τα συστήματα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο και εξαιτίας της έλλειψης τους από ένα ανθρώπινο χέρι να μπορεί να συμβεί τέτοια τραγωδία». Δηλαδή ήθελε να στηλιτεύσει την ανυπαρξία της τηλεδιοίκησης, ενώ ο κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να τον εμφανίσει ότι ως συνυπεύθυνο και ότι συμφωνεί με τη δική του εκδοχή του ανθρώπινου λάθους.
Το ερώτημα τώρα είναι αν υπάρχει διέξοδος από αυτή την κατάσταση. Αν η απάντηση αναζητηθεί στον επικείμενο ανασχηματισμό, τότε το πιο πιθανό είναι ότι το αποτέλεσμα θα είναι πενιχρό. Ο ανασχηματισμός ούτε τη δυσαρέσκεια θα μειώσει ούτε τη φθορά θα ανακοψει.
Από την άλλη πλευρά, η μέχρι στιγμής αδυναμία της αντιπολίτευσης να φανεί απειλητική για την κυβέρνηση επιτείνει το αίσθημα αδιεξόδου και ενδεχομένως να της δίνει μια μικρή ανάσα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα λιγοστά επιχειρήματα του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή ήταν το ρητορικό ερώτημα που έθεσε «να φύγω εγώ να έρθει ποιος». Όμως, ο μύθος του αναντικατάστατου τείνει πλέον να καταρρεύσει και ως εκ τούτου, κάθε άλλο παρά σιγουριά εκπέμπει ο λόγος του πρωθυπουργού αλλά και η θέση του δεν είναι ακλόνητη όπως κάποτε. Εξάλλου, ήδη κυκλοφορούν σενάρια για αλλαγές εν κινήσει εντός ΝΔ...
Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να αποκαταστήσει το αίσθημα εμπιστοσύνης στους πολίτες, οι οποίοι προς το παρόν επιλέγουν να περιμένουν ή βρίσκουν στέγη σε κόμματα προσωποπαγή που θεωρούνται αντισυστημικά μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν κυβερνήσει ή επειδή ο λόγος των αρχηγών τους ακούγεται κάπως πιο ρηξικέλευθος. Καλή ώρα, Ζωή Κωνσταντοπούλου ή Κυριάκος Βελόπουλος.
Αρκεί όμως αυτό για να αλλάξουν τα πράγματα; Κατά τη γνώμη μας όχι. Απαιτούνται βαθιές θεσμικές αλλαγές στο κράτος και στη νοοτροπία λειτουργίας της διοίκησης, ειλικρινής βούληση, υπερβατικές λογικές αντί για πυροτεχνήματα με λογική παζαριού, όπως αυτό του κ. Μητσοτάκη για το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 16. Δηλαδή, «δωσε μου, να σου δώσω». Θέλει συνέπεια, έργο, ρεαλιστικό πρόγραμμα, υπομονή στο στόχο, αξιόπιστα πρόσωπα που τηρούν το λόγο τους ακόμη κι αν τα κόμματά τους έχουν κυβερνήσει στο παρελθόν. Υπάρχουν τέτοια; Προφανώς και υπάρχουν. Έτσι δημιουργείται η εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης... Κι επίσης, οι συνεργασίες που χύνεται πολύ μελάνι γι’ αυτές, είναι μεν χρήσιμες ενίοτε, αλλά δεν είναι πανάκεια. Η πολιτική δεν είναι αριθμητική. Τα αθροίσματα μπορεί να αφαιρέσουν αντί να πολλαπλασιάσουν και ο νοών νοείτω.
Σε κάθε περίπτωση, με βάση τα λεγόμενα των πολιτών, φαίνεται ότι η παρούσα κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αδυνατούν να σηματοδοτήσουν τη δικαιοσύνη την πρόοδο και τη σταθερότητα. Κι ας έχουν υφάνει το σενάριο του «Μητσοτάκης ή χάος» για τον αντίπαλο, εν προκειμένω για το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η εξέλιξη συνιστά από μόνη της μια τεράστια αλλαγή σε σχέση με όσα γνωρίζαμε ως την ημερομηνία – σταθμό της 28ης Φεβρουαρίου και σε σχέση με όσα θα δούμε από εδώ και πέρα.