Washington Post: Οι ανορθόδοξες απόψεις του Ερντογάν απειλούν την οικονομία
Ένα άρθρο-καταπέλτη αρθρογράφησαν στην Washington Post ο Ονούρ Αντ και η Λιν Τόμανσον, αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι «ανορθόδοξες» απόψεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκαλούν αναταραχές στις αγορές.
Με σκωπτικό ύφος, οι δημοσιογράφοι σχολιάζουν ότι «δεν είναι ασυνήθιστο για έναν πολιτικό» να μην χαίρεται όταν οι τράπεζες χρεώνουν σχετικά υψηλά ποσά για τον δανεισμό, αφού «το φθηνό χρήμα μπορεί να φέρει την υποστήριξη των εκλογέων». Ωστόσο, παρατηρούν ότι «αυτό που καθιστά τον Ερντογάν εξαιρετικό είναι το ανορθόδοξο επιχείρημά του για τη διεκδίκηση χαμηλών επιτοκίων και η αποφασιστικότητά του να πάρει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής από τους υποτίθεται ανεξάρτητους κεντρικούς τραπεζίτες».
Για να εξηγήσουν τη στάση του Ερντογάν, θέτουν και απαντούν έξι ερωτήματα.
Γιατί ενοχλούν τον Ερντογάν τα υψηλά επιτόκια;
Ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι πρώτα από όλα επιβραδύνουν την ανάπτυξη και δεύτερον πυροδοτούν τον πληθωρισμό. Αυτή η θέση του προκαλεί αμηχανία στους διεθνείς επενδυτές εδώ και χρόνια. Παρά το γεγονός ότι η μεγάλη αύξηση των δαπανών και των δανείων της χώρας στη διάρκεια της πανδημίας έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη, ταυτόχρονα η οικονομία υποφέρει από διψήφιο πληθωρισμό και απρόβλεπτες δημοσιονομικές πολιτικές.
Έχουν κάποια βάση αυτά τα επιχειρήματα;
Το πρώτο έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Όταν μια κεντρική τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια, η ικανότητα των τραπεζών να δανείζονται προκειμένου να διατηρούν τα αναγκαία αποθεματικά τους μειώνεται, με αποτέλεσμα και οι ίδιες να στρέφονται στην παροχή δανείων με υψηλότερα επιτόκια. Αυτό σημαίνει ότι λιγότερες επιχειρήσεις λαμβάνουν δάνεια, τα οποία ταυτόχρονα είναι και ακριβότερα.
Έτσι, η οικονομία επιβραδύνεται. Όμως, η Washington Post τονίζει ότι η δεύτερη θεωρία του Ερντογάν – δηλαδή, ότι τα υψηλά επιτόκια οδηγούν σε αύξηση των τιμών – έρχεται σε σύγκρουση με τις συμβατικές οικονομικές θεωρίες. Σύμφωνα με αυτές, όταν τα επιτόκια αυξάνονται, ο δανεισμός μειώνεται, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να ξοδεύουν λιγότερο και ο πληθωρισμός να περιορίζεται.
Πού στηρίζει τη θεωρία του ο Ερντογάν;
Είναι πιθανό ότι τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό στηρίζεται στη δική του εμπειρία ως επιχειρηματίας, κυρίως στη βιομηχανία τροφίμων, πριν φτάσει σε υψηλά αξιώματα ως πολιτικός. Πολλές τουρκικές εταιρείες δανείζονται σχετικά μεγάλα ποσά για να διασφαλίσουν ότι θα είναι σε θέση να καλύψουν τα λειτουργικά τους έξοδα, γεγονός που καθιστά την αστάθεια στα κόστη δανεισμού πηγή αβεβαιότητας και τα υψηλά επιτόκια αιτία για αύξηση των εξόδων.
Κατά τη γνώμη του Ερντογάν, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού οδηγούν σε υψηλότερες τιμές επειδή οι επιχειρήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή πέραν της μετακύλισης των αυξημένων εξόδων στον καταναλωτή. Αυτό το πλαίσιο στηρίζεται σε υποθέσεις τις οποίες αμφισβητούν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα ότι τα επιτόκια αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό των εξόδων των επιχειρήσεων και ότι οι παραγωγοί έχουν επαρκή δύναμη στον ορισμό των τιμών ώστε να επιβάλλουν την άποψή τους στους καταναλωτές.
Ποιος συμφωνεί μαζί του;
Υπάρχουν αρκετοί υπερασπιστές των θέσεων του Ερντογάν ή έστω κάποιας εκδοχής τους. Το επιχείρημα ότι τα χαμηλά επιτόκια παράγουν χαμηλότερο πληθωρισμό μακροπρόθεσμα ονομάστηκε «Επανάσταση του νέο-Φισερισμού» το 2014 από τον Νόα Σμιθ, που τότε ήταν αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης. Το επιχείρημα στηρίζεται σε μια θεωρία του οικονομολόγου του Yale, Ίρβινγκ Φίσερ, για τη σχέση μεταξύ πληθωρισμού, ονομαστικών επιτοκίων και πραγματικών επιτοκίων. Οι επικριτές των νέο-Φισεριστών υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν η συγκεκριμένη θεωρία είχε κάποια βάση, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια οικονομία σαν της Τουρκίας, η οποία υποφέρει από χρόνια υψηλό πληθωρισμό και είναι εξαρτημένη από την εξωτερική χρηματοδότηση.
Αιτία για αυτό είναι το γεγονός ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού μειώνει την απόδοση των επενδύσεων σε τουρκικά περιουσιακά στοιχεία, ενώ το τοπικό νόμισμα τείνει να αποδυναμώνεται σε σχέση με άλλα όταν οι ξένοι αποφασίσουν να διοχετεύσουν τα χρήματά τους κάπου αλλού. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του αυξάνει το κόστος των εισαγόμενων αγαθών σε λίρα, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές – δηλαδή σε μεγαλύτερο πληθωρισμό. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη άποψη δεν είναι ευρέως αποδεκτή, τουλάχιστον όχι σε βαθμό που να μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη νομισματική πολιτική οποιασδήποτε χώρας – παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να την εφαρμόσει στην Τουρκία.
Τι έχει κάνει ο Ερντογάν για να εφαρμόσει τις απόψεις του;
Τη στιγμή που οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες επεξεργάζονται το ενδεχόμενο εφαρμογής αυστηρότερων πολιτικών, καθώς η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη προκαλεί άνοδο του πληθωρισμού, η Τουρκία προχώρησε σε μείωση του επιτοκίου δανεισμού κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο, στέλνοντας την τουρκική λίρα σε ελεύθερη πτώση. Στις 22 Νοεμβρίου, ο Ερντογάν εξήγησε ότι μειώνοντας τα επιτόκια η Τουρκία έθετε σε προτεραιότητα τις μεγαλύτερες επενδύσεις, τις εξαγωγές και τη δημιουργία θέσεων εργασίας με την ελπίδα ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δαμάσει τον πληθωρισμό.
Μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο, ο Ερντογάν απέλυσε τον κεντρικό τραπεζίτη, Νατσί Αγκμπάλ, λίγες μέρες αφότου ο δεύτερος είχε προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων. Ο αντικαταστάτης του, Σαχάπ Καβτσίογλου, ο τέταρτος κεντρικός τραπεζίτης που είδε η χώρα μέσα σε λιγότερα από δυο χρόνια, είναι γνωστός υποστηρικτής των χαμηλότερων επιτοκίων. Τον Οκτώβριο, ο Ερντογάν απέλυσε τρία μέλη της επιτροπής νομισματικής πολιτικής μέσω μεταμεσονύκτιου διαγγέλματος. Είχαν φανεί επιφυλακτικοί απέναντι σε περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων. Και το 2019, ο Ερντογάν είχε απολύσει άλλον ένα κεντρικό τραπεζίτη, τον Μουράτ Τσετίνκαγια, επειδή δεν συμμορφώθηκε με τις πολιτικές του.
Έχει σημασία αν έχει άδικο;
Ναι, γιατί αν έχει άδικο, τα χαμηλότερα επιτόκια που επιβάλει θα συνεχίσουν να αποδυναμώνουν την τουρκική λίρα και να τροφοδοτούν τον πληθωρισμό. Οι επενδυτές αναφέρουν επίσης ότι οι βίαιες πιέσεις του Ερντογάν για χαμηλότερο κόστος δανεισμού καθιστούν πιο απρόβλεπτη τη νομισματική πολιτική και υπονομεύουν τη σταθερότητα. Επιπλέον, αυτή η πολιτική μειώνει την εμπιστοσύνη προς τους νομοθέτες. Σε άλλες μεγάλες οικονομίες, η αυτονομία των κεντρικών τραπεζών στον βραχυπρόθεσμο ορισμό των επιτοκίων αντιμετωπίζεται ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι στις παρορμήσεις των πολιτικών που επιθυμούν να αυξήσουν τον δανεισμό και τη βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, εις βάρος της μακροπρόθεσμης υγείας της οικονομίας.