Βενέτης: Φουλ για νέες επενδύσεις και εξαγορές - Το σχέδιο για τα Παγωτά Δωδώνη και το come back του ιστορικού Jackson Hall
Επενδύσεις ύψους 79,5 εκατ. ευρώ δρομολογεί η Βενέτης την επόμενη τετραετία, προχωρώντας στην εξυγίανση της Παγωτά Δωδώνη, στην είσοδο στην αγορά των Dark Kitchens (σκοτεινές κουζίνες) με δύο νέα concepts τo Jackson Burger και την Pizza MIA, στην επέκταση στον χώρο της εστίασης με τη δημιουργία του νέου concept Tairol Made Coffee Roasters, στην επαναλειτουργία μέχρι το τέλος του έτους του ιστορικού Jackson Hall, καθώς επίσης και στη λειτουργία των χώρων εστίασης της Εθνικής Πινακοθήκης (Café Εστιατόριο Κ. Παρθένης και Café Ilissos).
Σύμφωνα με όσα ανέφερε εχθές, στο πλαίσιο ενημερωτικής εκδήλωσης, ο πρόεδρος και μεγαλομέτοχος της Βενέτης, Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, στόχος του τετραετούς αυτού προγράμματος είναι οι πωλήσεις του σήματος «Βενέτης» να ξεπεράσουν τα 200 εκατ. ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια.
Το αναπτυξιακό πλάνο προβλέπει: κατασκευή νέου εργοστασίου στη Βοιωτία: (15 εκατ. ευρώ), προμήθεια μηχανολογικού εξοπλισμού (5 εκατ. ευρώ), προμήθεια γραμμών παραγωγής νέων προϊόντων (14 εκατ. ευρώ), δαπάνες για μελέτες - αδειοδοτήσεις (500 χιλιάδες ευρώ), εξαγορά της εταιρείας Παγωτά Δωδώνη και αναβάθμιση καταστημάτων (10 εκατ. ευρώ), προμήθεια εξοπλισμού και ανάπλαση μονάδας παραγωγής Δωδώνη (5 εκατ. ευρώ), ίδρυση νέων εταιρικών καταστημάτων (10 εκατ. ευρώ) και εξαγορά δικτύου καταστημάτων εστίασης (20 εκατ. ευρώ).
Εστιάζοντας στην εταιρεία Παγωτά Δωδώνη, ο κ. Μονεμβασιώτης ανέφερε ότι η Βενέτης έχει έρθει σε συμφωνία με τις πιστώτριες τράπεζες για την απόκτησή της. Συγκεκριμένα η Βενέτης θα αποκτήσει τις εγκαταστάσεις της Παγωτά Δωδώνη στη Παλλήνη όπου εκεί θα συνεχίσει να γίνεται η παραγωγή μέχρι την ολοκλήρωση της μεγάλης μονάδας που σχεδιάζει η εταιρεία στην Βοιωτία. Το τριετές αναπτυξιακό πλάνο προβλέπει την ανάπτυξη δικτύου 12 καταστημάτων, εν των οποίων δύο εταιρικά και δέκα με franchise.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε ο κ. Μονεμβασιώτης, η Βενέτης εκπαιδεύεται στις κρίσεις και έχοντας ισχυροποιήσει τα μεγέθη της μετά από την πανδημία, προσπαθεί να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει τις υπάρχουσες κρίσεις (οικονομική, ενεργειακή, πρώτων υλών, γραφειοκρατία, αναζήτηση προσωπικού κ.ά) αλλά και νέες που θα έρθουν (επισιτιστική, κλιματική, τραπεζική κ.ά).
Όπως σημείωσε ο ίδιος, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η εταιρεία είναι η γραφειοκρατία που δυσκολεύει στην χώρα μας κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα. «Απασχολούμε 2.000 εργαζόμενους, στηρίζουμε την ελληνική οικονομία και δυστυχώς τα τελευταία τέσσερα χρόνια προσπαθούμε να εγκαταστήσουμε τη μονάδα παραγωγής μας στη Βοιωτία και δεν μπορούμε. Η γραφειοκρατία δεν μας διευκολύνει. Έχουμε χάσει δύο αναπτυξιακούς νόμους και έχουμε αναστείλει μια επένδυση 30 εκατ. ευρώ. Η πράσινη μονάδα παραγωγής βιοτεχνικών προϊόντων θα φτιαχτεί τελικά με τριπλάσιο κόστος και σκεφτόμαστε να κινηθούμε νομικά ζητώντας αποζημιώσεις» τόνισε.
Ο όμιλος συμπληρώνει εφέτος 75 χρόνια επιχειρηματικής δραστηριότητας. Διαθέτει 17 εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλο το φάσμα της εστίασης, 2.000 εργαζόμενους και 125 καταστήματα και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, επιδιώκει την περαιτέρω ανάπτυξη και ισχυροποίησή του θέτοντας ως στόχο να φτάσει τα 145-150 σημεία πώλησης μέχρι το τέλος του 2023. Την ίδια στιγμή η Βενέτης δίνοντας έμφαση στην ισχυροποίησή της στην ελληνική αγορά προχωρά σε οργανική ανάπτυξη δικτύου, νέων concepts αλλά και εξαγορών δικτύων λιανικής πώλησης ενώ αναθεωρεί τη στρατηγική της για επέκταση δικτύου στο εξωτερικό.
Σημειώνεται ότι το 2022 ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 52,290 εκατ. ευρώ έναντι 43 εκατ. ευρώ το 2021 σημειώνοντας αύξηση 24%. Τα κέρδη προ φόρων του ομίλου έφτασαν το 2022 τα 3,672 εκατ. ευρώ από 5,069 εκατ. ευρώ το 2021 σημειώνοντας μείωση κατά 28% ενώ το EBITDA ανήλθε στα 8,715 εκατ. ευρώ έναντι 11 εκατ. ευρώ το 2021, μειώθηκε δηλαδή κατά 24%.
Για το πρώτο τρίμηνο του 2023 ο κύκλος εργασιών του ομίλου αναμένεται να σημειώσει αύξηση κατά 12%. «Επανήλθαμε σε πωλήσεις του 2019, δηλαδή στον τελευταίο κανονικό χρόνο τζίρων» σημείωσε ο κ. Μονεμβασιώτης. Επίσης, διευκρίνισε ότι η αύξηση τζίρου το 2022 σε σχέση με το 2019 είναι της τάξης του 10% αλλά χωρίς τις ανατιμήσεις (περίπου 6,5%) η αύξηση υπολογίζεται σε 3,5%.