Νέα τροπή στην υπόθεση θανάτου του Βασίλη Μάγγου - Όσα αποκάλυψε ο πατέρας του
Νέες διαστάσεις λαμβάνει η υπόθεση θανάτου του Βασίλη Μάγγου. Όπως γνωστοποίησε ο πατέρας του, Γιάννης Μάγγος, με Διάταξη του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Βόλου, κατηγορούνται έξι αστυνομικοί της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μαγνησίας.
Πρόκειται συγκεκριμένα για τέσσερις της ΟΠΚΕ και δύο της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας για τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: 1) των βασανιστηρίων κατά συναυτουργία και κατά συρροή 2) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία και κατά συρροή 3) της έκθεσης κατά συναυτουργία και 4) της παράνομης κατακράτησης κατά συναυτουργία. Σημειώνεται ότι η κατά συρροή κατηγορία αφορά τους τέσσερεις πρώτους.
Όπως αναφέρεται στη Διάταξη, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για τις πράξεις που κατηγορούνται, εκ των οποίων η πρώτη είναι κακουργηματικού χαρακτήρα και προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί η εμφάνισή τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, επιβλήθηκαν εις βάρος τους περιοριστικοί όροι ήτοι: 1) απαγόρευση εξόδου από την Ελλάδα και 2) την παροχή εκ μέρους τους εγγυοδοσίας ενός συγκεκριμένου χρηματικού ποσού.
«Η αλληλεγγύη της κοινωνίας από άκρη σε άκρη σε όλη την Ελλάδα, δίνει κουράγιο και δύναμη σ εμάς και τους δικηγόρους μας. Ο αγώνας συνεχίζεται», κατέληξε στην ανάρτησή του ο κ. Γιάννης Μάγγος.
Το χρονικό της υπόθεσης
Στις 13 Ιουλίου του 2020 ο 26χρονος τότε Βασίλης Μάγγος εντοπίστηκε στο δωμάτιό του χωρίς τις αισθήσεις του. Άφησε την τελευταία του πνοή ένα μήνα μετά τον ξυλοδαρμό του, όπως είχε καταγγείλει, από άνδρες της Αστυνομίας, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αλληλεγγύης σε συλληφθέντες διαδήλωσης κατά της καύσης σκουπιδιών στο Βόλο.
Θυμίζουμε πως με ανάρτησή του στο facebook στις 16 Ιουνίου 2020, ο Βασίλης Μάγγος κατήγγειλε πως: «Βρίσκομαι στο νοσοκομείο με 6 ή 7 κατάγματα στα πλευρά και με θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη , χτυπημένος άγρια κ βασανισμένος από τις δυνάμεις καταστολής (ΜΑΤ,ΟΠΚΕ,Ασφάλεια). Υπάρχουν τα σχετικά βίντεο κ φωτογραφίες, οπότε σας δίνω μια μικρή μόνο γεύση του τι έγινε…Εγώ την Κυριακή δεν ήμουν με το συγκεντρωμένο πλήθος, τυχαία βέβαια, όμως με το που είδα τους δικούς μου ανθρώπους να διαμαρτύρονται έξω από τα δικαστήρια, σταμάτησα αμέσως με το μηχανάκι μου για να συσπειρωθώ με τους αλληλέγγυους…Δεν πρόλαβα όμως καν να φτάσω στους ασφαλίτες. Πετάχτηκε μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ματ, στοχευμένα και συγκεκριμένα για μένα, μιας και με γνωρίζουν, ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα.
Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά, τους φώναζα, δεν τους ένοιαζε καν. Μου βάλανε χειροπέδες και με πήραν σηκωτό, ενώ με βριζανε με το επίθετο μου. Μέσ’ στο αμάξι, μου δώσανε μερικές ακόμα και όταν πήγα να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου μου λέγανε “κάτω το κεφάλι πούστη”, επειδή βογγούσα και έκανα “αααα” απ’ τον πόνο, αυτοί μου λέγανε “τι α μωρη κραγμένη” και αλλά τέτοια ωραία. Όταν φτάσαμε στο τμήμα, πήρε σειρά ο ασφαλίτης που φαίνεται και στο βίντεο να ανοίγει τη πόρτα από το ασφαλίτικο, με κράταγαν τα οπκε και με βαρούσε αυτός. Όταν φώναζα πως θέλω νοσοκομείο, μου λέγανε άσε ρε τα ψέματα και άλλα τέτοια διάφορα.
Όταν ζήτησα λίγο νερό, στην αρχή δεν μου δίνανε κι έπειτα με βάλανε να πιω από έναν καταψύκτη που έτρεχε σταγόνα-σταγονα το νερό και μάλιστα από κάτω προς τα πάνω. Εγώ εντωμεταξύ να ‘μαι σακάτης, κατάκοιτος και να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Και αφού διασκέδασαν όλοι μαζί πάνω μου, με ρίξανε στο κρατητήριο.
Τελικά με βγάλανε, αφού τους άκουσα να λένε πως αν με κρατούσαν θα έπρεπε να με παν και νοσοκομείο, άσε σου λέει μην χρεωθούμε κιόλας με το μαλακιστήρι. Όταν ρώτησα το όνομα του ασφαλίτη που με βαραγε για να καταθέσω μήνυση δεν μου απαντούσε και μάλιστα με κορόιδευε και μου λέγε εσύ τι είσαι αστυνομία για να μάθεις? Κι όταν του είπα πως θα του κάνω μήνυση άλλα λέω ποιος θα σε πειράξει, μήπως η αστυνομία? Και γελώντας, σήκωσε τα χέρια και μου λέει: “βλέπεις, τα λες και μόνος σου”…Τελικά, με πέταξαν έξω απ’ το τμήμα χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα καλά-καλά και σίγουρα δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου καθόλου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη την ώρα, ούτε να πάρω κάποιον τηλέφωνο ούτε να πάρω το ΕΚΑΒ, τίποτα, ένιωθα σαν μισοπεθαμενος και απλώς προσπαθούσα κούτσα κούτσα να φτάσω κάπου, ούτε ήξερα που, να βρω λίγο νερό να πιω, να κάνω κάτι για να επιβιώσω, έτσι ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Ευτυχώς με βρήκανε κάποια παιδιά που πήγαιναν φαγητό και πράγματα στο παιδί που κρατούνταν από τα γεγονότα του Σαββάτου, με μαζεψαν, με πήγανε σπίτι, επικοινώνησα με τους δικούς μου, πήραμε τηλέφωνο το ΕΚΑΒ και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε…»