Βανδή Νικολαΐδης διαζύγιο: Γιατί αποφάσισαν μετά από 18 χρόνια να χωρίσουν
Πριν από 18 χρόνια όλοι οι παπαράτσι ήθελαν να τους φωτογραφίσουν. Σήμερα ο καθένας ξεχωριστά συζητά με τους δικηγόρους τις λεπτομέρειες του διαζυγίου και ζουν σε διαφορετικά σπίτια.
Οι φίλοι τους το ήξεραν, δεν ήταν κάτι ξαφνικό. Ζούσαν τον τελευταίο καιρό ως συγκάτοικοι, απλά η Δέσποινα επέμενε να το καθυστερήσουν λόγω των παιδιών. Αλλά τελικά, αυτό δεν είχε αποτέλεσμα.
Αυτή είναι η ιστορία της αγάπης τους όπως ξεκίνησε και όπως άδοξα τελείωσε. Ένα ζευγάρι που είχε γίνει μύθος και θρύλος. Από αυτά τα ζευγάρια που πίστευες ότι δεν θα χώριζαν ποτέ. Αλλά πολλά συνέβησαν. Αυτή είναι η ιστορία της αγάπης τους με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες.
Tο love story Ντέμη - Δέσποινας
Ακούγεται παράξενο, αλλά η σχέση του Ντέμη Νικολαΐδη και της Δέσποινας Βανδή ξεκίνησε για τα περιοδικά και τα έντυπα πολύ πριν ξεκινήσει για τους ίδιους.
Τον Μάρτιο του 1999, ο Ντέμης έρχεται στα γραφεία της ΙΜΑKO για να δώσει συνέντευξη στο περιοδικό «Active». Του λέμε για το κουτσομπολιό που γράφεται, ότι έχει δεσμό με την Δέσποινα. «Δεν έχουμε συναντηθεί ούτε μια φορά, είναι εντελώς ανοησίες και είναι κρίμα και για την ίδια, γιατί έχει σχέση», απάντησε. Όμως η ζωή πολλές φορές λειτουργεί σαν το Μatrix. H εικονική πραγματικότητα έχει μεγαλύτερη ισχύ από αυτό που πιστεύεις εσύ.
Το κίτρινο t-shirt ήταν το πιο συμβολικό fashion statement της ζωής της
Πρέπει δε να ήταν και το πιο οικονομικό κομμάτι της γκαρνταρόμπας της, εκείνη την περίοδο. Αλλά ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Την Άνοιξη του 1999, η Δέσποινα Βανδή είχε μία καριέρα σε άνοδο και μία σχέση σε πτώση. Τότε εμφανιζόταν στο Γκάζι, στο πλευρό του Βασίλη Καρρά, είχε στο βιογραφικό της ένα διπλό πλατινένιο cd, «Δέκα Εντολές», μια πετυχημένη συμμετοχή στους «Δύο Ξένους», φήμες για σχέση με τον Αλέξανδρο Ρήγα, τον Ντέμη Νικολαϊδη, τον Μάριο Παπαδάτο, τον Γιάννη Πάριο και φήμες για χωρισμό από τον επί τέσσερα χρόνια σύντροφό της, Βασίλη Κατεβαίνη. Μόνο το τελευταίο όμως, ήταν αλήθεια. Και μάλιστα, ψυχοφθόρα αλήθεια, όπως θα ομολογήσει αργότερα σε φίλους της, αφού επί έξι μήνες η σχέση βρισκόταν στην εντατική και απλά δεν είχε το κουράγιο να την αποσυνδέσει από τα μηχανήματα υποστήριξης. Το αποφάσισε ένα βράδυ, όταν κατέβαινε με τον Βασίλη από το Γκάζι στο σπίτι της, μέχρι να φθάσει στην Βούλα. Ο καυγάς αφορούσε πάλι τους παράλογους χρόνους, λόγω της δουλειάς της Δέσποινας, και εκείνη απλά δεν είχε καμία διάθεση να απολογηθεί για τις επιλογές της. Άλλωστε, ανήκει στους ανθρώπους που έχουν την φιλοσοφία των Κινέζων πολεμιστών: ποτέ δεν διεκδικούν πράγματα που τους ανήκουν. Αν ο άλλος δεν δείχνει πρόθυμος να το καταλάβει, επέρχεται η οριστική ρήξη.
Ο Ντέμης από την άλλη, ήταν ο ήρωας του ποδοσφαίρου, ο επαναστάτης ιδεαλιστής που είχε αρνηθεί τη μεταγραφή στον Ολυμπιακό και η «περσόνα» του είχε αποκτήσει επικές διαστάσεις. Στην συνείδηση του κόσμου δεν ήταν ο ψυχρός επαγγελματίας, αλλά ο τελευταίος ιδεαλιστής που μαχόταν για την φανέλα .Επίσης, είχε χωρίσει με τη Λίνα, ιδιωτική υπάλληλο, και το στυλ του είχε αρχίσει να απασχολεί όλο και περισσότερο τα media. «Μια χαρά κοπέλα ήταν η Λίνα, μια χαρά ήταν και ο Ντέμης. Απλώς ήταν εντελώς αταίριαστοι σαν εικόνα», λέει δημοσιογράφος, φίλος του αθλητή.
Το πώς και το πότε γνωρίσθηκαν για πρώτη φορά ο Ντέμης με τη Δέσποινα είναι γεμάτο ασάφειες και παραπλανητικές ιστορίες. Η δεύτερη φορά που συναντήθηκαν ήταν στον ετήσιο χορό της Α.Ε.Κ, στο Γκάζι, όπου η Δέσποινα φόρεσε την μπλούζα της ομάδας, και συγκεκριμένα το νούμερο του Ντέμη ύστερα από παρότρυνση του μαέστρου, και κολλητού φίλου, Τόνυ Κονταξάκη γιατί η Δέσποινα ήταν κάθετη:
– Δεν τη φοράω αυτή τη μπλούζα. Δεν μου αρέσει
– Έλα ρε Δέσποινα πως κάνεις έτσι, για πλάκα το κάνουμε, δεν είναι και τόσο σημαντικό. Ποιος θα το προσέξει;
– Μα είναι ανόητο. Γιατί να φορέσω μπλούζα της Α.Ε.Κ, αφού είμαι Παναθηναϊκός;
Η πρώτη κίνηση από τον Ντέμη
Δεν μιλάνε από κοντά και ο Ντέμης βρίσκει το τηλέφωνό της και αποφασίζει να κάνει την πρώτη κίνηση, η οποία βρίσκει ανταπόκριση. Η επόμενη βδομάδα κυλάει με τηλεφωνήματα, που από απλές συνομιλίες καταλήγουν σε ολονύχτιες εξομολογήσεις. Τη δεύτερη, το ίδιο και την τρίτη φορά ο Ντέμης της ζητάει να συναντηθούν από κοντά. Η απάντηση της Δέσποινας είναι όλο υπεκφυγές και εκείνος δείχνει απρόθυμος να συνεχίσει το παιχνίδιτων τηλεφωνημάτων.
- Αν δεν συναντηθούμε σήμερα θα είναι καλύτερα να σταματήσουμε την οποιαδήποτε επαφή.
- Εντάξει θα συναντηθούμε σήμερα, απαντά εκείνη.
Η πρώτη συνάντηση γίνεται λίγες ώρες μετά, στο Deals του Ψυχικού και φυσικά τα νέα διαδίδονται από τους αυτοδιοριζόμενους κήρυκες που παραβρίσκονται εκεί σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Φεύγουν ξεχωριστά. Την επόμενη μέρα συναντιούνται πάλι στο Restaurant Cosmos, στο πάρτι για το περιοδικό DownTown κι αυτή τη φορά φεύγουν μαζί.
Η απώλεια σε αδειάζει, αλλά μόνο όταν αδειάζεις μπορείς να ξανακερδίσεις τον κόσμο σου
Χρήσιμες μπαταρίες είναι μόνο οι γεμάτες και οι εντελώς άδειες. Οι μισογεμάτες είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Νόμος της τεχνολογίας που υιοθετήθηκε από τους Νεοϋορκέζους που προσπαθούσαν να απεξαρτητοποιηθούν από τον εθισμό της εργασίας και να ανακαλύψουν τον ελεύθερο χρόνο.
Η Δέσποινα δυστυχώς αναγκάστηκε να φτάσει στον πάτο με πολύ βίαιο τρόπο, στα τέλη του Μαΐου του 1999. Της τηλεφωνούν και της αναγγέλουν ότι ο πατέρας της έχει πεθάνει. Μαζί με τον Τόνυ παίρνουν το αεροπλάνο. Θα είναι η πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο που θα μπει σε αεροπλάνο. Η φοβία της που την εμπόδιζε τώρα απλά δεν υπήρχε.
«Το σύμπτωμα της παροδικής φοβίας του αεροπλάνου, που παρουσιάζουν πολλοί σύγχρονοι πολίτες είναι η φοβία της ζωής. Όταν η ζωή σου πάει καλά, φοβάσαι τις πτήσεις. Όταν νιώθεις ότι τα πράγματα είναι άσχημα, το ξεπερνάς. Νιώθεις ένα με τα ερπετά και θέλεις να φύγεις», έγραφε ο Τομ Γουλφ στις «Πορφυρές Δεκαετίες» και θα μπορούσε να έχει σχέση με την ψυχολογία της εκείνη την περίοδο. Τα πράγματα στην καριέρα της πήγαιναν περισσότερο από ευνοϊκά και η προσωπική της ζωή είχε μια νέα προοπτική.
Η διαδρομή είναι Αθήνα- Θεσσαλονίκη και από εκεί οδικώς Καβάλα μαζί πάντα με τον Τόνυ Κονταξάκη. Εξαϋλωμένη και χαμένη αναγκάζεται να απαντάει σε τηλεφωνήματα δημοσιογράφων που τη ρωτούν για την προσωπική της ζωή.
Εξαντλημένη, αγριεμένη και τσακισμένη πρέπει να κανονίσει τις λεπτομέρειες για τις καλοκαιρινές της εμφανίσεις. Είναι η πρώτη φορά, που συνειδητοποιεί πως η παράσταση συνεχίζεται ακόμη και αν ο κόσμος γύρω σου γκρεμίζεται. Επίσης είναι η πρώτη φορά, που αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι είναι διάσημη.
Ενάμιση μήνα μετά, αποφασίζει να φύγει στο Μαρόκο με τον Ντέμη Νικολαϊδη. Όσο απομακρυνόταν από την Αθήνα, απομακρυνόταν από τον εαυτό της και αυτό ήταν που είχε ανάγκη περισσότερο από όλα εκείνη την περίοδο. Οι πρώτες διακοπές τους είναι και η ουσιαστική επισημοποίηση της σχέσης τους. Στην επιστροφή περιμένουν φωτογράφοι και τα πρώτα ενσταντανέ δίνουν πάλι το θέμα για τα πρωτοσέλιδα, ανεξαρτήτου χρώματος , και ανεξαρτήτου διάθεσης. Επίσης, το πρώτο σύνθημα στα γήπεδα χτύπαγε σαν αντίλαλος στα αυτιά της, «Όλοι μαζί, το βράδυ στην Βανδή».
Ο Θεολόγος
Ο Ντέμης μαθαίνει ότι το σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη είναι προς πώληση από κάποιον μεσίτη και δηλώνει την επιθυμία να το δει. Πήγαν στο σπίτι και όλοι οι ντόπιοι υποδέχθηκαν το ζεύγος με ιαχές θαυμασμού «Μακάρι να αγοράσετε αυτό το σπίτι, να δώσετε πάλι πνοή στο χωριό. Εμείς θα είμαστε εδώ για να σας φέρνουμε φρέσκα ψάρια, όπως φέρναμε στην Αλίκη». Μαζί, εκδηλώθηκαν και οι πρώτες αντιδράσεις από το περιβάλλον της Αλίκης και η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Όμως, η συμφωνία ακυρώθηκε τελικά για έναν και μόνο απλό λόγο. Η Δέσποινα άρχισε να δυσφορεί στον χώρο. Ο διάλογος που ακούγεται ότι έγινε είναι ο εξής:
- Νομίζω ότι μυρίζω το άρωμα της Αλίκης, του είπε
- Έλα τώρα, πώς ξέρεις πως μυρίζει η Αλίκη; της είπε
- Όχι αισθάνομαι το άρωμα της παντού,του ανταπάντησε
Αυτό βέβαια που ένιωθε δεν ήταν διαίσθηση, ούτε μια έκλαμψη έκτης αίσθησης ήταν η πραγματικότητα. Κάποια κυρία που επισκέπτεται συχνά το σπίτι και της ανάφερα την ιστορία, μου είπε πως όντως υπάρχει η μυρωδιά του αρώματος Μiss Dior που φόραγε η σταρ. Το αρωματίζουν οι ίδιες κάθε φορά για να υπάρχει η μυρωδιά της.
Κάπως έτσι είναι και ο Ντέμης με την Δέσποινα. Μπορεί να δείχνουν σαν υπερβατικό ζευγάρι με αποτέλεσμα οι μύθοι γύρω τους να αναπτύσσονται σαν μέδουσες, αλλά αν κοιτάξεις πιο καθαρά θα δεις πως πρόκειται για δυο σπάνιες περιπτώσεις αυτοδημιούργητων παιδιών κοντά στα τριάντα που πέτυχαν και προσπαθούν να «ντηλάρουν» με την εμμονή του κόσμουνα διεισδύσει στην προσωπική τους ζωή. Και ακόμη δείχνουν φυσιολογικοί. Αλλά σίγουρα όχι συνηθισμένοι. Κανείς συνηθισμένος δεν μπορεί να πετύχει καριέρα με τόση μεγάλη διάρκεια.