Ιδιαίτερος εκνευρισμός προκλήθηκε στην Τουρκία ύστερα από την δημιουργία μιας ΜΚΟ με την επωνυμία «Τουρκικό Σχέδιο Δημοκρατίας» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, στον ιστότοπο της οργάνωσης αναφέρεται ρητά ότι «το Τουρκικό Σχέδιο Δημοκρατίας είναι μη κερδοσκοπική, μη κομματική διεθνής πολιτική οργάνωση που δημιουργήθηκε ως απάντηση στην απομάκρυνση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα από τη δημοκρατία και την στροφή της στον αυταρχισμό». Η εν λόγω ΜΚΟ εδρεύει στην Ουάσινγκτον και σε αυτή μέλη είναι, μεταξύ άλλων ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου επί κυβερνήσεως Τραμπ, Τζον Μπόλτον, ο πρώην κυβερνήτης της Φλόριντα Τζεπ Μπους, αδελφός του πρώην προέδρου, Τζορτζ Γ. Μπους, καθώς και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τζούλιο Τέρτζι ντι Σανταγκάτα.
Η ανάρτηση του Τζον Μπόλτον στο τουίτερ:
«Ήλθε η ώρα να σημάνουμε συναγερμό για την Τουρκία. Υπό έναν αυταρχικό ηγέτη, ένας κάποτε αξιόπιστος σύμμαχος του ΝΑΤΟ γυρίζει την πλάτη του στη δημοκρατία και αγκαλιάζει την Ρωσία. Είμαι στην ευχάριστη θέση να συμμετάσχω στο @turkish_project για να φωτίσει τη σκοτεινή κατάσταση».
Στο «Τουρκικό Σχέδιο Δημοκρατίας» συμμετέχουν επίσης δύο Τούρκοι για τους οποίους οι τουρκικές αρχές έχουν ασκήσει δίωξη, κατηγορόωντας τους ότι προσκεινται στο κίνημα του Φετχουλάχ Γκιουλέν: ο πρώην βουλευτής Αϊκάν Ερντεμίρ, γνωστός για την ακτιβιστική του δράση όσον αφορά τα μειονοτικά δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες και ο πανεπιστημιακός Σουλεϊμάν Όζερεν με ευρύτατη αρθρογραφία και ερευνητική εργασία σε θέματα Μέσης Ανατολής, σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας και διεθνούς τρομοκρατίας. Στη Συμβουλευτική Επιτροπή συμμετέχει ακόμη ο Ρόβερτ Ρίτσερ, πρώην υπαρχηγός της CIA, επικεφαλής του Κλάδου Επιχειρήσεων, η Φράνσες Ταούνστεντ, βοηθός του προέδρου Μπους σε θέματα Εσωτερικής Ασφάλειας και επικεφαλής του Συμβουλίου Εσωτερικής Ασφάλειας, ο Τζόζεφ Λίμπερμαν, πρώην γερουσιαστής, ο Μαρκ Γουάλας, πολυπράγμων διπλωμάτης, πολιτικό στέλεχος και επιχειρηματίας, ιδρυτής μία άλλης ΜΚΟ κατά του εξτρεμισμού και άλλοι.
Στην παρουσίαση της οργάνωσης στο Internet αναφέρεται ότι «στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα, η Τουρκία ήταν ένας αξιόπιστος σύμμαχος και πρότυπο στην περιοχή για τις φιλελεύθερες ιδέες και την πολιτισμική ελευθερία. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άλλαξε δραματικά τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή κοινότητα και το καθεστώς της ως ελεύθερη και φιλελεύθερη δημοκρατία».
Εν συνεχεία τονίζεται:
«Η Τουρκία του προέδρου Ερντογάν απειλεί τους γείτονές της στην περιοχή, υποστήριξε εξτρεμιστικές ομάδες, έστειλε άνδρες και υλικό σε συγκρούσεις που εκτείνονται από τη Μέση Ανατολή έως την Ευρώπη, εφάρμοσε διώξεις κατά εθνικών μειονοτήτων, κατέστρεψαν τον ελεύθερο Τύπο, φυλάκισε και σκότωσε πολιτικούς αντιπάλους, αλλοίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και οδήγησε σε διαφθορά όλους τους θεσμούς της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, η τουρκική οικονομία σημείωσε σοβαρή ύφεση ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Ερντογάν. Καθώς το κράτος δικαίου υποβαθμίζεται και η διαφθορά είναι ανεξέλεγκτη, ο Ερντογάν και οι ολιγάρχες του συνεχίζουν να συγκεντρώνουν πλούτο και δύναμη. Το 2020, το Freedom House ανακοίνωσε επίσημα την Τουρκία “δεν είναι ελεύθερη”.
»Το “Τουρκικό Σχέδιο Δημοκρατίας” είναι αφοσιωμένο στην ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας για τις αποσταθεροποιητικές δράσεις του Ερντογάν εντός και εκτός της περιοχής, τη συστημική διαφθορά, την υποστήριξή του στον εξτρεμισμό και την έλλειψη σεβασμού που έχει για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προκειμένου να ενημερώνουμε το κοινό σχετικά με αυτές τις απειλές, θα δημιουργήσουμε μια ολοκληρωμένη βάση δεδομένων έρευνας, παρέχοντας ταυτόχρονα μια πλατφόρμα για σκέψη και εξειδικευμένη γνώση». Στο δικτυακό τόπο της οργάνωσης υπάρχει ειδική ενότητα υπό τον τίτλο «Κατανοώντας το πρόβλημα», όπου τα βασικά επιχειρήματα των εμπνευστών της αναλύονται σε τέσσερις άξονες: α) Εξωτερική πολιτική, β) Ανθρώπινα δικαιώματα, γ) Διαφθορά και δ) Υποστήριξη εξτρεμισμού. Η κρατική τηλεόραση TRT είχε εκτενή αναφορά στην ίδρυση της οργάνωσης «Τουρκικό Σχέδιο Δημοκρατίας» με πηχυαίο τίτλο «Σχέδιο κατά της Τουρκίας στις ΗΠΑ», υποστηρίζοντας ότι πίσω από την πρωτοβουλία βρίσκονται πολιτικές δυνάμεις που πρόσκεινται στον Φετχουλάχ Γκιουλέν. Στο ίδιο κλίμα και τα άλλα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης.