Το συγκινητικό αφιέρωμα της Φίνος Φιλμ στον Δημήτρη Χορν
Ο αξεπέραστος Δημήτρης Χορν ήταν ένας μοναδικός συνδυασμός ταλέντου, λάμψης, γοητείας, ποιότητας και φινέτσας. Πληθωρικός σαν άνθρωπος, με αυτοσαρκαστικό χιούμορ και ιδιαίτερη παιδεία, προχώρησε την υποκριτική τέχνη πέρα από τα τότε όρια της, μέσα από ρόλους που τον διαπερνούσαν.
Το ιδιαίτερα προσωπικό και ασυμβίβαστο στυλ του σφράγισε το ελληνικό θέατρο αλλά και τον ελληνικό κινηματογράφο, χαρίζοντας μας λίγες αλλά χαρισματικές ερμηνείες.
Στις 16 Ιανουαρίου 2024, συμπληρώνονται 26 χρόνια από το θάνατο του. Τον θυμόμαστε μέσα από την ταινία «Η Φωνή της Καρδιάς» - στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση και πρώτη ταινία της Φίνος Φιλμ – αλλά και τις ταινίες «Ο Μεθύστακας» και «Μια Ζωή την Έχουμε».
«Έρωτας για μένα είναι να λησμονείς το εγώ σου» - Δημήτρης Χορν.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα και ήταν γιος του Αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού και θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, ο οποίος ήταν Αυστριακής καταγωγής. Νονά του ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου Κυβέλη και ο Δημήτρης μεγάλωσε μέσα σε μια ευρύτερη θεατρική οικογένεια.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν σε ηλικία μόλις έξι μηνών σε ένα έργο του πατέρα του με τίτλο «Οι Γειτόνισσες», όπου η Κυβέλη έπρεπε να κρατά ένα μωράκι στα χέρια της. Σε ηλικία 4 ετών έπαιξε στην «Νόρα» του Ίψεν και στα 11 πλάι στην Μαρίκα Κοτοπούλη στη «Μαμά Κολιμπρί».
Όταν τελείωσε το σχολείο, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση από αυτήν της υποκριτικής. Έτσι, σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με δάσκαλο και μέντορα τον Δημήτρη Ροντήρη, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα και στην Νομική Σχολή Αθηνών
Το θέατρο
Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στο θέατρο ήταν στην οπερέτα «Η Νυχτερίδα» του Στράους. Στη συνέχεια, ξεσπά ο πόλεμος και οι παραστάσεις του Εθνικού μετακομίζουν στο Παλλάς γιατί στο Εθνικό δεν είχε καταφύγιο. Ο Χορν μαγεύει από την πρώτη στιγμή κοινό και θιασάρχες και ξεκινά την καριέρα του με πρωταγωνιστικούς ρόλους τόσο στο Εθνικό όσο και στις επόμενες συνεργασίες του με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1943 συμμετέχει στο θίασο της Κυρίας Κατερίνας, ενώ το 1944 συγκροτεί δικό του θίασο με τη Μαίρη Αρώνη και αργότερα με τη Βάσω Μανωλίδου. Ο θίασος μάλιστα αυτών των τριών σπουδαίων ηθοποιών, ήταν ο πρώτος μετά τα Δεκεμβριανά που περιόδευσε στην Ελλάδα με μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια, συνεργάζεται με το θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου, αλλά το 1946 επιστρέφει στο Εθνικό για να μείνει ως και το 1950, όπου φεύγει με υποτροφία στο εξωτερικό για δύο χρόνια.
Με την επιστροφή του, συγκροτεί θίασο με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά, δίνοντας εξαιρετικές παραστάσεις. Μετά την αποχώρηση του Γιώργου Παππά από τον θίασο, λόγω σοβαρής ασθένειας, ο θίασος μετονομάστηκε σε Λαμπέτη-Χορν. Εκείνη την περίοδο γεννήθηκε και ο θυελλώδης έρωτας του Χορν με την Λαμπέτη και οι Αθηναίοι έτρεχαν σαν τρελοί να τους δουν μαζί σε παραστάσεις όπως το «Νυφικό Κρεβάτι», «Η Κυρία με τις Καμέλιες», «Οι Τρεις Άγγελοι», «Ζιζί», «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» κ.α, ενώ έκαναν και περιοδείες στην Αίγυπτο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κύπρο.
Το 1959, μετά το χωρισμό του με την Λαμπέτη, ο Χορν συγκροτεί μόνος του θίασο στο θέατρο Κεντρικόν, και μέχρι το 1984 εμφανίζεται σε θρυλικές παραστάσεις όπως στην «Οδό Ονείρων» (1962) του Μάνου Χατζιδάκι, όπου τραγούδησε το «Ηθοποιός σημαίνει φως». Στη θεατρική του πορεία σφράγισε με την προσωπική τέχνη του έργα του Σαίξπηρ όπως: «Δωδεκάτη Νύκτα», «Ριχάρδος Β’», «Ριχάρδος Γ’», «Άμλετ», «Τίμων ο Αθηναίος», αλλά και πολλές άλλες ακόμα παραστάσεις, όπως το «Ημερολόγιο ενός Τρελού» (Γκόγκολ), «Ιβάνωφ» (Τσέχωφ), «Ερρίκος Δ’» (Πιραντέλο), «Ο Ανθρωπάκος» (Δημήτρης Χορν), «Το Αβγό» (Φελισιέν Μαρσώ), «Σλουθ» (Άντονι Σάφφερ), κ.α
Το 1983 κάνει την τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο με τον «Αρχιμάστορα Σόλνε» του Ερρίκου Ίψεν, με πρωταγωνίστρια τη νεαρή και γοητευτική Δέσποινα Γερουλάνου.
Το 1993 πραγματοποιεί την τελευταία του εμφάνιση στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, διαβάζοντας το μουσικό παραμύθι «Ο Πέτρος και ο Λύκος» του Σεργκέι Προκόφιεφ
Ο κινηματογράφος
Αν και είχε κινηματογραφικά είδωλα, όπως την Γκρέτα Γκάρμπο, τον Κλαρκ Γκέιμπλ, την Μάρλεν Ντίτριχ και την Τζόαν Κροφορντ, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν αγάπησε ποτέ τον κινηματογράφο, αφού η ψυχή του ήταν ταγμένη στο θέατρο.
Σε ηλικία 22 ετών και ενώ ήταν ήδη πρωταγωνιστής στο θέατρο, ήρθε μια πρόταση από τον θεατρικό συγγραφέα, Δημήτρη Ιωαννόπουλο που δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Μέσα στην κατοχή, θα γυριζόταν η πρώτη ταινία της Φίνος Φιλμ, «Η Φωνή της Καρδιάς» (1943) και θα έπαιζε δίπλα στον τεράστιο Αιμίλιο Βεάκη. Συνέχεια, είχε η πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα» (1944) με πρωταγωνιστή τον γνωστό συνθέτη Αττίκ αλλά και την Ζινέτ Λακάζ, την οποία ο ίδιος γνώρισε στον Τζαβέλλα.
Επόμενος κινηματογραφικός σταθμός ήταν πάλι στην Φίνος Φιλμ, με τον θρυλικό «Μεθύστακα» (1950) του Τζαβέλλα, πλάι στον Ορέστη Μακρή που θαύμαζε βαθιά.
Το 1951 φεύγει με υποτροφία για δυο χρόνια και ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Αμερική. Στην Αγγλία γνωρίζει τον Μιχάλη Κακογιάννη και στέλνει μια συγκινητική επιστολή στον Φίνο προτρέποντας τον να τον συναντήσει. «Σου στέλνω αυτό το γράμμα για έναν πάρα πολύ αγαπητό μου φίλο, τον κ. Μιχάλη Κακογιάννη. Είναι ένας εκλεκτός συνάδελφος αλλά στο αγγλικό θέατρο κι έτσι δεν μπορούμε να τον χαρούμε στην ελληνική σκηνή. Ο κ. Κακογιάννης έχει γράψει ένα ωραιότατο film script και πρόκειται να το γυρίσει προσεχώς στην Ελλάδα. Είναι ένας άνθρωπος με εξαίρετο γούστο και ξέρει καλά τον κινηματογράφο. Τίποτα δεν θα επιθυμούσα περισσότερο αν μπορούσατε να συνεργαστείτε. Ξέρω πως ζητάς ανθρώπους και ξέρω περισσότερο από κάθε άλλον πόσο ευχάριστο είναι να δουλεύει κανείς μαζί σου. Ο Κακογιάννης θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στον Ελληνικό κινηματογράφο από καλλιτεχνικής πλευράς.»
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1953, πείθει τον φίλο του Μιχάλη Κακογιάννη να γράψει ένα σενάριο με τρεις ισοδύναμους ρόλους για τον ίδιο, την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά. Έτσι γυρίζεται το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Κακογιάννη, ενώ την επόμενη χρονιά γυρίζουν με τον Τζαβέλλα την περίφημη «Κάλπικη Λίρα» (1955).
Το 1958 ο Χορν επιστρέφει στον Φίνο, για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Μια Ζωή την Έχουμε» του Αλέκου Σακελλάριου. Ο ρόλος αυτός ήταν αρχικά γραμμένος για τον Βασίλη Λογοθετίδη – που θαύμαζε πολύ – αλλά όταν εκείνος αρρώστησε, έπρεπε να βρεθεί ένας άξιος αντικαταστάτης. Έτσι, επιστρατεύτηκε ο Δημήτρης Χορν, παίζοντας θεσπέσια τον ρόλο που του χάρισε και την διαχρονική ατάκα “1,101,101.10”.
Το 1960 πρωταγωνιστεί στην ταινία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου «Μια του Κλέφτη», με την οποία κερδίζει το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την αριστουργηματική ερμηνεία του. Το 1961 γυρίζει την ταινία του Σακελλάριου «Αλίμονο στους Νέους», από την οποία βγαίνει και το περίφημο τραγούδι «Πες μου μια Λέξη» του Μάνου Χατζιδάκι που ερμηνεύει μαζί με την Μάρω Κοντού. Το 1962 συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα τη Νύχτα» του Κλέαρχου Κονιτσιώτη και αφήγηση Νίκου Τσιφόρου, στο οποίο τραγουδά και το γνωστό τραγούδι «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» που έγινε μεγάλη επιτυχία.
Εκτός από τις μαγνητοφωνήσεις δεκάδων θεατρικών έργων που παίχτηκαν στο ραδιόφωνο, εποχή άφησε επίσης η ραδιοφωνική εκπομπή του με τίτλο «Ο Ταχυδρόμος Έφτασε», ένα εβδομαδιαίο πεντάλεπτο που έγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης. Εξαιρετική ήταν και η απόδοση του σε κάποια τραγούδια, με πρώτο το «Ηθοποιός σημαίνει Φως», ένα τραγούδι στο οποίο έδωσε ψυχή και τον εξέφραζε απολύτως.
Προσωπική ζωή
Το 1942 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Ρίτα Φιλίππου αλλά σύντομα χωρίζουν.
Από το 1954 έως το 1959 ζει έναν θυελλώδη έρωτα με την Έλλη Λαμπέτη χωρίς να παντρευτούν.
Το 1967 παντρεύεται την δεύτερη του σύζυγο, Άννα Γουλανδρή, όπου έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο της συζύγου του το 1988. Το 1980 ίδρυσαν μαζί το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σκοπός του οποίου ήταν η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού.
Διακρίσεις
Από την ελληνική πολιτεία τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α΄. Το 2000 καθιερώθηκε στη μνήμη του το Βραβείο Χορν, το οποίο απονέμεται στους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους άνδρες ηθοποιούς κάθε χρονιάς.
Πηγή: Finos Film