Θεολογική Σχολή της Χάλκης: Η ιστορία του ιδρύματος που υπήρξε φάρος της Ορθοδοξίας
Πάγιο αίτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου η επαναλειτουργία της Σχολής στο καθεστώς που ήταν πριν από το 1971.
Το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης αποτέλεσε αντικείμενο της πρόσφατης συζήτησης που είχαν ο Οικουμενικός Πατράρχης Βαρθολομαίος με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα.
Πρόκειται για ένα πάγιο αίτημα - που έχει διατυπωθεί κατ' επανάληψη και με επίσημο τρόπο - του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο ζητά την επαναλειτουργία της Σχολής στο καθεστώς που ήταν πριν από το 1971. Το Πατριαρχείο επιθυμεί τη φοίτηση σε αυτή όλων των ορθοδόξων, ανεξαρτήτως ιθαγενείας. Επίσης, επιθυμεί να διδάσκουν σε αυτή και μη τουρκικής ιθαγένειας καθηγητές, όπως συνέβαινε και παλαιότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Σχολή θα διατηρήσει την αυτονομία της και θα αποφευχθεί η δημιουργία προβλημάτων εκκοσμίκευσης, που είναι αντίθετη στην αληθή φύση της Σχολής ως Θρησκευτικού Σεμιναρίου προπαρασκευής για το στάδιο της ιεροσύνης.
Παρά τις διεθνείς παραινέσεις και τα κατά καιρούς θετικά δείγματα γραφής, η Τουρκία αν και δηλώνει μεν ότι εξετάζει την διαδικαστική μεθόδευση για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει προχωρήσει σε ουσιαστικά βήματα.
ΥΠΕΞ: Παραβιάζονται συνθήκες
Η επαναλειτουργία της Σχολής αποτελεί κατ’ ουσία υποχρέωση της Τουρκίας έναντι των πολιτών της, τα θρησκευτικά δικαιώματα των οποίων παραβιάζονται από την υποχρεωτική διακοπή της λειτουργίας της Σχολής. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, προσβάλλεται ευθέως το δικαίωμα μίας Εκκλησίας να εκπαιδεύει τους κληρικούς της, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλων διεθνών κειμένων, που αναφέρονται στα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα και δεσμεύουν την Τουρκία.
Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης βρίσκεται σε λόφο, που ονομάζεται λόφος της Ελπίδας, στη νήσο Χάλκη, που είναι μία από τα Πριγκηπόννησα. Απέχει μία περίπου ώρα με πλοίο από την ακτή της Πόλης. Στον τόπο των εγκαταστάσεων της Σχολής βρίσκεται η Μονή της Αγίας Τριάδος, που ιδρύθηκε κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων, χωρίς να έχουμε πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο. Ανίδρυση και ανασύσταση της Μονής συνδέεται με τους Οικουμενικούς Πατριάρχες Μέγα Φώτιο, Μητροφάνη Γ´ και Γερμανό Δ´. Ο τελευταίος, ο Γερμανός Δ´ (1842-1845) επισκέφθηκε τη Μονή το 1842, είδε κατεστραμμένες και ερειπωμένες τις εγκαταστάσεις της και αφού έλαβε τη σχετική άδεια από τις τουρκικές αρχές προχώρησε σε ανίδρυση και ανοικοδόμησή της. Την 1η Οκτωβρίου του 1844 με ειδική τελετή επανήρχισε η λειτουργία της Ιεράς Μονής και ταυτόχρονα έγινε η έναρξη της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής.
Το κτίριο στο οποίο στεγάστηκε αρχικά η Μονή ήταν ξύλινο. Περιλάμβανε χώρους για τη στέγαση των καθηγητών και των σπουδαστών, αίθουσες διδασκαλίας, νοσοκομείο, διευθυντήριο και το πατριαρχικό διαμέρισμα. Σε παρακείμενη λιθόκτιστη διώροφη οικοδομή στεγάστηκε η βιβλιοθήκη του ιδρύματος. Ο σεισμός όμως της 28ης Ιουνίου 1894 μετέτρεψε σε ερείπια τις εγκαταστάσεις, εκτός του ναού, και ανέστειλε τη λειτουργία του.
Οι νέες εγκαταστάσεις σε σχήμα Π
Η σημερινή μορφή της Ιεράς Μονής και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οφείλεται στην προσφορά του μεγάλου ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ που ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη την οικοδόμηση των νέων εγκαταστάσεων σε σχήμα Π. Το συγκρότημα της Σχολής αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους.
Τα εγκαίνια έγιναν την 6ην Οκτωβρίου 1896 και συνεχίστηκε η λειτουργία της Σχολής. Κατά την δεκαετία του ’50 άρχισαν και προοδευτικά ολοκληρώθηκαν αρκετές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις του οικοδομικού συγκροτήματος με στόχο την ικανοποίηση των νέων αναγκών και απαιτήσεων. Ολοκληρώθηκαν σύγχρονοι εγκαταστάσεις λουτρών, εσωτερικής θερμάνσεως, μαγειρείων, ψυκτικού θαλάμου, ενώ έγινε πλήρης επισκευή της οροφής και επαναδιοργάνωση του νοσοκομείου και του διευθυντηρίου. Στην περίοδο αυτή έγιναν και οι εργασίες επιδιορθώσεως του μοναστηριακού ναού. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις περιβάλλονται από κήπους, την αισθητική σχεδίαση και την δημιουργία των οποίων επιμελήθηκε ο μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Μονής και σε ιδιαίτερο χώρο εκτός του κήπου υπάρχουν τάφοι πατριαρχών, μητροπολιτών και καθηγητών της Σχολής.
Η Ιερά Θεολογική Σχολής της Χάλκης ιδρύθηκε για να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Την ίδρυσή της επέβαλαν και ειδικότερα αίτια, όπως η ευρύτερη αναγέννηση των γραμμάτων κατά τον 19ο αιώνα, η ανάγκη της εκκλησιαστικής και θεολογικής κατάρτισης του ορθόδοξου κλήρου, η τακτική και συστηματική καλλιέργεια της θεολογικής επιστήμης, η αντιμετώπιση σε ιδεολογικό επίπεδο και με αυστηρά επιστημονικά επιχειρήματα καινοφανών δυτικών ιδεολογιών, όπως του υλισμού και κοινωνικό-φιλοσοφικών συστημάτων με αντιχριστιανικές θέσεις, αλλά και η αντιμετώπιση του προσηλυτισμού που άρχισαν να ασκούν σε βάρος της Ορθοδοξίας οι δυτικές χριστιανικές ομολογίες.
Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης λειτούργησε βάσει εκπαιδευτικών κανονισμών που εκδόθηκαν κατά τα έτη 1845, 1853, 1857, 1867, 1874, 1898, 1903 και 1951. Ο κανονισμός του 1903 εφαρμόζονταν συνεχώς από το 1923 και εξής, με τροποποιήσεις σύμφωνα προς τον περί Μειονοτικών Σχολών και της Μέσης Παιδεύσεως Κανονισμό του Υπουργείου Παιδείας της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τέλος ο κανονισμός του 1951 είναι ο πρώτος που επικυρώθηκε από την τουρκική πολιτεία. Βέβαια για θέματα εσωτερικής ζωής, σχέσεων, πειθαρχίας και εφαρμογής του προγράμματος υπάρχουν και οι ειδικοί εσωτερικοί κανονισμοί.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης είναι ίδρυμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και έχει ως άμεσο προστάτη, ρυθμιστή και πνευματική κορυφή τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου. Ειδικότερα με τα αναφερόμενα στην Σχολή ζητήματα ασχολείται ιδιαίτερη επιτροπή αρχιερέων, που ονομάζεται «Εφορία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης». Η «Εφορία» διαθέτει ιδιαίτερο γραφείο στο Πατριαρχείο και αναφέρεται κανονικώς στην Ιερά Σύνοδο. Την «Εφορία» απασχολούν η κατάρτιση του προϋπολογισμού, ο διορισμός του διδάσκοντος προσωπικού, η πρόσληψη των σπουδαστών και η γενικότερη εποπτεία της Σχολής.