Θάνατος Μπάλντοκ: Η συγγνώμη του Λιάγκα, οι ταΐστρες και η κατρακύλα της ελληνικής τηλεόρασης
Η δημοσιογραφική ανάγκη ξεπερνά τα όρια και από δω και πέρα αρχίζει η διαδικασία των ερωτημάτων για το πού είναι αυτά τα όρια.
Η ενσυναίσθηση είναι μια αρετή που συνήθως λειτουργεί στους ανθρώπους που τηρούν μία ισορροπία στην ζωή τους και αντιλαμβάνονται την ορθή κοινωνιολογική αντίληψη σε έναν πολιτισμένο κόσμο. Τα όρια του τι σημαίνει “πολιτισμός” και του τι είναι κοινωνιολογικά σωστό τα έχει ο καθένας μέσα του αλλά σε γενικές γραμμές όρια υπάρχουν.
Για παράδειγμα, όταν θέλεις να υπηρετείς την δημοσιογραφία, η ενσυναίσθηση, δηλαδή η ικανότητα να καταλαβαίνεις τον πόνο του άλλου, δεν σου επιτρέπει μέσα σου να αντιδράς με τέτοιο τρόπο ώστε να διογκώνεις το πρόβλημα του άλλου, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την μέγιστη οδύνη, αυτή του θανάτου.
Συχνά βέβαια, η δημοσιογραφική ανάγκη ξεπερνά τα όρια και από δω και πέρα αρχίζει η διαδικασία των ερωτημάτων για το πού είναι αυτά τα όρια και σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζονται. Εάν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη της ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου ώστε είτε να είναι χρήσιμη είτε να δημιουργήσει προβληματισμό, συζητήσεις, αναλύσεις κλπ.
Για παράδειγμα η τραγική ιστορία των Τεμπών, έχει μπόλικο θάνατο, οργή, οδύνη και πολλά άλλα εναλλασσόμενα συναισθήματα. Είναι μία υπόθεση για την οποία ο δημοσιογράφος και το Μέσο Ενημέρωσης οφείλουν να ενημερώσουν το κοινό; Ασφαλώς και είναι. Έχει θάνατο; Ασφαλώς και έχει. Εξυπηρετεί η αναφορά στον θάνατο, εξυπηρετεί η “ενόχληση” συγγενών θυμάτων την ώρα που πονούν για να μεταφέρουν την οργή τους, τα “γιατί” τους, τις βαριές καταγγελίες τους σε κοινή θέα;
Απαντήσεις
Η απάντηση εδώ δεν είναι εύκολη. Για παράδειγμα κάποιος θα πει ότι δεν ενδιαφέρεται να δει από την πρώτη στιγμή μια μάνα να κλαίει όσο το νεκρό παιδί της είναι ακόμα ζεστό. Κάποιος άλλος θα πει ότι το θέλει γιατί νοιώθει την ανάγκη να μοιραστεί έστω και με αυτόν τον τρόπο τον πόνο. Ένα Μέσο Ενημέρωσης ή και περισσότερα ή και όλα θα επιλέξουν να το κάνουν, κάποια άλλα ίσως όχι αν και δεν υπάρχουν σχετικά παραδείγματα για το δεύτερο.
Ωστόσο, είναι διαφορετική η επιλογή της εμφάνισης της χαροκαμένης μάνας σε δεύτερο χρόνο, όταν ψάχνει με όσα μέσα διαθέτει να μάθει την αλήθεια για την δικαστική δικαίωση. Όλα αυτά, τα επιλέγουν οι δημοσιογράφοι στα Μέσα Ενημέρωσης και έτσι ιεραρχούν την θεματολογία με την οποία θέλουν να ασχοληθούν και να την μοιράσουν στον χρόνο της τηλεοπτικής
εκπομπής που χειρίζονται.
Ο Λιάγκας και ο Μπάλντοκ
Όσοι γνωρίζουν καλά το πως στήνονται οι τηλεοπτικές εκπομπές γνωρίζουν και το ότι τα νούμερα τηλεθέασης παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην θεματολογία, την σειρά, ακόμα και το λεπτό στο οποίο θα παίξει η κάθε ενότητα. Ο Γιώργος Λιάγκας επέλεξε να παρουσιάσει στην εκπομπή του την ημέρα του θανάτου του ποδοσφαιριστή Τζορτζ Μπάλντοκ , το πόσο κοστίζει το πανάκριβο σπίτι με την πισίνα στον οποίο έμενε ο άτυχος αθλητής.
Άρα, εδώ υπάρχουν δύο πράγματα:
α) το πρότεινε ίδιος καθώς είναι ο εκπομπάρχης
β) το πρότεινε η αρχισυνταξία της εκπομπής ή κάποιος συνεργάτης που συμβάλλει σε αυτήν.
Ανεξάρτητα από την διαφορετική βαρύτητα που έχει η μία από την άλλη εκδοχή, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Εκείνος επέτρεψε, έκρινε ως σωστό δημοσιογραφικά να παρουσιαστεί το θέμα για το πόσο κοστίζει το σπίτι που νοίκιαζε ο Μπάλντοκ.
Είναι πιθανό να μην γνώριζε ο έμπειρος δημοσιογράφος το τι θα προκαλούσε αυτού του είδους το ρεπορτάζ; Ποιος ξέρει...Είναι πιθανό να γνώριζε και να μην τον ένοιαζε; Επίσης ποιος ξέρει... Είναι πιθανό να είδε αυτό το θέμα μπροστά του και να σκέφτηκε ότι δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις και “έλα μωρέ ωραίο θέμα είναι θα κάνει και νούμερα”;
Ξανά ποιος ξέρει... Και τέλος είναι πιθανό να μπήκε σε σειρά σε έναν κουβά θεμάτων μεταξύ των οποίων είναι και “η απάντηση στον σύντροφο της Τούνη”; Θα μπορούσε κι εδώ επίσης να δοθεί η απάντηση “ποιος ξέρει”. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλα αυτά τα ξέρει ο ίδιος ο Γιώργος Λιάγκας που τα παρουσιάζει. Και εν γνώση του έπαιξε το θέμα με το πώς είναι και το πόσο κάνει το σπίτι του άτυχου ποδοσφαιριστή.
Οι παρουσιαστές έχουν την θεματολογία της εκπομπής μπροστά τους, την έχουν συζητήσει επαρκώς νωρίτερα και φυσικά ξέρουν από νωρίς τα βίντεο που ετοιμάζονται. Εάν όχι, τότε δεν κάνει εκπομπή ο Λιάγκας αλλά κάποιος άλλος που “ φοράει” μέσα σε ένα δίωρο ότι εκείνος νομίζει και ο παρουσιαστής απλώς τα πασάρει. Είναι μία εκδοχή κι αυτή.
"Η συγγνώμη και οι ταΐστρες”
Σε άλλες πρωινές εκπομπές, από αυτές με την ενσυναίσθηση που λέγαμε παραπάνω και που ασχολούνται “με τον πόνο του άλλου” ασχολήθηκαν σήμερα με τον πόνο του Λιάγκα. Την δημόσια συγγνώμη που ένιωσε ότι πρέπει να αποδώσει στο φιλοθεάμον κοινό και μάλλον και στην οικογένεια και τους φίλους του αδικοχαμένου αθλητή.
Η κυρία Τσιμτσιλή για παράδειγμα ένιωσε την ανάγκη να αναφερθεί στην συγγνώμη του Λιάγκα χωρίς όμως να θέλει να την σχολιάσει γιατί και μόνο που ανέφερε τη γκάφα του Λιάγκα “χωρίς να την σχολιάσει” η δουλειά έγινε ώστε να καρφώσουμε τον Λιάγκα για όσους τυχόν δεν είχαν δει παλαιότερα ότι ο Λιάγκας τσακωνόταν με την Τσιμτσιλή για το ποιος είναι καλύτερος και πιο έγκυρος δημοσιογράφος.
Αν θυμάμαι καλά η αφορμή ήταν το αν ήταν έγκυρη η πληροφορία της παρουσιάστριας ότι στον γάμο του Κασσελάκη θα τραγουδούσε ο Αργυρός ή όχι. Οπότε ο Λιάγκας τότε είπε ότι η συνάδελφος δεν είχε σωστό ρεπορτάζ.
Στην ουσία τώρα, ασφαλώς και ο Λιάγκας έκανε σωστά που είπε συγγνώμη. Αλλά ασφαλώς και ήξερε τι έπαιζε. Όπως όλοι οι έμπειροι δημοσιογράφοι έχουν τουλάχιστον μία αντίληψη για το τι είναι είδηση, τι όχι και τι απλά θα κάνει ωραία νούμερα στην τηλεμέτρηση της ημέρας.
Τα κανάλια
Τέτοια θέματα, πέραν της ευθύνης που έχουν και οι διοικήσεις των τηλεοπτικών σταθμών για τις επιλογές τους (αν δηλαδή θέλουν νούμερα ή σοβαρότητα) τον τόνο και πολλές φορές τις απαντήσεις σε αυτά δίνουν οι ίδιοι οι τηλεθεατές. Οι “ταΐστρες” δηλαδή τέτοιων θεαμάτων. Για να μην παρεξηγούμαστε, δεν είναι κανείς ενάντια σε τέτοιου είδους ψυχαγωγικές εκπομπές. Σίγουρα όχι και σίγουρα χρειάζονται και είναι αναπόσπαστο και αναγκαίο κομμάτι του τηλεοπτικού προϊόντος. Και το gossip καλό είναι και όλα όσα συνοδεύουν τέτοια προγράμματα. Κοινό έχουν και μεγάλο παγκοσμίως.
Η υπερβολή σε αυτά, το ξεκατίνιασμα και η θυσία της ενσυναίσθησης στον βωμό της τηλεθέασης είναι το πρόβλημα. Γιατί αν είσαι Μάγκας, κάνεις νούμερα και χωρίς τα βίντεο του Μπαλντοκ ή το αν ξέρει γράμματα ο σύντροφος της Τούνη. Όσο όμως υπάρχει κοινό “ταΐστρες” σε τηλεοπτικά υποπροϊόντα γενικώς, θα υπάρχουν και γενικώς τηλεσκουπίδια. Δηλαδή για να ξηγιόμαστε, μας δίνουν ότι ζητάμε να φάμε. Άρα η ευθύνη δεν είναι μόνο των παραγωγών αλλά και των καταναλωτών σε ότι αφορά πάντα την τηλεόραση. Στην λαϊκή, ό,τι βρεις αυτό θα φας. Στην τηλεόραση υπάρχουν κουμπιά και ξεμπερδεύεις.
Πάντως μια και είπαμε για νούμερα, κάπου είδα σε μία έρευνα ότι η τηλεόραση γενικώς έχει χάσει εκατοντάδες χιλιάδες θεατές τα τελευταία χρόνια. Έχει χάσει γενικά το Μέσο, δηλαδή δεν ανοίγουν πιά την τηλεόραση για κανένα πρόγραμμα.
Και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό γιατί αν βάλει κανείς μέσα και τις σύγχρονες τάσεις που κινούνται στο διαδίκτυο και την προεπιλογή προϊόντος σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τότε τα πράγματα θα οδηγηθούν σε κάποια από τις δύο κατευθύνσεις:
Ή τα σημερινά προϊόντα θα γίνουν χειρότερα με τους συντελεστές να τρέχουν με μεγαλύτερη ταχύτητα στον κατήφορο ή θα γίνει μεγάλη στροφή προς μια σειρά προϊόντων που θα συνδυάζουν ποιότητα με παράλληλη αποδοχή του κοινού. Δεν είμαι σίγουρος για τον δεύτερο δρόμο αλλά στο τέλος της ημέρας ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του. Τα Μέσα και οι δημοσιογράφοι την δική τους και οι τηλεθεατές την δική τους.