Θα τριπλασιαστούν οι θάνατοι από καύσωνα στην Ευρώπη ως το τέλος του αιώνα - Στο κάδρο και η Ελλάδα
Ποιοι διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Τα ανησυχητικά ευρήματα νέας μελέτης για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις των επιστημόνων για τις επιπτώσεις των ολοένα αυξανόμενων κυμάτων καύσωνα στην Ευρώπη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Νέα μελέτη υποστηρίζει ότι οι θάνατοι εξαιτίας του καύσωνα στην Ευρώπη θα μπορούσαν να τριπλασιαστούν μέχρι το τέλος του αιώνα, με τους αριθμούς να αυξάνονται δυσανάλογα σε χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία.
Το κρύο σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους από τη ζέστη στην Ευρώπη, και ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι η κλιματική αλλαγή θα ωφελήσει την κοινωνία μειώνοντας αυτούς τους θανάτους.
Ωστόσο, η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Lancet Public Health, διαπίστωσε ότι εάν η παγκόσμια υπερθέρμανση φτάσει στους 3 ή 4 βαθμούς Κελσίου, η αύξηση των θανάτων λόγω της ακραίας ζέστης θα ξεπεράσει κατά πολύ τη μείωση των θανάτων από το ψύχος.
Σύμφωνα με τον Guardian, οι ερευνητές τόνισαν ότι τα αποτελέσματα δείχνουν τις «πρωτοφανείς προκλήσεις» που αναμένεται να αντιμετωπίσουν τα δημόσια συστήματα υγείας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των επεισοδίων καύσωνα.
«Πολλοί περισσότεροι θάνατοι που σχετίζονται με τη ζέστη αναμένεται να σημειωθούν καθώς το κλίμα γίνεται πιο θερμό και οι πληθυσμοί γερνούν, ενώ οι θάνατοι από το κρύο μειώνονται ελάχιστα», δήλωσε ο David García-León από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Οι θάνατοι από τη ζέστη θα μπορούσαν να σκοτώσουν 129.000 ανθρώπους ετησίως, εάν οι θερμοκρασίες αυξηθούν κατά 3 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Σήμερα, οι θάνατοι που σχετίζονται με τη ζέστη στην Ευρώπη ανέρχονται σε 44.000. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, ο ετήσιος αριθμός θανάτων από το κρύο και τη ζέστη στην Ευρώπη μπορεί να αυξηθεί από 407.000 ανθρώπους σήμερα σε 450.000 το 2100, ακόμη κι αν οι παγκόσμιοι ηγέτες επιτύχουν τον στόχο τους για την υπερθέρμανση του πλανήτη, τους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Οι έμμεσες επιπτώσεις εξίσου δραματικές
Η έρευνα έρχεται μετά από μια περίοδο με αλλεπάλληλους καύσωνες που σάρωσαν την Γηραιά Ήπειρο. Ήδη οι συνέπειες αυτών των κυμάτων ζέστης έρχονται να διαψεύσουν τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής, ότι η παγκόσμια υπερθέρμανση μπορεί να είναι θετική για την κοινωνία γιατί λιγότεροι άνθρωποι θα πεθάνουν από το κρύο.
Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ότι χώρες σε όλη την Ασία, την Αφρική, την Ωκεανία και την Αμερική ψήνονται σε ακόμη πιο θανατηφόρες θερμοκρασίες.
«Αυτή η έρευνα είναι μια έντονη υπενθύμιση του αριθμού των ζωών που θέτουμε σε κίνδυνο εάν αποτύχουμε να δράσουμε αρκετά γρήγορα κατά της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η Madeleine Thomson, επικεφαλής των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο ίδρυμα έρευνας για την υγεία Wellcome, η οποία δεν συμμετέχει στη μελέτη.
Όπως τόνισε η ίδια: «Και μετά υπάρχουν οι έμμεσες επιπτώσεις. Έχουμε ήδη δει πώς τα ακραία φαινόμενα καύσωνα μπορούν να προκαλέσουν αποτυχία στις καλλιέργειες, καταστροφή από τις πυρκαγιές, να βλάψουν κρίσιμες υποδομές και να πλήξουν την οικονομία – όλα αυτά θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή μας».
Οι ερευνητές μοντελοποίησαν δεδομένα σε 854 πόλεις για να εκτιμήσουν τους θανάτους από τις υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες σε ολόκληρη την ήπειρο.
Όπως διαπίστωσαν η ζέστη θα σκότωνε περισσότερους ανθρώπους σε όλα τα μέρη της Ευρώπης, αλλά το μεγαλύτερο βάρος θα έπεφτε στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, καθώς και μέρη της Γαλλίας.
Προέβλεψαν ότι ο αριθμός των θανάτων από τις δυσάρεστες θερμοκρασίες θα αυξηθεί κατά 13,5% εάν ο πλανήτης θερμανθεί κατά 3 βαθμούς Κελσίου, ένα επίπεδο κλιματικής κατάρρευσης ελαφρώς υψηλότερο από αυτό που αναμένεται αν εφαρμοστούν πολιτικές ανάσχεσης, οδηγώντας σε 55.000 επιπλέον θανάτους. Οι περισσότεροι από αυτούς που θα πεθάνουν θα είναι άνω των 85 ετών.
«Στην πρόβλεψη θανάτων υπάρχει αβεβαιότητα»
Ο Γκάρι Κωνσταντινούδης, επιδημιολόγος από το Κέντρο Περιβάλλοντος και Υγείας του MRC στο Imperial College, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, επισήμανε ότι η μελέτη ήταν υψηλής ποιότητας και παρείχε πολύτιμες γνώσεις, αλλά προειδοποίησε ότι η πρόβλεψη θανάτων που σχετίζονται με τη θερμοκρασία ήταν περίπλοκη και θα περιέχει πάντα αβεβαιότητα.
Η ανάλυση βασίστηκε σε προηγούμενη μελέτη που υπέθεσε ότι η επίδραση της θερμοκρασίας στα ποσοστά θνησιμότητας ήταν σταθερή μεταξύ 2000 και 2019, εξήγησε ο Γκάρι Κωνσταντινούδης, αλλά άλλες μελέτες ανέφεραν μείωση λόγω παραγόντων όπως η βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης και οι αλλαγές στις υποδομές.
«Η μη συνεκτίμηση αυτού αναμένεται να υπερεκτιμήσει τη μελλοντική επίδραση της θερμότητας στη θνησιμότητα», ανέφερε.
Η μελέτη ίσως υπερκτίμησε επίσης δεδομένα θνησιμότητας λόγω θερμότητας από πόλεις σε αγροτικές περιοχές, που αντιμετωπίζουν λιγότερο θερμικό στρες.
Η Elisa Gallo, περιβαλλοντική επιδημιολόγος στο ISGlobal, η οποία έχει μελετήσει τη θνησιμότητα λόγω θερμότητας στην Ευρώπη και η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, υπογράμμισε ότι είναι «ολοένα και πιο σημαντικό» να προσαρμοστούμε στην αυξανόμενη ζέστη.
Οι ερευνητές ενθάρρυναν τις κυβερνήσεις να εξετάσουν πολιτικές για τη μείωση του αριθμού των θανάτων, όπως οι επενδύσεις σε νοσοκομεία, η δημιουργία σχεδίων δράσης και η μόνωση κτιρίων. Τόνισαν ότι η προβλεπόμενη αύξηση των θανάτων οφείλεται σε αλλαγές στη πληθυσμιακή δομή και το κλίμα της Ευρώπης.
Ακόμα, οι ερευνητές σημείωσαν ότι οι προσπάθειες προσαρμογής πρέπει να επικεντρωθούν σε περιοχές με υψηλή ανεργία, φτώχεια, διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές, μετανάστευση και γήρανση του πληθυσμού. Εξήγησαν ότι τέτοιες περιοχές ήταν λιγότερο ικανές να προσαρμοστούν στις κλιματικές ζημιές, ενώ επλήγησαν περισσότερο από την αύξηση των θανάτων λόγω ζέστης.
Βέβαια, «αν θέλουμε να αποφύγουμε να φτάσουμε στο χειρότερο σενάριο, είναι θεμελιώδες να αντιμετωπίσουμε τη ρίζα του προβλήματος, αντιμετωπίζοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου», δήλωσε η Elisa Gallo.