Συνέντευξη Ράμμου στην «Καθημερινή» για ανεξάρτητη ΑΔΑΕ και απόρρητο στις υποκλοπές
Η παρέμβασή του έρχεται σε μια περίοδο που συνεχίζονται οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών και δείχνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα «ξεμπερδέψει» με το σκάνδαλο των υποκλοπών ούτε το 2023.
Ο κ. Ράμμος σημειώνει ότι η Ανεξάρτητη Αρχή «θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση όλων των απαραιτήτων ελέγχων. Αυτό όμως γίνεται µε βάση ένα πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να τηρηθεί κατά γράμμα και για τον λόγο αυτό χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία και σε βάθος μελέτη των θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Η ΑΔΑΕ είναι η μόνη δημόσια αρχή, που έχει την αρμοδιότητα από το Σύνταγμα (άρθρο 19, παρ. 2) και τον νόμου να ελέγχει την τήρηση της νομιμότητας στον τομέα των επικοινωνιών. Μπορεί να ελέγχει κατόπιν καταγγελίας, αλλά και αυτεπαγγέλτως αρχεία, τράπεζες δεδοµένων, κ.λπ., μεταξύ άλλων, της ΕΥΠ και των παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Όλες οι άλλες αρχές που υπάρχουν για την προστασία της κυβερνοασφάλειας ή της κυβερνοάμυνας ή την προστασία από το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν έχουν αυτήν την αρμοδιότητα. Ο ίδιος ο νόμος για την ΕΥΠ δίνει στην ΑΔΑΕ αρμοδιότητες που δεν τις δίνει ούτε στις δικαστικές αρχές. Είναι συνεπώς στοιχειώδες καθήκον της ΑΔΑΕ, η οποία είναι η μόνη που μπορεί µε βάση τον νόμο να επιβάλει τη συνταγματική ευταξία στον τομέα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, να µην παραμένει σιωπηλός παρατηρητής καταστάσεων σαν αυτές που ζούμε τους τελευταίους μήνες».
«Ανεξάρτητη αρχή, και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένη, σημαίνει ανεξαρτησία από την εκτελεστική και από την δικαστική εξουσία» τονίζει σε άλλο σημείο της συνέντευξής του προτού τονίσει με νόημα ότι η ΑΔΑΕ δεν δεσμεύεται από το απόρρητο.
«Δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ΑΔΑΕ το απόρρητο. Και τούτο για τον ακόλουθο λόγο: Η ΑΔΑΕ έχει αρμοδιότητες να ελέγχει τους παρόχους, τόσο τεχνικά όσο και από την άποψη του σεβασμού του νομικού πλαισίου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος έχει δύο διατάξεις κατανεμημένες σε δύο εδάφια. Η πρώτη ορίζει ότι το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών είναι απολύτως απαραβίαστο, το μόνο ατομικό δικαίωμα, το οποίο ο συνταγματικός νομοθέτης χαρακτηρίζει απολύτως απαραβίαστο. Η δεύτερη διάταξη προβλέπει ότι µε νόμο ορίζονται οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες η δικαστική αρχή δεν κωλύεται από το απαραβίαστο αυτό για λόγους εθνικής ασφάλειας και για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου του Συντάγματος (19) προβλέπεται η ίδρυση και λειτουργία μιας ανεξάρτητης αρχής, η οποία ελέγχει την τήρηση του απορρήτου της προηγούμενης παραγράφου. Συνεπώς όλης της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένης, δηλαδή, και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου από τη δικαστική αρχή» επισημαίνει.
Έστειλε, όμως, μήνυμα και για τα όσα έχουν συμβεί εντός Βουλής, σημειώνοντας ότι, κατά την προσωπική του άποψη, «στο Κοινοβούλιο που είναι ο εκφραστής της υπέρτατης συνταγματικής αρχής, που είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, δεν είναι αντιτάξιμο το απόρρητο από ένα μέλος Ανεξάρτητης Αρχής, εκτός αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Αυτό εξάλλου ορίζει και ο Κανονισμός της Βουλής».
Μιλώντας για τον νέο νόμο, ο ίδιος σημείωσε ότι «επανήλθε η δυνατότητα ενημέρωσης θιγέντος από άρση απορρήτου και στην περίπτωση που αυτό είχε θιγεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, Υπάρχουν ωστόσο πολλά προβλήματα, στα οποία η ΑΔΑΕ είχε λάβει θέση πριν ψηφιστεί ο νόμος και είχε διατυπώσει την άποψη ότι η σχετική αρμοδιότητα έπρεπε να ανήκει στην ΑΔΑΕ, που είναι η κατά το Σύνταγμα αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, και όχι σε ένα τριμελές όργανο, το οποίο προβλέπει ο νέος νόμος και στο οποίο μετέχει, μάλιστα, και ο εισαγγελικός λειτουργός που είχε εκδώσει τη συγκεκριμένη διάταξη άρσης του απορρήτου».
Αναφορικά με την ενημέρωση του θιγέντος μετά τα τρία χρόνια, ο κ. Ράμμος σημειώνει: «Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχουν κρίνει ότι η ενημέρωση του θιγέντος από άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του μπορεί να γίνεται, αν δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, αμέσως. Όπως είχαμε επισημάνει συνολικά ως ΑΔΑΕ, πριν ψηφιστεί ο νόμος, δεν προκύπτει ποιος είναι ο αποχρών λόγος για τον οποία προβλέπεται ότι η ενημέρωση αυτή θα μπορεί να γίνεται μόνο όταν παρέλθει μία τριετία. Επιπλέον, η μετάθεση της ενημέρωσης για μία τριετία συμπαρασύρει εξίσου αδικαιολόγητα και την ικανοποίηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του θιγέντος. Παρόλα αυτά ο νόμος ψηφίστηκε και οφείλουμε να τον εφαρμόσουμε. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι ο νέος αυτός νόμος ισχύει, παράλληλα με τον οργανικό νόμο της ΑΔΑΕ, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και δεν έχει θιγεί η τροποποιηθεί».
Απέφυγε, πάντως, να σχολιάσει τα δημοσιεύματα και τις ενδείξεις περί προσπαθειών να παρεμποδιστεί το έργο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.