Συνεχίζεται η κόντρα δικαστών και εισαγγελέων με το υπουργείο Δικαιοσύνης
Σε ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει πως η εκτελεστική εξουσία «δεν δύναται να δίνει υποδείξεις» στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.
Η «κόντρα» μεταξύ των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με το υπουργείο Δικαιοσύνης συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.
Μετά τη χθεσινή (05/11) ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, έρχεται σημερινή (06/11) ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που αναφέρει πως η εκτελεστική εξουσία «δεν δύναται να δίνει υποδείξεις» στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.
Είχε προηγηθεί εγκύκλιος του υφυπουργού Δικαιοσύνης Γιάννη Μπούγα προς τις Εισαγγελίες της χώρας, την οποία οι δικαστές θεωρούν πως δεν είναι σύμφωνη με τη διάκριση των εξουσιών.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
«Σύμφωνα με τις κατοχυρωμένες στα άρθρα 26 και 87 επ του Συντάγματος αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, οι δε φορείς των λοιπών κρατικών λειτουργιών οφείλουν να απέχουν από ενέργειες πού μπορούν να εκληφθούν ως απόπειρα επηρεασμού του δικαστικού έργου (έτσι Διοικ.ΟλΑΠ 2/2024).
Σημειώνεται ότι ως δικαστικό έργο νοείται όχι μόνο το αμιγώς δικαιοδοτικό αλλά και αυτό της διοίκησης δικαστηρίων και εισαγγελιών η ευθύνη λειτουργίας των οποίων ανήκει αποκλειστικά στα αιρετά ή τα οριζόμενα από τον ΚΟΔΚΔΛ πρόσωπα. Ως εκ τούτου οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν δύνανται να απευθύνουν υποδείξεις στις διοικήσεις των δικαστηρίων, όπως προσφάτως συνέβη αναφορικά με τη στελέχωση των παράλληλων και περιφερειακών εδρών, καθώς τέτοιες ενέργειες συνιστούν ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαστικό έργο.
Περαιτέρω, επί της ουσίας θεωρούμε ότι η παρουσία δικαστικών λειτουργών σε παράλληλες και περιφερειακές έδρες δικαστηρίων, μετά την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, σε καθημερινή βάση, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε αναγκαία. Ιδίως μάλιστα όταν το Υπουργείο δεν καταβάλλει τα έξοδα διαμονής και μετακίνησης των δικαστικών λειτουργών που μετακινούνται. Δεν είναι εφικτή διότι με τον τρόπο αυτό σε πολλές περιπτώσεις δεν θα μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα το κεντρικό Πρωτοδικείο. Και δεν είναι αναγκαία, διότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις που παρουσιάζεται έκτακτη ανάγκη σε περιφερειακή έδρα, το ζήτημα μπορεί να λύνεται όπως συνέβαινε επί δεκαετίες σε αντίστοιχες περιπτώσεις με συνεννόηση της διοίκησης του πρωτοδικείου με τον αιτούντα διάδικο ή τον δικηγόρο.
Η κατασπατάληση ανθρώπινου δυναμικού και ωρών εργασίας κινείται αντίστροφα με τη λογική του νομοθέτη για ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και αναιρεί τις προσπάθειες επιτάχυνσης του δικαιοδοτικού έργου. Αντίθετα πιστεύουμε ότι εφόσον υφίστανται περιφερειακές έδρες ο διευθύνων το πρωτοδικείο θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρουσία προέδρου υπηρεσίας σε αυτές για την εκδίκαση προσωρινών διαταγών, διαταγών πληρωμής, η συχνότητα της οποίας (καθημερινή ή ορισμένη ημέρα της εβδομάδας) θα εξαρτάται από τις ανάγκες της συγκεκριμένης περιφερειακής έδρας, αλλά και τις υπηρεσιακές δυνατότητές (επαρκής αριθμός υπηρετούντων δικαστών).
Ευκτέα τυγχάνει η προηγούμενη συνεννόηση του προϊστάμενου του δικαστηρίου με τον οικείο δικηγορικό σύλλογο (βλ. το υπ΄ αριθμόν 1922/9-9-2024 έγγραφο της Προέδρου ΑΠ).
Τέλος, επισημαίνουμε ότι η συνεργασία των φορέων της Δικαιοσύνης προϋποθέτει το σεβασμό του διακριτού ρόλου του καθενός και την λόγω και έργω αναγνώριση της αξίας του. Ως εκ τούτου αναφορές σε "κανονικούς" δικαστές και μη εκ μέρους της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης δημιουργούν εσφαλμένες εντυπώσεις, απαξιώνουν τη συμβολή και το σημαντικό έργο που έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα οι πρώην Ειρηνοδίκες καθώς και τον θεσμικό τους ρόλο ως δικαστικών λειτουργών».